-
1 φοροί
-
2 φοροῖ
-
3 φοροί
φορόςbearing: masc /fem nom /voc pl -
4 φόροι
φόροςthat which is brought in by way of payment: masc nom /voc pl -
5 γειο-φόροι
γειο-φόροι, σκαφίδες, Erde tragend, Phani. 4 (VI, 297).
-
6 γεῤῥο-φόροι
γεῤῥο-φόροι, οἱ, leichte Truppen mit geflochtenen Schilden, Plat. Lach. 191 c; Xen. An. 1, 8, 9 u. Sp.
-
7 κολεο-φόροι
κολεο-φόροι, οἱ, die Scheidenträger, Titel einer Komödie, Inscr. I p. 345.
-
8 ἀκανθο-φόροι
ἀκανθο-φόροι, Dornen tragend, ἐχῖνοι, stachlig, N. Dion. 13, 421.
-
9 ἀῤῥη-φόροι
-
10 ἐῤῥη-φόροι
ἐῤῥη-φόροι, αἱ, nach Moeris αἱ τὴν δρόσον φέρουσαι τῇ Ἔρσῃ. Vgl. ἀῤῥηφόρος.
-
11 ἑξά-φοροι
-
12 κρηματίς
κρηματίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `name of an instrument, prob. a cup (IG 7, 3498, 15; 20, Oropos; temple inventary).Compounds: The 1. member in κρημο-φόροι (beside οἰνο-χόαι IG 22, 1425, 358) for *κρηματιδο-φόροι, if not from κρῆμα.Derivatives: Diminut. of κρῆμα (Att. κρᾶμα) `mixing, mixed drink'; cf. πτωματίς `cup that falls down (without foot)'.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unknown.Page in Frisk: 2,15Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κρηματίς
-
13 δύς-φορος
δύς-φορος, schwer zu tragen; ἀσπίδες Xen. Mem. 3, 10, 13; übertr., lästig, unerträglich; ϑάμβος, μέριμναι, Pind. N. 1, 55 frg. 124; γόος, ἄτα, βίος, Aesch. Spt. 639 Eum. 350 Ag. 833; vgl. Soph. Ai. 628 u. öfter; δύςφορον γάρ, es ist lästig, Xen. Cyr. 1, 6, 17. – Aber σώματα, schwerfällig, Plat. Tim. 74 e; vgl. Xen. de re equ. 1, 12; Poll. 1, 198, von Pferden, die einen schleppenden Gang haben; s. φορά. – Bei Soph. Ai. 51 γνῶμαι, verwirrt, Schol. παρά-φοροι. – Adv., δυςφόρως, ἔχειν Soph. O. R. 770; ἄγειν τι, übel ertragen, 783; φέρειν Hdn. 6, 6, 1, = ἀγανακτέω.
-
14 δια-τάσσω
δια-τάσσω, att. διατάττω, anordnen, festsetzen, νόμον, Hes. O. 274; Theogn. 74; πάντα ταῦτα ἔμμετρα δεῖ τὸν νόμον διατάττειν Plat. Legg. V, 746 e, u. öfter; τὰ κατὰ τὴν Ἰβηρίαν Pol. 11, 33; φόροι διαταχϑέντες, bestimmte Steuern, 3, 33, 6; bes. = in Reihe u. Glied, in Schlachtordnung stellen, Her. 6, 112. 117; στρατόν 7, 81; Xen. Cyr. 8, 5, 15 u. sonst; dah. pass., in Reihe u. Glied gestellt werden, oft bei Histor.; διατέταγμαι ἐπορᾶν, ich bin beordert worden, Her. 1, 100; auch διατετάχϑαι, an verschiedenen Orten aufgestellt sein, 7, 124. 8, 34. – Sp. oft absolut, τοῖς μαϑηταῖς Matth. 11, 1. – Med., sich in Schlachtordnung stellen, Ar. Vesp. 360; Xen. öfter; durch ein Testament verfügen, Plut.; vgl. Lucill. 77 (XI, 133). Auch = act., an seinen Ort stellen, Plat. Phaedr. 271 b.
-
15 γερροφοροι
-
16 δειπνοφοροι
αἱ дипнофоры (женщины и девушки, подававшие торжественный обед во время афинского праздника ὠσχοφόρια) Plut. -
17 διατασσω
атт. διατάττω1) устанавливать, вводить(τόνδε ἀνθρώποισι νόμον Her.; φόροι διαταχθέντες Polyb.)
