-
1 τρίχα
τρίχα, adv., dreifach, in drei Theile; Il. 2, 655 Od. 8, 506. 9, 157; τρίχα νυκτὸς ἔην, es war im dritten Theil der Nacht, 12, 312. 14, 483; τρίχα σχίζειν τι, Her. 4, 67; Arist. H. A. 2, 11.
-
2 τρίχα
1 in three partsδιὰ γαῖαν τρίχα δασσάμενοι O. 7.75
] αν τριχα fr. 140a. 15. -
3 τριχα
I(ῐ) adv. натрое, на три части(σχίζειν τι Her.)
τ. νυκτὸς ἔην Hom. — треть ночи миновала;τ. σφισὴν ἥνδανε βουλή Hom. — у них получились три мненияIIacc. к θρίξ См. θριξ -
4 τρίχα
τρίχα ( τρίς): threefold, in three parts; τρίχα νυκτὸς ἔην, ‘a third of the night remained,’ ‘'twas in the third watch,’ Od. 12.312. (Od.)A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > τρίχα
-
5 τρίχα
τρίχα, adv., dreifach, in drei Teile; τρίχα νυκτὸς ἔην, es war im dritten Teil der Nacht -
6 τρίχα
A in three parts or ways,διὰ τ. κοσμηθέντες Il.2.655
;τ. σφισὶν ἥνδανε βουλή Od.8.506
; c. gen., τ. νυκτὸς ἔην 'twas in the third watch of the night, 12.312, 14.483;τ. σχίσαι τι Hdt.4.67
;διὰ γαῖαν τ. δασσάμενοι Pi.O.7.75
;τ. διῄρηται Arist.HA 503a27
; cf. τριχθά; the common Prose form is [full] τριχῆ (q. v.). -
7 τρίχα
η1) волос; 2) ворсинка;§ κρέμομαι από μιά τρίχα — висеть на волоске;
παρά τρίχα... — чуть не...;
σηκώθηκαν οι τρίχες μου — волосы у меня встали дыбом;
είμαι στην τρίχα — быть одетым с иголочки;
ήρθε στην τρίχα — он висит на волоске;
σκίζει την τρίχα — он и с камня лыко дерёт;
τον έβγαλε σαν την τρίχα απ' το προζύμι — он его вывел на чистую воду;
τρίχες (κατσαρές) — пустяк, ерунда;
σαν βγάλει η απαλάμη μου τρίχες когда на ладони волосы вырастут; = когда рак свистнет -
8 τρίχα
θρίξhair: fem acc sgτρίχαin three parts: indeclform (adverb) -
9 τριχά
τριχάςthe song-thrush: fem voc sg -
10 τρίχα
Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > τρίχα
-
11 τρίχα
[триха] ουσ θ волос. -
12 τρίχα
poil -
13 τρίχα
1) sierść (f) rzecz.2) włos (m) rzecz. -
14 τρίχα
1) chlup2) srst -
15 τρίχα
1) bristle2) hairΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > τρίχα
-
16 διά-τριχα
διά-τριχα, dreifach; Iliad. 2, 655 διάτριχα κοσμηϑέντες, richtger getrennt διὰ τρίχα, so daß διά zu κοσμηϑέντες gehört, s. Scholl. Herodian. und vgl. Odyss. 9, 157 διὰ δὲ τρίχα κοσμηϑέντες. – H. h. Cer. 86 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 997.
-
17 Σχίζει την τρίχα και πεταλώνει τον ψύλλο
– Σχίζει την τρίχα και πεταλώνει τον ψύλλο– Σχίζει την τρίχα στα τέσσερα• На ходу подметки рветИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σχίζει την τρίχα και πεταλώνει τον ψύλλο
-
18 Σχίζει την τρίχα στα τέσσερα
– Σχίζει την τρίχα και πεταλώνει τον ψύλλο– Σχίζει την τρίχα στα τέσσερα• На ходу подметки рветИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Σχίζει την τρίχα στα τέσσερα
-
19 Κάνω την τρίχα τριχιά
– Κάνω την τρίχα τριχιά– Κάνω το τοσουλάκι τόσο– Κάνω τον πετεινό βουβάλι• Из мухи делать слонаИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Κάνω την τρίχα τριχιά
-
20 τρίχαλον
τρίχᾱλον, τρίχαλοςcloven in three: masc /fem acc sgτρίχᾱλον, τρίχαλοςcloven in three: neut nom /voc /acc sg
См. также в других словарях:
τρίχα — (I) Α επίρρ. σε τρία τμήματα, σε τρία μέρη ή με τρεις τρόπους, τριχῆ* (α. «ἐπεὰν τὴν φιλύρην τρίχα σχίσῃ», Ηρόδ. β. «ἦμος δὲ τρίχα νυκτὸς ἔην» όταν ήταν η τρίτη νυκτερινή φρουρά, Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι (βλ. λ. τρεις, τρία) + ουρανικό… … Dictionary of Greek
τρίχα — η 1. το κεράτινο νημάτιο που φυτρώνει στο δέρμα ζώων και ανθρώπων: Η τρίχα του κεφαλιού του είναι πυκνή. – Η τρίχα της αλεπούς είναι μαλακή. 2. πληθ., τρίχες, οι ανοησίες, σαχλαμάρες, φρέσκος αέρας: Όσα είπες είναι τρίχες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τρίχα — θρίξ hair fem acc sg τρίχα in three parts indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχά — τριχάς the song thrush fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ὁ λύκος τὴν τρίχα, οὐ τὴν γνώμην ἀλάττει. — См. Волк и каждый год линяет, а все сер бывает … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
τρίχαλον — τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three masc/fem acc sg τρίχᾱλον , τρίχαλος cloven in three neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάικας — τριχά̱ϊ̱κας , τριχάικες the threefold people masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριχάικες — τριχά̱ϊ̱κες , τριχάικες the threefold people masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκυλότριχα — η, Ν 1. τρίχα σκύλου 2. κάθε τρίχα που μοιάζει με τρίχα σκύλου … Dictionary of Greek
τριχάϊκες — οἱ, Α (ως προσωνυμία τών Δωριέων οι οποίοι ήταν χωρισμένοι σε τρεις φυλές, στους Ὑλλῆς, τους Δυμᾱνες και τους Παμφύλους) οι διηρημένοι στα τρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. αβέβαιης σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. τριχάϊκες (< *τριχα Fικ… … Dictionary of Greek
ίονθος — ἴονθος, ὁ (Α) 1. ρίζα τρίχας, νέα τρίχα 2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ πρώτη ἔκφυσις τῶν τριχῶν» 3. (κατά τον Φρύν.) «ἡ ἐπὶ τοῡ προσώπου ἅμα τῇ τριχῶν ἐκφύσει τῶν πρώτων γινομένη οἴδησις» εξάνθημα στο πρόσωπο, το οποίο συνοδεύει την πρώτη εμφάνιση γενιού … Dictionary of Greek