-
41 οὐδέ
1 following affirmative sent., cl.a and... notὡς δ' ἄφαντος ἔπελες, οὐδὲ φῶτες ἄγαγον O. 1.46
ὣς ἔννεπεν, οὐδ' ἀκράντοις ἐφάψατο ἔπεσι O. 1.86
περὶ θνατῶν δ' ἔσσεσθαι μάντιν ἔξοχον, οὐδέ ποτ ἐκλείψειν γενεάν O. 6.51
ἤρειδεν δέ μιν Φοῖβος, οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον O. 9.33
οὐδέ μιν φόρμιγγες δέκονται P. 1.97
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον, οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
οὐδ' ἀπίθησέ νιν, ἀλλ P. 4.36
οὐδὲ κομᾶν πλόκαμοι ᾤχοντ' ἀγλαοί, ἀλλ P. 4.82
οὐδ' ἀλλοτρίων ἔρωτες ἀνδρὶ φέρειν κρέσσονες N. 3.30
οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν N. 3.39
οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τεύχει γυῖα N. 4.4
σοφοὶ δὲ μέλλοντα τριταῖον ἄνεμον ἔμαθον οὐδ' ὑπὸ κέρδει βλάβεν N. 7.18
οὐδ' Ὑπερμήστρα παρεπλάγχθη N. 10.6
οὐδ' ἀμόχθῳ καρδίᾳ προσφέρων τόλμαν παραιτεῖται χάριν N. 10.30
οὐδὲ παναγυρίων ξυνᾶν ἀπεῖχον καμπύλον δίφρον I. 4.28
οὐδ' ἔστιν οὕτω βάρβαρος οὔτε παλίγγλωσσος πόλις, ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος I. 6.24
b adversative, but — notοὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον ἐν παντὶ χρόνῳ κλέπτοισα θεοῖο γόνον O. 6.36
οὐδ' ἔλαθε σκοπόν P. 3.27
οὐδέ ποτε ξενίαν οὖρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.39
2 following a neg. sent., phrase, noraκέκριται πεῖρας οὔ τι θανάτου, οὐδ' ὁπότε O. 2.32
οὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ ἀλλὰ O. 2.64
οὐκ ἔμειν' ἐλθεῖν τράπεζαν νυμφίαν οὐδὲ παμφώνων ἰαχὰν ὑμεναίων P. 3.17
“ οὔ τί που οὗτος Ἀπόλλων οὐδὲ μὰν χαλκάρματός ἐστι πόσις Ἀφροδίτας” P.4.87. “ οὐ πρέπει νῷνχαλκοτόροις ξίφεσιν οὐδ' ἀκόντεσσιν τιμὰν δάσασθαι” P. 4.148οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς οὐδὲ μακύνων τέλος οὐδέν P. 4.286
οὔ μιν ἄλυξεν, οὐδὲ μὰν βασιλεὺς Γιγάντων P. 8.17
καίπερ ἐφαμερίαν οὐκ εἰδότες οὐδὲ μετὰ νύκτας ἄμμε πότμος ἅντιν' ἔγραψε δραμεῖν ποτὶ στάθμαν N. 6.6
αἰσιᾶν οὐ κατ' ὀρνίχων ὁδόν· οὐδὲ Κρονίων ἀστεροπὰν ἐλελίξαις οἴκοθεν μαργουμένους στείχειν ἐπώτρυν N. 9.19
ἀλλ' οὔ νιν φλάσαν οὐδ ἀνέχασσαν N. 10.69
οὐ φιλοκερδής πω τότ' ἦν οὐδ ἐργάτις· οὐδ ἐπέρναντο γλυκεῖαι μαλθακόφωνοι ἀοιδαί I. 2.6
—7.οὐ γὰρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται I. 2.33
οὔτοι τετύφλωται μακρὸς μόχθος ἀνδρῶν οὐδ' ὁπόσαι δαπάναι ἐλπίδων ἔκνιξ ὄπιν† I. 5.57 κεῖνον οὐ σὴς οὐδὲ κὶς δάπτει (v. l. οὐ κὶς) fr. 222. 2. στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς ?fr. 358. irregularly coordinated,ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδ' ἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
bοὔτε οὐδέ. τοῖς οὔτε νόστος ὁμῶς ἔπαλπνος ἐν Πυθιάδι κρίθη, οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
cτε οὐ οὐδέ. Οὐλυμπίᾳ τε Θεόγνητον οὐ κατελέγχεις, οὐδὲ Κλειτομάχοιο νίκαν Ἰσθμοῖ θρασύγυιον P. 8.37
dοὐδὲ οὐδέ. ἐξίκετ' οὐδ ἀνέμους ἔ[λ]ᾳ[θ]εν οὐδὲ τὸν εὐρυφαρέτραν ἑκαβόλον Pae. 6.110
οὐδὲ πελέκεις οὐδὲ Σειρήν (“[οὐ]-οὐδὲ οὐδὲ to be presumed, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339.e οὔτοι οὐδέ. οὔτοι με ξένον οὐδ' ἀδαήμονα Μοισᾶν ἐπαίδευσαν κλυταὶ Θῆβαι fr. 198a.f fragg. ]γονουτουν ἀμπελ[ ]ιατων οὐδ' Ἀχελωιο[ ( οὔτ' ὦν οὐδὲ vid. Lobel) Πα. 13. c. 11. ἀνδροφθόρον, οὐδὲ σιγᾷ κατερρύη fr. 177b. ]αιων οὐδέ μ[ιν fr. 51 f. c. 5.3 not... evenοὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν O. 2.16
οὐδὲ γὰρ θεοὶ σεμνᾶν Χαρίτων ἄτερ κοιρανέοντι χοροὺς οὔτε δαῖτας (Schneidewin: οὔτε codd.) O. 14.8ἀλλ' οὐδὲ ταῦτα νόον ἰαίνει φθονερῶν P. 2.89
τὰν οὐδὲ Πορφυρίωνμάθεν P. 8.12
τὸν μὲν οὐδὲ θανόντ' ἀοιδαὶ ἔλιπον (Boeckh: οὔτε codd.) I. 8.56 -
42 παύω
a act.I stop, put an end toπεντάκις Ἰσθμοῖ στεφανωσάμενος, Νεμέᾳ δὲ τρεῖς ἔπαυσε λάθαν Σαοκλείδἀ N. 6.20
ἀλλ' ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχόμενον καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν ( καρτερᾶν μεριμνᾶν coni. Bergk) I. 8.12 “ ἀλλὰ τὰ μὲν παύσατε” I. 8.36 παῦσέν [τ]ργ ᾀναιδῇ fr. 140a. 59 (33).II hinder οὐδέ μίν ποτε φόβος ἀνδροδάμας ἔπαυσεν ἀκμὰν φρενῶν did not blunt the keen edge of hi<*> temper N. 3.39b med., c. gen., cease fromπαυσάμενοι δ' ἀπράκτων κακῶν I. 8.7
στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδλτ;γτ; παύσασθαι φορᾶς (sc. δελφῖνι) ?fr. 358.c frag. ]παυσεν Δ. 4. g. 3. -
43 πελεκυφόρας
1 axe bearing πελεκυφ[ό]ρας ἵππος (“non sapit Simon. forma - φόρας,” Snell: the horse would then have been branded with a double axe, Zuntz, C. R., 1935, 5) ?fr. 339a. -
