-
1 ενεργείας
ἐνεργείᾱς, ἐνέργειαactivity: fem acc plἐνεργείᾱς, ἐνέργειαactivity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἐνεργείας
ἐνεργείᾱς, ἐνέργειαactivity: fem acc plἐνεργείᾱς, ἐνέργειαactivity: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 ἐνεργείας
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἐνεργείας
-
4 ἐνέργεια
ἐνέργεια, ας, ἡ (s. ἐνεργής, ἐνεργέω; Pre-Socr. et al.; ins, pap, LXX, TestSol, EpArist, Philo, Just., Ath., Hippol.) the state or quality of being active, working, operation, action, so in NT, and always of transcendent beings (cp. Chrysipp.: Stoic. II 115; Diod S 15, 48, 1 θεία ἐ.; likew. Orig., C. Cels. 3, 14, 7; Ps.-Callisth. 1, 30, 4 τὴν τοῦ θεοῦ ἐ.; Sallust. 3 p. 4, 8; 4 p. 4, 27; OGI 262, 4 [III A.D.] περὶ τῆς ἐνεργείας θεοῦ Διός; Herm. Wr. 10, 22b; 16, 13 δαίμονος γὰρ οὐσία ἐνέργεια; PGM 3, 290; Wsd 7:26; 13:4; 2 Macc 3:29; 3 Macc 4:21; 5:12, 28; EpArist 266; Aristobulus in Eus., PE 8, 10, 12 [p. 142 Holladay] ἐ. τοῦ θεοῦ; Did., Gen. 247, 11 τὸ ἄγγελος ὄνομα ἐνεργείας καὶ οὐκ οὐσίας ἐστίν) ἐ. πλάνης a deluding influence 2 Th 2:11. πίστις τῆς ἐνεργείας τ. θεοῦ faith in God’s (productive) power Col 2:12; cp. Ac 4:24 D; 1 Cor 12:10 v.l. Mostly in the expr. κατὰ (τὴν) ἐνέργειαν: κ. τ. ἐ. τοῦ κράτους according to the manifestation of his power Eph 1:19 (for the genitival constr. cp. 1QS 11, 19f; 1QH 4, 32); cp. 3:7; 4:16; Col 1:29; κ. τ. ἐ. τοῦ δύνασθαι αὐτόν through the power that enables him Phil 3:21. κατʼ ἐνέργειαν τοῦ Σατανᾶ by the activity of Satan 2 Th 2:9.—ἐνεργείᾳ τοῦ πονηροῦ by urging of the wicked one AcPl Ha 9, 19 (cp. ὄφεως Just., D. 39, 6; αἱ τῶν δαιμόνων ἐ. Orig., C. Cels. 1, 60, 6).—W. ref. to mode of operation way of working τῆς ὀξυχολίας Hm 5, 1, 7; 5, 2, 1. W. δύναμις (Aristot. p. 23a, 10ff; Philo, Rer. Div. Her. 110 al.; Ath. 10, 3; 26, 1) 6, 1, 1a. Pl. (Epict. 2, 16, 18; 4, 11, 33; Philo; Ath.) 6, 1, 1b; 6, 2, 2 and 6. The pl. also v 3, 8, 3, where the word refers to what someth. is equipped to do and may be rendered function.—DELG s.v. ἔργον. RAC V 4–51. M-M. TW. -
5 εὖ-μήχανος
εὖ-μήχανος, gewandt, bes. im Ersinnen von Mitteln u. Wegen, um Etwas auszuführen, erfindungsreich, u. von Sachen, sinnreich, mit Kunst erdacht; εὐμήχανοι καὶ τέλειοι heißen die Eumeniden Aesch. Eum. 359; ἐκ τῶν ἀμηχάνων πόρους εὐμηχάνους πορίζων, sinnreiche Auswege, Ar. Equ. 759; πολλαὶ ἐπίνοιαι καὶ εὐμήχανοι εἰς τέχνας λέγονται Plat. Rep. X, 600 a, vgl. Prot. 344 d; τῶν δ' ἀργίων ὀρνίϑων οἱ μὲν εὐμήχανοι πρὸς τὸν βίον, sich ihren Lebensunterhalt zu verschaffen, οἱ δ' ἀμηχανώτεροι, Arist. H. A. 9, 11; Sp., ἐν ταῖς ἐπινοίαις D. Sic. 20, 92; λόγοι Luc.; auch c. gen., ἁλίων ἔργων Opp. Hal. 4, 593, wie Plat. Crat. 408 b; τὸ περὶ τὰς ἐνεργείας εὐμήχανον, = εὐμηχανία, Plut. Symp. 7, 1, 3. – Adv., εὐμηχάνως δόρυ πεποιημένον, sinnreich, kunstreich, Plut. Pericl. 31; a. Sp.