2) располагать, распределять(τοὺς μὲν οἰκίας οἰκοδομέειν, τοὺς δὲ δορυφόρους εἶναι Her.; med. τὰ γένη τινός Plat.)
3) устраивать, приводить в порядок(πάντα τὰ κατὰ τέν Ἰβηρίαν Polyb.; τὸν χορόν Plut.)
δ. τέν τάξιν Arst. — устанавливать порядок4) расставлять в боевом порядке, выстраивать(στρατόν Her.; δύναμιν Diod.)
πρὸς τὸ συμπῖπτον δ. Xen. — строить войска в зависимости от внешних условий;διατετάχθαι Her. — расположиться в боевом порядке, раскинуть свой стан;5) преимущ. med. распоряжаться, давать указания, приказывать(περί τινος Plut. и τινι περί τινος Polyb.; ποιεῖν τι Anth.)
-
18 εποφειλω
оставаться еще должнымοἱ φόροι, οὓς ἐπωφείλησεν Thuc. — подати, которые (сатрап Тиссаферн) был еще должен (царю Дарию)
-
19 μηλοφοροι
οἱ мелофоры (телохранители персидского царя; нижние концы их копий были украшены золотыми или серебряными шарами) Her., Diod. -
20 φορος
I.2[φέρω] несущий, влекущий, споспешествующий, попутный(ἄνεμος Polyb., Diod.; πνεῦμα Plut.)
φ. κάτω Arst. — тянущий вниз;φ. πρὸς ἀρετέν καὴ πρὸς εὐδαιμονίαν Plut. — ведущий к добродетели и к счастьюII.ὅ [φέρω]τοὺς φόρους τάττειν Isocr., Aeschin., Dem. — устанавливать налоги;
φόρον τάξασθαι Her. — наложить на себя, т.е. предложить дань2) уплата, платежδοῦναι χίλια τάλαντα κατὰ φόρους ἐν ἔτεσι δέκα Polyb. — уплатить тысячу талантов в рассрочку в течение десяти лет
3) произведение, плод(φόροι γᾶς Aesch.)
См. также в других словарях:
Φόροι — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Yπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλιδίου … Dictionary of Greek
φοροῖ — φορέω repeated pres opt act 3rd sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοροί — φορός bearing masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόροι — φόρος that which is brought in by way of payment masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόρος — Το μέρος εκείνο του εθνικού εισοδήματος που παίρνουν οι δημόσιοι οργανισμοί από τις ιδιωτικές οικονομικές μονάδες, για να εξασφαλίζουν τα μέσα που χρειάζονται για την ανάπτυξη της δικής τους δραστηριότητας. Ο φ. αποτελεί το όργανο διαμέσου του… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
ДОХОДЫ ГОСУДАРСТВА — • Πρόσοδοι. I. Государственное хозяйство у афинян. Составление ежегодного бюджета с предварительной росписью расходов и Д., как это делается в современных государствах, вероятно, не было в обычае ни в Афинах, ни в других греческих … Реальный словарь классических древностей
έμμεσος — η, ο (AM ἔμμεσος, ον) αυτός που έχει σχέση ή αναφέρεται σε κάποιον άλλο ή ενεργεί και επηρεάζει άλλον όχι άμεσα αλλά μέσω κάποιου τρίτου νεοελλ. 1. «έμμεση βολή» βολή εναντίον στόχου που δεν είναι ορατός από εκεί που βάλλει το πυροβόλο 2.… … Dictionary of Greek
φαυοφόρος — ἡ, Α (αιολ. τ.) (κατά τον Ησύχ.) «ἱέρεια». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φαυο φόροι < *φαFο φόροι < φάFος / φάος (βλ. λ. φως) + φόρος* (< φέρω)] … Dictionary of Greek
Πήλιο — I Βουνό της ανατολικής Θεσσαλίας, που αρχίζει από το ακρωτήριο Δερματά και με νοτιοανατολική διεύθυνση απολήγει στο ακρωτήριο Τραχήλι, στον Παγασητικό κόλπο, σχηματίζοντας τη χερσόνησο της Μαγνησίας. Ψηλότερη κορυφή του είναι το Πλιασίδι (1.551 μ … Dictionary of Greek