44 φορά
1 motion στῆναι μὲν οὐ θέμις οὐδὲ παύσασθαι φορᾶς (sc. δελφῖνι) ?fr. 358. -
45 βακτροφόρας
A the staff-bearer, epith. of Diogenes the Cynic, Cerc.1.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βακτροφόρας
-
46 διωκτικός
A apt to pursue, follow a course [χρυσὸς] δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Iamb.Protr.21
.λέ;
swift in pursuit,EM
468.23.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διωκτικός
-
47 καταθεάομαι
A look down upon, watch from above,τὰ γιγνόμενα κ. ἀπὸ λόφου X.An.6.5.30
; κ. εἰς τοὺς πολεμίους ib.1.8.14: abs., Id.Cyr.3.2.1: generally, contemplate,φορὰς ἄστρων Plu.2.426d
: metaph., with the mind, X.Cyr.8.2.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καταθεάομαι
-
48 κώλυμα
A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E. Ion 862 (anap.);κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30
;βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100
(iii B.C.): pl.,κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9
: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra. 418e;ἐνεργείας Ocell.4.12
: c. dat., [ τῷ αἵματι] Hp.Flat.8:κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5
. -
49 παρασύρω
A- σῠρῶ Hsch.
:—[voice] Pass., [tense] pf. παρασέσυρμαι and [tense] aor. 2 παρεσύρην [pron. full] [ῠ] (v. infr.):—sweep away, carry away, of a rapid stream, [Κρατῖνος] πολλῷ ῥεύσας ποτ' ἐπαίνῳ διὰ τῶν ἀφελῶν πεδίων ἔρρει καὶ τῆς στάσεως παρασύρων ἐφόρει τὰς δρῦς κτλ. sweeping the oaks from their stations, Ar.Eq. 527 ;τοῦ ῥεύματος ἡ ὀξύτης πολλοὺς.. παρέσυρε D.S.17.55
: metaph., of orators, τῷ ῥοθίῳ τῆς φορᾶς.. ἅπαντα.. π. Longin.32.4:— [voice] Pass., to be swept away,τῇ τοῦ κατακλυσμοῦ φορᾷ Ph.1.223
: metaph.,εἰς ἑτέραν παρασύρεσθαι τέχνην Chor.Lyd. 17(21)
, cf. Anon. in EN418.21 ; π. ὑπὸ τῶν ὅπλων to be swept into rebellion, Them.Or.7.93c ; ἐκ λήθης π. Tz.H.9.751.2 π. τῶν νεῶν τοὺς ταρσούς sweep off the oars of the ships by brushing past them, Plb. 16.4.14, cf. D.S.13.16 ([voice] Pass.): intr., τὰ ἐς πλάγιον τοῦ ὀστέου παρασύραντα βέλεα grazing it obliquely, Hp.VC11.5 generally, drag, hale, τινὰ εἰς τὰ κριτήρια Mitteis Chr.89.22 (ii A.D.).8 [voice] Pass., in Geom., glide, slide along the circumference of a curve, Procl.Hyp.4.4,34.9 παρασεσυρμένοι, = ὑπεσκελισμένοι, of wrestlers, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασύρω
-
50 πελτοφόρος
πελτοφόρος ([dialect] Boeot. [suff] πελτ-φόρας IG7.210 ([place name] Aegosthena), 2823 ([place name] Hyettos), also [full] πελταφόρας, Supp.Epigr. 3.354 (Thisbe, iii B.C.)), ον, ([etym.] πέλτη)A bearing a target, [Arist.]Pepl. 30 ; οἱ π., = πελτασταί, X.Cyr. 7.1.24, etc. ; π. ἱππεῖς light horse, Plb.3.43.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πελτοφόρος
-
51 πτεροφόρας
A wing worn on their heads, nom. pl. (Canopus, iii B.C.), 90.7 (Rosetta, ii B.C.): also - φόροι, Hsch.; cf. sq. 111, and πτεραφόρος.II dat. sg. - φόρᾳ χιλιάρχῳ, perh. name of a military rank, or = πτεροφόρος 11, Men.Pk. 104, cf. Hsch. s.v. πτεροφόροι.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πτεροφόρας
-
52 Σ ς
Σ ς, [full] σίγμα or [full] σῖγμα (both accents are found in codd.), τό, twentyfirst letter of the Etruscan abecedaria, IG14.2420, and prob. of the oldest Gr. alphabets (corresponding to the twenty-first Hebrew letterA shin <*>, Phoenician [full] Ω, Syria 6.103), but eighteenth of the [dialect] Ion. alphabet: as numeral σ = 200, but [num] σ' = 200,000: a semi-vowel, Arist.Po. 1456b28, cf. Pl.Tht. 203b.A the oldest forms expressing this sound were [full] Μ (which is however the old eighteenth letter, q.v.), also [full] Σ and [full] ς; compared to a twisted curl, E.Fr.382.7, Theodect.6; to a Scythian bow, Agatho 4; after this, but yet early, it took the shape of a semicircle <*>, whence Aeschrio (Fr.1 ) calls the new moon τὸ καλὸν οὐρανοῦ νέον σῖγμα: hence the orchestra is called τὸ τοῦ θεάτρου σῖγμα, Phot., AB 286: and Lat. writers used sigma of a semicircular couch, Mart.10.48.6, etc.; cf. σιγμοειδής. The rare form <*> is used in the numbering of building-stones in Berl.Sitzb.1888.1234, 1242 (Pergam.). From final [full] ς must be disting uished the character [full] ς = 6, v. [full] ϝ ϝ (sixth letter).B the name [full] σίγμα ( [full] σῖγμα) was usu. indeclinable,τοῦ σῖγμα Pl.