-
6 εξακριβοω
1) быть точным, тщательным, точно указывать или определять(τι Arst., Plut., ὑπέρ τινος Arst. и περί τινος Polyb.)
ἐξακριβῶσαι λόγον Soph. и τοὺς λόγους Polyb. — рассказывать с полной достоверностью;οὐκ ἐξακριβῶν Plut. — небрежно, спустя рукава2) усиливать, обострять3) точно совпадатьἐ. ὁμοίως τινί Arst. — точно равняться чему-л.
-
7 ακτίνα
[-ις (ίνος)] η1) луч; ακτίνες τού ηλίου лучи солнца; κοσμικές ακτίνες космические лучи; ακτίνες Χ рентгеновские лучи; υπεριώδεις ακτίνες ультрафиолетовые лучи; υπέρυθρες ακτίνες инфракрасные лучи; 2) прям., перен. радиус;ακτίνα κύκλου — радиус круга;
ακτίνα ενεργείας ( — или δράσεως) — радиус действия;
3):ακτίνα (τροχού) — спица (колеса)
-
8 αφθαρσία
η нетленность, вечность;ο νόμος περί αφθαρσίας της ΰλης και της ενεργείας — закон сохранения материи и энергии;
§ μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας — в затруднительном, отчаянном положении
-
9 αχάραχτος
η, ο1) ненадрёзанный, ненадсечённый;αχάραχτο καρπούζι — ненадрезанный арбуз;
αχάραχτο πετσί — неповреждённая шкура;
2) не вырезанный, не выгравированный (на чём-л.);3) неначерченный; 4) ненамеченный, неразмеченный, необозначенный;η οδός είναι αχάραχτη ακόμα — дорога ещё не намечена;
5) перен. ненамеченный, неопределённый;αχάραχτο πρόγραμμα ενεργείας — программа действий ещё не намечена;
6) гладкий (о водной поверхности);θάλασσα αχάραχτη — спокойное море
-
10 διατήρηση
[-ις (-εως)] η1) (со)хранение, удержание (позиций); поддержание (тж. связи, отношений);η διατήρηση των τροφίμων — хранение продуктов;
διατήρηση της τάξης — поддержание порядка;
διατήρηση της υγείας — сохранение здоровья;
2) поддержка (материальная); — содержание (дома,, семьи и т. п.) § διατήρηση ενεργείας физ. — сохранение энергии
-
11 ελεοθερίο
η1) β разя. знач свобода;ελεοθερίο σκέψεως (συνειδήσεως) — свобода мысли (совести);
ελεοθερίο γνώμης — свобода высказываний;
ελεοθερίο του τύπου (τού λόγου) — свобода печати (слова);
πολιτικές ελεοθερίες — гражданские свободы;
ελεοθερίο της βουλήσεως — свобода воли;
ελεοθερίο του ατόμου — свобода личности;
αστική ελεοθερίο — гражданские права;
ελεοθερίο του συνέρχεσθοι (τού συνεταιρίζεσθαι) — свобода собраний (объединений);
έχω πλήρη ελεοθερίο ενεργείας (δράσεως) — иметь полную свободу действий
-
12 ενέργεια
η1) действие; усилие; деятельность;ο τρόπος ενέργειας — образ действия;
όλες μου οι ενέργειες έμειναν άκαρπες — все мой усилия оказались бесплодными;
2) поступок, акт;απεγνωσμένη (τολμηρή) ενέργ — отчаянный (смелый) поступок;
3) физ. энергия, сила;ατομική ενέργεια — атомная энергия;
4) воен. нахождение на (действительной) службе (тж. о чиновниках);5) грам, действие;§ εν ενέργεία — а) в действии; — б) на (действительной) службе;
