Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Διονύσο

См. также в других словарях:

  • Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …   Dictionary of Greek

  • Λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Πιθοίγια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Τελούταν κατά την ενδέκατη μέρα του Ανθεστηριώνα (15 Φεβρ. 15 Μαρτίου) και αποτελούσε μέρος των Ανθεστηρίων. Στη διάρκειά της, οι οικογενειάρχες θυσίαζαν στον Διόνυσο και δοκίμαζαν το κρασί της νέας σοδειάς από τα… …   Dictionary of Greek

  • αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… …   Dictionary of Greek

  • διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… …   Dictionary of Greek

  • ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει …   Dictionary of Greek

  • λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… …   Dictionary of Greek

  • Βάκχαι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες της αρχαίας δραματουργίας, τελευταίο έργο του τραγικού (406 π.Χ.). Το υλικό προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής μέθης, όσο και σε ιστορικά… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»