l.c., Cra. 402e, 427a, Ath.10.455c, Lyd.Mens.1.21 (v.l. σίγματος); τῷ σῖγμα Gal.UP2.14
, al.;τῶν σῖγμα Pl.Com.30
;τὰ σίγμα τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων X.HG4.4.10
, cf. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.532 B.; later declined,τοῦ σίγματος Eust.1389.15
;σίγμασιν Id.905.7
.2 we also hear of another name [full] σάν [ᾰ], τό, ta\ ou)no/mata/ sfi (sc. τοῖσι Πέρσῃσι)τελευτῶσι πάντα ἐς τὠυτὸ γράμμα, τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα Hdt.1.139
, cf. Pi.Dith.Oxy. 1604 Fr. 1 ii 3, Ath.11.467a; as name of the fourth and tenth letters in Θρασύμαχος, and of the sixth in Διονύσο ([etym.] υ), Epigr. ap. Ath.10.454f, Achae.33.4; cf. the compd. σαμ-φόρας: σάν and σίγμα were evidently pronounced alike; it is conjectured that σάν is originally the name of the old eighteenth letter. -
53 στεγανός
A covering so as to keep out water, water-tight,τρίχα X.Cyn.5.10
; ; of other things,κλῶνες.. κεράμων -ώτεροι AP9.71
(Antiphil.); πυκνὸν καὶ ς. Plu.2.692a;προβλημάτων -ώτατον πρὸς ὀϊστούς Id.Ant.45
.II closely covered, sheathed, λευκῆς χιόνος πτέρυγι στεγανός, of Polynices, represented as an eagle, covered by his white Argive shield (cf. λεύκασπις), S.Ant. 114 (anap.); of a building, ἄνωθεν ς. roofed over, Th.3.21, cf. Trag.Adesp.115, Call.Cer. 55, D.H.1.26;οὓς [ναοὺς].. δοκὸς στεγανοὺς παρέχει E.Fr.472.6
(anap.).4 metaph., τὸ ἀκόλαστον αὐτοῦ καὶ οὐ ς. its intemperance and leakiness, Pl.Grg. 493b; and of persons, close, reserved, prov.,Ἀρεοπαγίτου -ώτερος Alciphr.1.13
, cf. Them.Or.21.263a, Or.26.323d, etc.III Adv. - νῶς confinedly, through a covered passage or tube, ἡ πνοὴ ἰοῦσα ς. Th.4.100; πωμάσαι ς. cover tightly, Dsc.2.76.14: [comp] Comp.,- ώτερον πρὸς τὰς τῶν ὑετῶν φορὰς ἀντέχειν Ph.2.513
;ναῦς -ώτατα ἔχει Aristid.Or.34(50).31
.2 metaph.,- ώτερον φρονεῖν AP5.215
(Agath.);- ώτατα κατεῖχεν ἔνδον τὴν αὑτοῦ γνώμην Memn. 6
.—Cf. στεγνός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στεγανός
-
54 συντονία
συντον-ία, ἡ,A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti. 84e, Arist.HA 540a6, al., Thphr.Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ ς. Id.6.154.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντονία
-
55 τέλος
A coming to pass, performance, consummation,εἰ γὰρ ἐπ' ἀρῇσιν τ. ἡμετέρῃσι γένοιτο Od.17.496
;ἐν [θεοῖς] τ. ἐστὶν ὁμῶς ἀγαθῶν τε κακῶν τε Hes.Op. 669
; δίκη δ' ὑπὲρ ὕβριος ἴσχει ἐς τ. ἐξελθοῦσα issuing in fulfilment, execution, ib. 218;καθάπερ ἐκ δίκης κατὰ νόμον τ. ἐχούσης PEleph.1.12
(iv B.C.), cf. IG12(7).67.48 (Arcesine, iv/iii B.C.);καθήκει νῦν [τὰν γνώμαν] ἐπὶ τέλος ἀχθῆμεν SIG793.7
(Halasarna, i A.D.); ἔλπομαι μέν, ἐν θεῷ γε μὰν τ. Pi.O.13.105, cf. N.8.45, 10.29, D.18.193;ἢν θεὸς ἀγαθὸν τ. διδῷ αὐτῷ X.Cyr.3.2.29
;ἐν πείρᾳ τ. διαφαίνεται Pi.N.3.70
;ψευστήσεις, οὐδ' αὖτε τ. μύθῳ ἐπιθήσεις Il.19.107
, cf. Isoc.5.71, 6.77; result,τ. δ' οὔ πώ τι πέφανται Il.2.122
;εἵως κε τ. πολέμοιο κιχείω 3.291