ηφαίστειο εν ενέργεία — действующий вулкан;
προς ενέργειαν — к исполнению;
θέτω ( — или βάζω) κάτι οέ ενέργ — пускать в ход; — вводить в действие, в строй; — давать ход чему-л.;
βάζω σε ενέργεια όλα τα μέσα — пустить в ход все средства
-
13 κατάσταση
[-ις (-εως)] η1) положение, состояние; обстановка; конъюнктура;ψυχική (παθολογική) κατάσταση — душевное (болезненное) состояние;
αεριώδης κατάσταση — газообразное состояние;
κατάσταση έλλειψης βαρύτητας — состояние невесомости;
κατάσταση τής οδού — состояние дороги;
διεθνής κατάσταση — международное положение;
εμπόλεμος κατάσταση — военное положение; — состояние войны;
κατάσταση πολιορκίας — осадное положение;
η κατάσταση των πραγμάτων — положение вещей, положение дел;
άνθρωπος της κατάστασης — конъюнктурщик;
είμαι ( — или βρίσκομαι) σε δύσκολη κατάσταση — быть в затруднительном положении;
2) перечень, список; опись, реестр; ведомость;μισθοδοτική κατάσταση — ведомость на зарплату;
3) воен. служебное положение;κατάσταση ενεργείας — действительная служба;
κατάσταση διαθεσιμότητας — действующий резерв;
κατάσταση αποστρατείας — положение отставника;
§ είμαι σε ενδιαφέρουσα κατάσταση — быть в интересном положении, быть беременной;
είμαι σε καλή κατάσταση — иметь состояние, быть состоятельным человеком;
είμαι σε κατάσταση να... — быть в состоянии (сделать что-л.);
τί κατάσταση είναι αυτή;
, что здесь происходит?;δεν είναι κατάσταση αυτή! — так дальше продолжаться не может!;
ορίστε κατάσταση! — смотрите, до чего мы дошли!
-
14 ξεχείλισμα
τό1) наполнение до краёв, переполнение, переливание через край; выход из берегов, разлив (реки); 2) избыток, излишек;ξεχείλισμα ενέργειας — избыток энергии
-
15 πλήρης
ης, ήρες1) прям., перен. полный, наполненный; ποτήριον πλήρες οίνου стакан полный вина; δωμάτιον πλήρες καπνού комната полная дыму;καρδιά πλήρης ευγνωμοσύνης — сердце полное признательности;
λόγοι πλήρεις είλικρινείας (έρωτος, μίσους) — слова полные искренности (любви, ненависти);
2) полный, целый, весь;πλήρης συλλογή — полный комплект;
πλήρης κατάστασις — полный список;
άδεια μετά πλήρων αποδοχών — отпуск с полным содержанием;
3) полный, абсолютный; совершённый;πλήρης αλήθεια — совершенная правда;
πλήρης επιτυχία — полный успех;
πλήρης υγείας — совсем здоровый;
πλήρης θάρρους — очень смелый;
πλήρες ναυάγιον των διαπραγματεύσεων полный провал переговоров;παρέχω πλήρες το δικαίωμα ενεργείας εις τίνα предоставлять полную свободу действий кому-л.;σε πλήρη ( — или εν πλήρει) ασφάλεια — в полной безопасности;
§ πλήρης σφυγμός — пульс хорошего наполнения;
πλήρης ημερων (ετών) — в преклонном возрасте;