;ἐν γὰρ χερσὶ τ. πολέμου 16.630
; ἶσον τείνειεν πολέμου τ. 20. 101, cf. Hes.Th. 638 (but ἢ πολέμοιο ἢ λοιμοῖο τ. ποτιδέγμενοι the coming to pass (outbreak) of.., A.R.4.1282); τί μὰν ἀφήσει τ.; S. OC 1468 (lyr.); τί ἔσται τὸ τ. τῶν γιγνομένων τούτων ἐμοί; Hdt.1.155, cf. Isoc.6.50; ἀποίητον.. θέμεν ἔργων τ. undo things done, Pi.O.2.17; ὁδοῦ τ. S.OC 1400; φόνου τ. A.R.1.834;τοῦ δ' ὔμμι τέλος κρηῆναι ἔοικεν Id.3.172
; τῷ τ. πίστιν φέρων the outcome, S.El. 735; Ζεὺς πάντων ἐφορᾷ τ. Sol.13.17;ἀκόλουθον τὸ τ. ἐξέβη τοῦ κινδύνου ταῖς ἐπιβολαῖς Plb.4.11.9
;ἀμφίδοξα τὰ τ. τῶν κινδύνων αὐτοῖς ἀπέβαινε Id.18.28.11
, cf. 18.32.12, 3.5.7;τ. τοιόνδε ἐγένετο τῆς μάχης Hdt. 9.22
, cf. Plb.1.61.2; μάχης.. κεκύρωται τ. A.Ch. 874; διὰ μάχης ἥξω τέλους, = διὰ μάχης ἥξω, Id.Supp. 475; ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τ. to seek to determine the issue of the battles in both directions, Pi.O.13.57; more generally, event,οὐ γὰρ ἔγωγέ τί φημι τ. χαριέστερον εἶναι ἢ ὅτε.. Od.9.5
: in concrete sense, result, product,τ. εὐπεψίας αἱματικῆς πιμελὴ καὶ στέαρ Arist.PA 672a4
, cf. GA 725b8.2 in contexts like Hes.Op. 669, Il.16.630 (v. supr.), τ. can be understood as power of deciding, supreme power, and so we haveτ. μὲν Ζεὺς ἔχει.. πάντων ὅσ' ἐστί Semon.1.1
;ἐν δ' ἐμοὶ τ. αὐτοῖν γένοιτο τῆσδε τῆς μάχης πέρι S.OC 423
; [Ἄπολλον].. ὅθεν πολεμόκραντον ἁγνὸν, τ. ἐν μάχᾳ A.Th. 162
(lyr.);τελέων τελειότατον κράτος, ὄλβιε Ζεῦ Id.Supp. 525
(lyr.);τ. ἔχει δαίμων βροτοῖς, τ. ὅπᾳ θέλει E.Or. 1545
(lyr.);τ. δ' ἐφ' ἡμῖν, εἴτε.. εἴτε.. Id.Hel. 887
; καὶ τοῖσ' (sc. ἰητροῖς) οὐδὲν ἔπεστι τ. they have no power or efficacy, Sol.13.58: and in the civil sphere, τ. ἔχειν, of persons, to have the power to ratify, IG12.57.25, Foed. ap. Th.4.118, Arist.Pol. 1322b13; ὅ τι ἂν δόξῃ τοῖς πλείοσι τοῦτ' εἶναι τ. the decision of the majority must be final, ib. 1317b6; κύριος ἔστω ἐπιβάλλειν κατὰ τὸ τ. shall have authority to inflict a fine up to the limit of his powers, Lexap.D.43.75;κατὰ τὸ τ. ζημιοῦσθαι Is.4.11
; τοῖς κατ' ἐμπορίαν παραγιγνομένοις μηδὲν ἔστω τ. πλὴν ἐπὶ κήρυκι ἢ γραμματεῖ Foed. ap. Plb.3.22.8; τ. ἔχειν, of things, to have decisive or final authority,σφῷν μὲν ἐντολὴ Διὸς ἔχει τ. δή A.Pr. 13
; ἡ.. τούτου αἰτίασις οὐκ ἔχει τ. has no validity, Antipho 5.89; πρὶν τ. τι αὐτῶν ἔχειν before any of the terms had validity, i.e. had been ratified, Th.5.41, cf. D.35.27; τοῦ ζῆν καὶ μὴ ζῆν τὸ τ. ἐστὶν ἐν τῷ ἀναπνεῖν the decisive difference between.., Arist.Resp. 480b19.3 magistracy, office,τ. δωδεκάμηνον Pi.N.11.9
( δυω- codd.); οἱ ἐν τ. men in office, magistrates, S.Aj. 1352, Ph. 385, Th.3.36; ἔξω τῶν βασιλέων καὶ τῶν μάλιστα ἐν τ. Id.1.10, cf. 6.88;οἱ ἐν τέλεϊ ἐόντες Hdt.3.18
, 9.106; poet.,οἱ ἐν τέλει βεβῶτες S.Ant.67
; οἱ τὰ τ. ἔχοντες Foed. ap. Th.5.47;ὂρ μέγιστον τ. ἔχοι Schwyzer409.3
(Elis, V B.C.);τοὺς.. τὸ ὁροφυλακικὸν τ. ἔχοντας SIG633.94
(Milet., ii B.C.); τὸ τ. the government, ; τὰ τ. the magistrates, Th. (with a masc. part. and pl. (v.l.) verb) 1.58, 4.15, X.An.2.6.4.4 decision, doom,Ζεὺς.. οἶδε, ὁπποτέρῳ θανάτοιο τ. πεπρωμένον ἐστί Il.3.309
;Κῆρες δὲ παρεστήκασι.., ἡ μὲν ἔχουσα τ. γήραος ἀργαλέου, ἡ δ' ἑτέρη θανάτοιο Mimn.2.6
; μήτηρ.. μέ φησι διχθαδίας Κῆρας φερέμεν θανάτοιο τέλος δέ (or τέλοσδε) Il.9.411, cf. 13.602; ἐξέφυγον θανάτου τ. Archil.6.3;τ. θανάτου ἀλεείνων Od.5.326
;τ. θανάτοιο κάλυψεν Il.5.553
;οὐδέ κέ μ' ὦκα τ. θανάτοιο κιχείη 9.416
, cf. 11.451;ἡμετέρου θανάτοιο κακὸν τ., οἷον ἐτύχθη Od.24.124
, cf. A.Th. 906 (lyr.):—judicial decision,ἀμμενῶ τ. δίκης Id.Eu. 243
; κύριον μένει τ. ib. 544 (lyr.); οὐκ ἔχουσα τῆς δίκης τ. not having authority to decide the case, ib. 729; ἦ κἀπ' ἐμοὶ τρέποιτ' ἂν αἰτίας τ.; will you submit the decision of this case to me? ib. 434;τὸ τ. κρίνειν Pl.Lg. 768b
; τ. ἐπιθέτω τῇ δίκῃ ib. 767a, cf. 761e, 957b; decision of an assembly, A. Supp. 603, 624; of a king, Id.Ag. 934; ἐξαιτράπης ἐὼν Ἰωνίης, τ. ἐποίησε τὴν γῆν εἶναι Μιλησίων prob. in SIG134b30 (Milet., iv B.C.); ὥς τοι ἐγὼ μύθου τ. ἐν φρεσὶ θείω the summing up or crux of the matter, Il.16.83.5 something done or ordered to be done, task, service, duty, γνῶ.. ὅ οἱ οὔ τι τ. κατὰ καίριον ἦλθεν on no fatal errand, Il.11.439 (nisi leg. κατακαίριον); οὐδὲ μακύνων τ. οὐδέν Pi.P.4.286
; ὅσοις τοῦτ' ἐπέσταλται τ. A.Eu. 743, cf. Ag. 908; μ' Ἀπόλλων τῷδ' ἐπέστησεν τέλει ib. 1202, cf. Ch. 760; ἄυπνα ὀμμάτων τέλη the wakeful duties (or services) of the eyes, E.Supp. 1137 (lyr.); ἀμφοτερᾶν τοι χαρίτων.. ζεύξω τ. the rendering of both services, Pi.I.1.6; αἰτουμένῳ μοι κοῦφον εἰ δοίης τ. a small service or favour, A.Th. 260;ἡξῶ ναὶ τὸν Πᾶνα κακὸν τ. αὐτίκα δωσῶν Theoc.4.47
; obligation to render a service or payment, ὅτε δὴ μισθοῖο τ. πολυγηθέες ὧραι ἐξέφερον the Payment(-day) of the wage, Il.21.450;οἱ δ' ἐλάττω τῶν ἱκανῶν κεκτημένοι, τὴν ἀναγκαίαν ἀτέλειαν ἔχοντες, ἔξω τοῦ τ. εἰσὶ τούτου D.20.19
, cf. Poll.8.156; ἐν τέλει μαθεῖν to be taught for a fee, Id.4.46.6 pl., services or offerings due to the gods,δαίμοσιν θῦσαι θέλουσα πελανόν, ὧν τέλη τάδε A.Pers. 204
;ἔνθ' ὁρίζεται βωμοὺς τ. τ' ἔγκαρπα Κηναίῳ Διί S.Tr. 238
; ἔλιπον Ζηνὶ τροπαίῳ πάγχαλκα τ. Id.Ant. 143 (anap.);γῇ δὲ τῇδε Σισύφου σεμνὴν ἑορτὴν καὶ τέλη προσάψομεν E.Med. 1382
;θεοῖσι μικρὰ θύοντες τέλη Id.Fr.327.6
; of the Eleusinian mysteries, οὗ πότνιαι σεμνὰ τιθηνοῦνται τ. S.OC 1050 (lyr.), cf. Fr. 837;σεμνῶν ἐς ὄψιν καὶ τ. μυστηρίων E.Hipp.25
; called μεγάλα τ., Pl.R. 560e; rarely in sg., τοῦδε μυστικοῦ τέλους this mystic rite, A.Fr. 387; of the marriage rite,τ. γάμοιο Od.20.74
, cf.A.R.4.1202, AP6.276 (Antip.); γαμήλιον τ. A.Eu. 835; τὰ νυμφικὰ τ. S.Ant. 1241;τ. ὁ γάμος ἐκαλεῖτο Poll.3.38