εν πλήρει ημέρα — среди бела дня;
εν πλήρει νυκτί — глубокой ночью;
εν πλήρει μεσημβρία — в самый полдень;
εν πλήρει συνεδριάσει — в разгар собрания
-
16 σπασμωδικός
η, ό[ν]1) см. σπασμώδης; 2) перен. судорожный, резкий;σπασμωδικόςες κινήσεις — резкие движения;
3) перен. судорожный, поспешный, лихорадочный;σπασμωδικόςές προσπάθειες — судорожные попытки;
προβαίνω εις σπασμωδικόςάς ενεργείας — развить лихорадочную деятельность
-
17 ἔργον
1-οισιν, -α. ϝεργ- O. 13.38
, P. 2.17, P. 4.104, P. 7.19, N. 3.44, N. 7.52, N. 10.64)1 achievement, exploitaτῶν δὲ πεπραγμένων ἐν δίκᾳ τε καὶ παρὰ δίκαν ἀποίητον οὐδ' ἂν χρόνος δύναιτο θέμεν ἔργων τέλος O. 2.17
κρυφόν τε θέμεν ἐσλῶν καλοῖς ἔργοις (Aristarchus ap. Σ: ἐσλὸν κακοῖς codd.) O. 2.98πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον O. 5.15
κεῖνα δὲ κεῖνος ἂν εἴποι ἔργα O. 8.63
ἐσλὰ δ' ἐπ ἐσλοῖς ἔργα θέλοι δόμεν O. 8.85
ὑπέρφατον ἄνδρα μορφᾷ τε καὶ ἔργοισι O. 9.66
ἄπονον δ' ἔλαβον χάρμα παῦροί τινες ἔργων πρὸ πάντων βιότῳ φάος O. 10.23
ἀλλὰ πάντων ταμίαι ἔργων ἐν οὐρανῷ (sc. αἱ Μοῖραι) O. 14.10ἄγει δὲ χάρις φίλων ποί τινος ἀντὶ ἔργων ὀπιζομένα P. 2.17
“ τοῦτ' ἔργον βασιλεὺς ἐμοὶ τελέσαις ἄφθιτον στρωμνὰν ἀγέσθω” P. 4.229ἔργον πελώριον τελέσαις P. 6.41
τὸ δ' ἄχνυμαι, φθόνον ἀμειβόμενον τὰ καλὰ ἔργα P. 7.19
παῖς μὲν ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.44
πότμος δὲ κρίνει συγγενὴς ἔργων πέρι πάντων N. 5.40
παροιχομένων γὰρ ἀνέρων ἀοιδαὶ καὶ λόγοι τὰ καλά σφιν ἔργ' ἐκόμισαν N. 6.30
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ N. 7.14
καιροῦ μὴ πλαναθέντα πρὸς ἔργον ἕκαστον N. 8.4
χαίρω δὲ πρόσφορον ἐν μὲν ἔργῳ κόμπον ἱείς N. 8.49
φλέγεται δ' ἀρεταῖς μυρίαις ἔργων θρασέων ἕνεκεν N. 10.3
πὰν δὲ τέλος ἐν τὶν (= Ζηνὶ)ἔργων N. 10.30
καὶ μέγα ἔργον ἐμήσαντ' ὠκέως N. 10.64
ἀλλ' ἔμπαν μεγαλανορίαις ἐμβαίνομεν, ἔργα τε πολλὰ μενοινῶντες N. 11.45
παθόντες πού τι φιλόξενον ἔργον i. e. the Olympic victory of the charioteer Nikomachos I. 2.24εὐκλέων δ' ἔργων ἄποινα χρὴ μὲν ὑμνῆσαι τὸν ἐσλόν I. 3.7
ἐκ λεχέων ἀνάγει φάμαν παλαιὰν εὐκλέων ἔργων I. 4.23
καὶ δεύτερον ἆμαρ ἐτείων τέρμ' ἀέθλων γίνεται, ἰσχύος ἔργον the pankration I. 4.68 εἰ δὲ τέτραπται θεοδότων ἔργων κέλευθον ἂν καθαράν sc.Αἴγινα I. 5.23
μυρίαι δ' ἔργων καλῶν τέτμανθ ἑκατόμπεδοι ἐν σχερῷ κέλευθοι I. 6.22
Λάμπων δὲ μελέταν ἔργοις ὀπάζων Ἡσιόδου μάλα τιμᾷ τοῦτ' ἔπος I. 6.67
θνᾴσκει δὲ σιγαθὲν καλὸν ἔργον fr. 121. 4. τεκμαίρομαι ἔργοισιν Ἡρακλέος fr. 169. 5. λάμπει δὲ χρόνῳ ἔργα μετ' αἰθέῤ ἀερθέντα fr. 227. παῦσέν [τ] ἔργ' ἀναιδῆ i. e. those of Laomedon fr. 140a. 59 (33).b emphasising action, as opposed to thought.κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς P. 3.30