, cf. Paus.Gr.Fr.306, Sch.Ar.Th. 982, Stob.2.7.3a.7 service rendered by a citizen in the Solonian constitution to the state, also his rating according to this service, θητικοῦ ἀντὶ τέλους ἱππάδ' ἀμειψάμενος Epigr. ap. Arist.Ath.7.4; τιμήματι διεῖλεν εἰς τέτταρα τ. four ratings or classes, ib.7.3; later, τὸ τῶν ἱππέων τ., Lat. ordo equester, D.C.48.45, al.8 dues exacted by the state, Ar.V. 658 (pl.), Pl.R. 425d (pl.); ἀγορᾶς τ. a market- toll, Ar.Ach. 896; πορνικὸν τ. Aeschin.1.119; τ. πρίασθαι, πωλεῖν, farm a tax or let it, D.24.144, Aeschin. l.c.; ἐκλέγειν. πράττειν, levy it, D.l.c., Alex.263.3, Aeschin.3.113; τελεῖν pay a tax or duty, Pl.Lg. 847b; εἰ τὰ τ. τελεῖ, ποῖον τ. τελεῖ, questions put to candidates at Athens, Din.2.17, Arist.Ath.7.4;τέλη κατατίθησιν Antipho 5.77
;καταβαλεῖν And.1.93
; freq. in Inscrr., IG12.46.12, al., SIG135.14 (Olynthus, iv B.C.), al., and Papyri, τὸ ὡρισμένον τῆς αἰτήσεως τ., etc., POxy.1473.30 (iii A.D.), cf. PCair.Zen.240.7 (iii B.C.), etc.: metaph., τέλη λύειν, v. λύω v. 2.9 financial means, expenditure, usu. in dat. pl., ὃς ἂν τοῖς ἰδίοις τ. μὴ ἑαυτὸν μόνον, ἀλλὰ καὶ τὴν πόλιν ὠφελῇ by the use of his own means, Th.6.16; κακῶς ἡμᾶς αὐτοὺς ποιούντων τέλεσι τοῖς οἰκείοις if we harm ourselves at our own expense, Id.4.60;ἀναγραψάτω.. τέλεσι τοῖς Λεωνίδου IG 12.56.22
, cf. 94.14, al.;Χερρόνησον τοῖς αὑτοῦ τ. διορύξει D.6.30
;δημοσίοις τέλεσι Plu.Phoc.38
: in nom. sg., μάτην γὰρ οἴκῳ σὸν τόδ' ἐκβαίη τ. E.Fr. 639.10 a military station or post with defined duties (cf. signf. 5), ἐλθεῖν εἰς φυλάκων ἱερὸν τ. Il.10.56; αἶψα δ' ἐπὶ Θρῃκῶν ἀνδρῶν τ. ἷξον ἰόντες ib. 470; δόρπον ἔπειθ' ἑλόμεσθα κατὰ στρατὸν ἐν τελέεσσιν at our posts, in the ranks, 11.730, cf. 18.298; later, military unit, division, squadron,τέλει ἑνὶ τῶν ἱππέων Th.2.22
, cf. 4.96;πελταστῶν τέλη E.Rh. 311
;κατὰ τέλεα Hdt.1.103
, 7.87, al.;κατὰ τέλη Th.6.42
, Plb.11.11.6, cf. 11.15.2, Polyaen.2.1.17; in the Roman army, legion, J.AJ14.16.2, BJ1.17.9, Plu.Ant.18.56, App.BC5.87, al.II δίρρυμά τε καὶ τρίρρυμα τέλη troops or columns of.. chariots, A.Pers.47 (anap.); of ships,τρία τ. ποιήσαντες τῶν νεῶν Th.1.48
: also ὀρνίθων τέλεα flocks of birds, v.l. for γένεα, Hdt.2.64;τ. ἀθανάτων A.Fr. 151
(anap.).12 a territorial division, Στρατικὸν τ. SIG421.44 (Acarnania, iii B.C.); Κορωνείων τὸ τ. Supp.Epigr.3.354 (Thebes, iii B.C.); τὸ Λοκρικὸν τ. GDI2070 (Delph., ii B.C.).II degree of completion or attainment,τόσσον μὲν ἔχον τ., οὔατα δ' οὔ πω.. προσέκειτο Il.18.378
; degree of maturity, age,ἐπὴν δὴ τοῦτο τ. παραμείψεται ὥρης Mimn.2.9
;ἥβης πρὶν τ. ἄκρον ἰδεῖν Simon.123
;ἥβης τ. μολόντας E.Med. 920
; εἰς ἀνδρὸς τ. ἰέναι man's estate, Pl.Mx. 249a;εἰς πρεσβύτου τ. ἀφικομένοις Id.Epin. 992d
;τὸ τῶν παίδων τ. ἄδηλον οἷ τελευτᾷ κακίας καὶ ἀρετῆς ψυχῆς τε πέρι καὶ σώματος Id.Smp. 181e
;οὐδὲ γήρως ἔβας τ. σὺν τᾷδε E.Alc. 413
(lyr.).b a length of time (or space), term, course, ἀρετάς, αἷσι Κλεωνυμίδαι θάλλοντες αἰεὶ σὺν θεῷ θνατὸν διέρχονται βιότου τ. Pi.I.4(3).5(23); so perh. in E.Hipp.87 (v. infr. 3), and in διὰ τέλους (v. infr. 2 c).2 state of completion or maturity, τ. λαβεῖν, ἔχειν, of plants or animals, to attain maturity, Pl.Phdr. 276b, Lg. 834c, cf. 899e: hence, completion, end, finish, τ. ἐπιθεῖναι τῷ λόγῳ complete it, Id.Smp. 186a, cf. Prt. 348a; ὃ πᾶσι τοῖς προτέροις ἐπ έθηκε τ. as a finish to all his former acts, D.18.140;τὸ τ. τῆς σκηνῆς ἐποιήσαντο X.Cyr.2.3.24
;ταύτης.. τῆς ἡμέρας τοῦτο τὸ τ. ἐγένετο Id.An.1.10.18
; τ. λαβεῖν to be completed, Pl.R. 501e, Isoc.4.5;τ. ἔχειν Pl.Lg. 772c
; οὐ τ. ἵκεο μύθων didst not reach the end of thy speech, Il.9.56;ἐπὶ τέλους τοῦ δρόμου Pl.R. 613d
; (ii B.C.); (ii B.C.), cf. BGU1816.11 (i B.C.);ἡ εἰκοστὴ τοῦ νοσήματος ἡμέρα τ. μὲν τριῶν ἑβδομάδων, ἓξ δὲ τετράδων Gal.18(2).234
:—freq. in Adverbial phrases:a τέλος at last,ὥστε τ. ἡσυχίαν ἦγον Th.2.100
, cf. 5.46; but most freq. at the beginning of the clause,μάχης δὲ καρτερῆς γενομένης, τέλος οὐδέτεροι νικήσαντες διέστησαν Hdt.1.76
, cf.4.131, al.;τέλος δέ Id.1.36
, Thgn. 1294, etc.; ἀλλὰ τ. Hdt.6.137;τ. μέντοι Id.5.89
, X.HG5.4.30;τ. γε μέντοι S.Ant. 233
; καὶ τ. Hdt.4.154, Th.1.109; τό γε τ. Pl.Lg. 740e.b < ἐς τ. in the end, in the long run,πάντως ἐς τ. ἐξεφάνη Sol.13.28
, cf. Hdt.9.37; εἰς τ. S.Ph. 409;θνητῶν δ' εἰς τ. ὄλβιος οὐδείς E.IA 161
(anap.), cf. Hdt.3.40; ὁρῶντες τὴν Λιβύην εἰς τ. ἀβλαβῆ διαμένουσαν altogether, completely, Plb.1.20.7, cf. PTeb.38.11 (ii B.C.), OGI90.12 (Rosetta, ii B.C.), PSI10.1120.5 (i B.C./i A.D.); ἐς τ. ἄνυε μοίρας dub. l. in Theoc.1.93.c διὰ τέλους (orig. perh. from signf. 1.1 or 5, or 11.1b, through the (whole) performance or time), through to the end, completely, A.Pr. 275, S.Aj. 685, E.Supp. 270, Isoc.5.24, 8.17, 19.4; throughout, all the time, always, Antipho 5.42, Timocl.8.5, Hegesipp.Com.2.3; soδιὰ τέλεος Hp.Acut.46
(= διὰ παντὸς καὶ ἀεί acc. to Gal.15.618);διὰ τέλους ἀεί Pl.Phlb. 36e
; permanently, for good, τοῦ ἀφεθῆναί σε διὰ τ. PPetr.2p.45 (iii B.C.).e τέλει perh. in the end, S.OT 198 (lyr.).3 esp. τ. ἔχειν βίου to have reached the end of life, to be dead, Pl.Lg. 801e;ἐμοὶ μὲν τοῦ βίου τὸ τ. ἤδη πάρεστιν X.Cyr.8.7.6
;πᾶσίν ἐστιν ἀνθρώποις τ. τοῦ βίου θάνατος D.57.27
;εἰς τ. τοῦ ζῆν ἀφικνεῖσθαι S.OC 1530
: less freq. abs., death,ἐλπίς ἐστι νύκτερον τ. μολεῖν A.Th. 367
(lyr.);οἱ νεηνίαι οὐκέτι ἀνέστησαν ἀλλ' ἐν τέλεϊ τούτῳ ἔσχοντο Hdt.1.31
; ἔχει τὸ κάλλιστον τ. X.Cyr.7.3.11; ἔχει τ., = τετελεύτηκε, Laconian phrase acc. to Hsch.;τῶν ἤδη τ. ἐχόντων Pl.Lg. 717e
, cf. 772c, BGU1857.7 (i B.C.); reversely,τ. ἔχει τινά Pl.Lg. 740c
;οἷόν σε βίου τ. εἷλε E.Rh. 735
(anap.):—but ὀλβίως ἔλυσεν τὸ τ. βίου has paid life's toll (cf. supr.1.8), S.OC 1720 (lyr.); τὸ τ. ὁ χρόνος ἀπαιτεῖ Poet. in Mus.Script.p.452 von Jan; alsoτ. δὲ κάμψαιμ' ὥσπερ ἠρξάμην βίου E.Hipp.87
(cf. supr. 11.1b); πρὶν ἂν πέλας (v.l. τέλος)γραμμῆς ἵκηται καὶ τ. κάμψῃ βίου Id.El. 955
-6.4 end, cessation, ὡς δὲ πρὸς τ. γόων ἀφίκοντ' S.OC 1621; πῶς τροχηλάτου μανίας ἂν ἔλθοιμ' ἐς τ. πόνων τ' ἐμῶν; E.IT83; ὅταν δὴ πημάτων λάβῃ τ. Id.Hel. 534;τ. δέχει δὴ τῶν ἐμῶν προσφθεγμά των Id.Hec. 413
;ἡ μὲν οὖν ἐπανάστασις.. τοῦτο τὸ τ. ἔσχεν Hell.Oxy.10.3
;ἐπειδὴ οὐχ οἷόν τε εἰς ἄπειρον, τ. ἔσται πάσης φορᾶς Arist.Metaph.