ἐπ' ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς P. 5.119
πράσσει γὰρ ἔργῳ μὲν σθένος βουλαῖσι δὲ φρήν N. 1.26
“ οὔτ' ἔργον οὔτ ἔπος ἐντράπελον κείνοισιν εἰπών zeugma P. 4.104c where emphasis is upon the effort, labourἸάσων θεῷ πίσυνος εἴχετ' ἔργου P. 4.233
ἀλλὰ γὰρ ἀνάπαυσις ἐν παντὶ γλυκεῖα ἔργῳ N. 7.52
Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥύοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα i. e. the work of battle I. 8.54 esp. in dat. s., by one's effortsἦν δ' ἐσορᾶν καλός, ἔργῳ τ οὐ κατὰ εἶδος ἐλέγχων ἐξένεπε Αἴγιναν πάτραν O. 8.19
ἀγώνιον ἐν δόξᾳ θέμενος εὖχος, ἔργῳ καθελών O. 10.63
Ἥρας τ' ἀγῶν ἐπιχώριον νίκαις τρισσαῖς, ὦ Ἀριστόμενες, δάμασσας ἔργῳ (μετ' ἔργου καὶ ἐνεργείας πολλῆς. Σ.) P. 8.80 σιγαλὸν ἀμαχανίαν ἔργῳ φυγών i. e. by my efforts in singing of Cyrene P. 9.92 cf. N. 1.26d where the emphasis is on the result of action, prize, victory ὅτ' ἀμφότεροι κράτησαν μίαν ἔργον ἀν ἁμέραν at the Isthmian games O. 9.85τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.38
2 work (of art)ἀρχομένου δ' ἔργου πρόσωπον χρὴ θέμεν τηλαυγές O. 6.3
ἔργα δὲ ζωοῖσιν ἑρπόντεσσί θ' ὁμοῖα κέλευθοι φέρον O. 7.52
ὅ τ' ἐν Ἄργει χαλκὸς ἔγνω μιν, τά τ ἐν Ἀρκαδίᾳ ἔργα καὶ Θήβαις O. 7.84
ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον every work of art has its creator O. 13.17 ἔκρυψαν τὸ πάντων ἔργων ἱερώτ[ατον (Π̆{S}: ἔργον Π; i. e. the third temple of Apollo at Delphi) Pae. 8.74 -
18 διάλειμμα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διάλειμμα
-
19 διορίζω
A : [tense] fut. [voice] Med. in pass. sense (v. infr. 1.3):—draw a boundary through, delimit, separate, Hdt.4.42;τὴν Εὐρώπην ἀπὸ τῆς Ἀσίης D.S.1.55
;δίχα δ. Pl.Sph. 267a
: metaph.,οὐ στενῷ τῷ ἰσθμῷ διώρισται ἡ ἱστορία πρὸς τὸ ἐγκώμιον Luc.Hist.Conscr.7
.2 distinguish, determine, define,τὰ οὐνόματα Hdt.4.45
;θεοῖσι.. γέρα τίς ἄλλος ἢ 'γὼ.. διώρισεν; A.Pr. 440
; πτῆσιν οἰωνῶν.. διώρισα, of auguries, ib. 489; σῖτον δ' εἰδέναι δ. so as to know it, Id.Fr. 182;γλυκὺν οἶνον καὶ οἰνώδεα Hp.Acut.50
;δ. ἀκούσιά τε καὶ ἑκούσια Pl.Lg. 860e
, cf. Cra. 391d;δ. περὶ ἐνεργείας τί ἐστιν Arist.Metaph. 1048a26
; define logically,δ. κατὰ τὰς διαφοράς Id.Top. 146b20
, cf. EN 1103a3 ([voice] Pass.), etc.:—[voice] Med., pronounce clearly,Alex.
301.3 determine, declare, : c. inf., determine one to be so and so,καθαρὸν διώρισεν εἶναι D.20.158
: with inf. omitted, :— [voice] Med., δηλοῖ καὶ δ. ὅτι .. D.18.40; διορισαμένων ὅπως .. Id.56.11;διορίσασθαι τίς αἱρετώτατος βίος Arist.Pol. 1323a15
: [tense] pf. [voice] Pass. in med. sense,ἃ χρὴ ποιεῖν διωρίσμεθα D.24.192
:—[voice] Pass., διώρισται ὁπότερον .. And.4.8; it being prescribed,Lys.