1074a30.5 end of a word, A.D.Pron.12.25, al.; of a sentence,ἐπὶ τέλει πρόσκειται Sor.1.43
, cf. Gal.15.20; of a chapter or book,ἐπὶ τέλει ἀναλυθήσεται Archim.Sph.Cyl.2.4
, cf. Gal.15.10;πρὸς τῷ τ. ῥηθήσεται Pl.Lg. 957b
;πρὸς τῷ τ. τοῦ ἐντέρου Arist.PA 675a16
; ἀπὸ τέλους τοῦ σταδίου, opp. ἀπὸ μέσου, Id.Ph. 239b34 (cf. infr. 111.2).III achievement, attainment,τηλοῦ ἐμοὶ νόστοιο τ. γλυκεροῖο γενέσθαι Od.22.323
, cf. Pi.N.3.25;τ. δὲ τῆς ἀπαλλαγῆς τοῦ Αἰθίοπος ὧδε ἔλεγον γενέσθαι Hdt.2.139
; πῶς ἂν καὶ τοῦτο τοῦ τ. τυγχάνοι, i.e. might be achieved, Gem.8.36.2 winning-post, goal in a race,πρὸς τ. ὀρνύμενον B.5.45
; in a contest,ἔστιν δ' ἀφάνεια τύχας καὶ μαρναμένων, πρὶν τ. ἄκρον ἱκέσθαι Pi.I.4(3).32(50)
; εἰς τ. ἐλθεῖν, of runners in a race, Pl.R. 613c.b prize, ἔφερε πυγμᾶς τ. Pi.O.10(11).67; οὐ γὰρ ἦν πενταέθλιον ἀλλ' ἐφ' ἑκάστῳ ἔργματι κεῖτο τ. Id.I.1.27;ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσεκοσμήσαις, τ. ἔμμεν ἄκρον Id.P.9.118
(perh. 'to be the winning post and prize');κρίνεις τ. ἀρετᾶς B.10.6
: metaph.,οὐκ ἔχω εἰπεῖν τίνι τοῦτο Μοῖρα τ. ἔμπεδον ὤρεξε Pi.N.7.57
.3 Philos., full realization, highest point. ideal, ἅπτεσθαι τοῦ τ. Pl.Smp. 211b; πρὸς τ. ἰὼν τῶν ἐρωτικῶν ib. 210e;πρὸς τ. ἀρετῆς ἐλθόντα Id.Clit. 410e
, cf. R. 613c.b the end or purpose of action,τ. εἶναι ἁπασῶν τῶν πράξεων τὸ ἀγαθόν Id.Grg. 499e
; freq. in Arist., EN 1094a18, al.: hence, the final cause, = τὸ οὗ ἕνεκα, Id.Metaph. 994b9, 996a26, al.; hence simply = τὸ ἀγαθόν, the chief good, Id.EN 1097a21, Zeno Stoic.1.45, etc. -
56 τεττιγοφόρας
A wearing a τέττιξ, as the Athenians were called, because in early times they wore golden τέττιγες, as a token that they were αὐτόχθονες (cf.τέττιξ 1.2
, τεττιγομήτρα), Ar.Eq. 1331 (anap.): also [suff] τεττῑγο-φόρος, ον, Eust.395.34: hence [suff] τεττῑγο-φορία, ἡ, Tz. H.1.233.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τεττιγοφόρας
-
57 φοράδιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φοράδιον
-
58 ἀντίδοξος
ἀντί-δοξος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀντίδοξος
-
59 ἐπίπροσθεν
I. of Place, before, ἐ. τίθεσθαι, ποιεῖσθαί τι, put before one as a screen, E.Or. 468, X.Cyr.1.4.24; ἐ. γίγνεσθαι to be in the way, intercept the view, Pl.Grg. 523d, cf. Ti. 40c; κώμας καὶ γηλόφους ἐ. ποιεῖσθαι take cover behind, X.Cyr.3.3.28.2. c. gen., ἐ. τῶν ὀφθαλμῶν ;ταῖς νήσοις οὐδὲν ἐ. τῆς φορᾶς Thphr.Vent.30
;εὐθὺ οὗ ἂν τὸ μέσον ἀμφοῖν τοῖν ἐσχάτοιν ἐ. ᾖ Pl.Prm. 137e
.II. of Degree, θεῖναί τι ἐ. τινος prefer one before another, E.Supp. 514; ἐ. εἶναί τινος to be better than.., Id.Or. 641; ἐ. τᾀσχρὰ.. τῶν καλῶν Antiph.l.c.;ἐ. τι θέσθαι τινός J.AJ2.4.3
; γίγνεται ἐ. τοῦ δικαίου τὰτριακόσια τάλαντα Id.BJ1.6.3
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπροσθεν
-
60 ἐπιφορά
A bringing to or upon: hence,1 donative, extra pay, in pl., Th.6.31, D.S.17.94 ; soἡ ἔξωθεν ἐ. τῆς εὐδαιμονίας Plb.5.90.4
4 fine paid by contractor for failure to keep time, BCH35.44 ([place name] Delos), cf. Hermes17.5 (ibid.); = καταδίκη, Hsch. (pl.).II (from [voice] Pass.) offering made at the grave, Plu.Num.22.2 impact, Epicur.Nat.15.26, al. ; sudden attack, Plb.6.55.2, etc. ; ἐπιφορὰς πρός τινα ποιῆσαι, in controversy, Phld.Lib.p.35 O. ; ἐ. ὄμβρων sudden burst of rain, Plb.4.41.7 ; of wind, Thphr.CP5.12.11 ;ἡ τοῦ κωρύκου ἐ. Philostr.Gym.57
; attack of an orator, opp. ἀπολογία, Id.VS1.25.10 (pl.).5 Medic., epiphora, persistent flow of tears, as a disease, Dsc.Eup.1.35, Gal.14.749,768 (but non-technically, floods of tears, Plb.15.26.3) ; deflux of morbid humours, Meno Iatr.5.30, Plu.2.102a (pl.) ;τοῦ γάλακτος Sor.1.76
; ὀχθώδεις ἐ. tuberous eruption, Ruf. ap. Orib.8.24.35.b attack, πυρετῶν, etc., Vett.Val.3.4 (pl.), al.III Rhet., second clause in a sentence, opp. ἀρχή, D.H.Dem. 20.3 succession of clauses ending in the same word, opp. ἐπιβολή, Rut.Lup.1.8.IV in Stoic Logic, the conclusion of a syllogism, Chrysipp.Stoic.2.80, Crinisib.3.269, Procl.in Prm.p.534 S.2 question at issue,τῆς ἐ. ἀπερρυηκέναι Phld.Mus.p.96
K.V in Gramm., ἔχειν ἐν ἐπιφορᾷ τὸ λ ¯ λ ¯ to have λ ¯ λ ¯ immediately following, Hdn.Gr.2.932.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιφορά
См. также в других словарях:
φοράς — φορά̱ς , φορά an act fem acc pl φοράς fruitful fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορᾶς — φορά an act fem gen sg (attic doric aeolic) φορεύς bearer masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδα — φοράς fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδας — φοράς fruitful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδες — φοράς fruitful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδι — φοράς fruitful fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδος — φοράς fruitful fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδων — φοράς fruitful fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
μπούμερανγκ — (boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε… … Dictionary of Greek