30.4; ;ἐν τῷ διωρισμένῳ χρόνῳ PTeb. 105.33
(ii B. C.), etc.: impers., διοριεῖται περί τινος we will give precepts about.., Hp.Art.9;ἐν οἷς [λόγοις] διώρισται περὶ τῶν ἠθικῶν Arist.Pol. 1282b20
, cf. EN 1136a10.4 draw distinctions, lay down definitions,οὐδ' ὁτιοῦν διορίζων D.21.104
;τοῦτό μοι.. διόρισον Pl. Grg. 488d
:—mostly in [voice] Med.,δ. περί τινος And.3.12
, Isoc.3.5, Arist. Ph. 200b15;πρὸς ἀλλήλους Pl.Grg. 457c
; δίκην διωρίσω didst settle the conditions of the trial, Ar.Ach. 364.II remove across the frontier, banish,ἔξω τῶν ὅρων Pl.Lg. 873e
;τὸν ἐνθένδε πόλεμον εἰς τὴν ἤπειρον Isoc.4.174
;τινὰ ὑπὲρ θυμέλας E. Ion46
: generally, carry abroad,στράτευμα Τροίαν ἔπι Id.Hel. 394
; δ. πόδα to depart, ib. 828.IV [voice] Pass., to be discontinuous, opp. συνάπτω, Arist.Cat. 4b28; διωρισμένος, opp. συνεχής, ib.20.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορίζω
-
20 κώλυμα
A hindrance, τί γὰρ ἐμπόδιον κ. ἔτι μοι; E. Ion 862 (anap.);κ. θεῶν ἢ ἡρώων Th.5.30
;βασιλικὸν κ. PFrankf.1.100
(iii B.C.): pl.,κωλύματα καὶ βλάβαι D.H.9.9
: c.inf., hindrance against, ἅμαξα κ. οὖσα προσθεῖναι [τὰς πύλας] Th.4.67; κωλύματα μὴ αὐξηθῆναι [τὸ Ἑλληνικόν] Id.1.16: c. gen., κ. φορᾶς impediment to motion, Pl. Cra. 418e;ἐνεργείας Ocell.4.12
: c. dat., [ τῷ αἵματι] Hp.Flat.8:κ. καὶ σίνος πρὸς εὐκαρπίαν Thphr.CP2.7.5
.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐνεργείας — ἐνεργείᾱς , ἐνέργεια activity fem acc pl ἐνεργείᾱς , ἐνέργεια activity fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεταφοράς ηλεκτρικής ενέργειας, γραμμές ή δίκτυα — Κοινή ονομασία για τα έργα με τα οποία επιτυγχάνεται η μ. της ενέργειας από τον τόπο παραγωγής στον τόπο κατανάλωσης. Διακρίνονται σε εναέριες γραμμές, εκείνες δηλαδή που κατασκευάζονται υπεράνω του εδάφους και υποβαστάζονται από κατάλληλα… … Dictionary of Greek
αναλυτής ενέργειας — Σύστημα που ξεχωρίζει τα σωμάτια με διαφορετικές ενέργειες. Αποτελείται από δύο παράλληλες φορτισμένες πλάκες που δημιουργούν ανάμεσά τους ένα ηλεκτροστατικό πεδίο. Όταν παράλληλη δέσμη φορτισμένων σωματίων μπει μέσα στο πεδίο του ηλεκτροστατικού … Dictionary of Greek
ηλεκτροπαραγωγός σταθμός — Εγκατάσταση που προορίζεται για παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας ύστερα από τον μετασχηματισμό άλλων μορφών ενέργειας που υπάρχουν στη φύση. Για να παραχθεί ηλεκτρική ενέργεια, πρέπει να περιστραφεί με ορισμένη ταχύτητα μια ηλεκτρική γεννήτρια που… … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… … Dictionary of Greek
θερμοδυναμική — Κλάδος της φυσικής που μελετά από μακροσκοπική άποψη, χωρίς δηλαδή να ενδιαφέρει η δράση των εσωτερικών μηχανισμών, τα φαινόμενα που χαρακτηρίζονται βασικά από τις μετατροπές της θερμότητας σε έργο και αντίστροφα. Γενικότερα, η θ. ασχολείται με… … Dictionary of Greek
κβάντο — Στοιχειώδης αδιαίρετη ποσότητα, με την οποία μπορεί να μεταβάλλεται ένα δεδομένο φυσικό μέγεθος. Ωστόσο, όλα τα φυσικά φαινόμενα δεν μεταβάλλονται αναγκαστικά κατά τρόπο ασυνεχή. Ορισμένα, όπως η δράση και η τροχιακή στροφορμή του ηλεκτρονίου,… … Dictionary of Greek
ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… … Dictionary of Greek
θερμότητα — Μορφή ενέργειας που μεταφέρεται από ένα σώμα σε ένα άλλο λόγω της ύπαρξης διαφοράς θερμοκρασίας. Στην πλήρη και ακριβή έννοια του όρου θ. φτάσαμε μόνο όταν έγινε δυνατό να αποδειχθεί πειραματικά και θεωρητικά η ισοδυναμία μεταξύ θ. και ενέργειας … Dictionary of Greek
μάζα — I (Κοινων.). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται μια ανθρώπινη ομάδα που καθορίζεται με ποικίλους τρόπους και η οποία, κατά κάποιον τρόπο, διαμορφώνει τη συνείδηση και τη συμπεριφορά των ατόμων που την αποτελούν. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε ιδιαίτερα σε… … Dictionary of Greek