-
1 φοράς
-
2 φοράς
-
3 φορᾶς
-
4 φοράς
A fruitful, Thphr.HP4.16.2.II Subst., brood-mare, PHolm.2.32, 9.11, PLond.1821.81, Hsch. -
5 φοράς
φοράς, άδος, ἡ, tragbar, fruchtbar, trächtig, schwanger -
6 φοράς
φορά̱ς, φοράan actfem acc plφοράςfruitful: fem nom sg -
7 σαμ-φόρας
-
8 βακτρο-φόρας
βακτρο-φόρας, ὁ, Stockträger, Beiname des Cynikers Diogenes, Cercid. bei D. L. 6. 76.
-
9 φοράδα
φοράςfruitful: fem acc sg -
10 φοράδας
φοράςfruitful: fem acc pl -
11 φοράδες
φοράςfruitful: fem nom /voc pl -
12 φοράδι
φοράςfruitful: fem dat sg -
13 φοράδος
φοράςfruitful: fem gen sg -
14 φοράδων
φοράςfruitful: fem gen pl -
15 φορά
A an act,I (from [voice] Act.) carrying, φορᾶς.. φθόνησις οὐ γενήσεται there shall be no refusal to carry thee, S.Tr. 1212; ἐν φορᾷ, i. e. in their arms, Id.Fr. 327; θυρώτοιν φορᾶς payment for carrying.., IG42(1).102.305 (Epid., iv B. C.); ψήφου φ. casting one's vote, E.Supp. 484, cf. Pl.Lg. 949a; ἡ φ. καθάπερ πεττῶν movement as of the men in draughts, ib. 739a.b gestation, τριετὴς φ. cj. in IG42(1).121.10 (Epid., iv B. C.).2 bringing in of money, payment,χρημάτων Th.1.96
; δασμοῦ, δασμῶν, Pl.Lg. 706b, X.Cyr.8.6.16; αἱ ὑπόλοιποι φοραί the remaining instatments, Lys.Fr.1.4, cf. Ostr.Bodl. iii 280 (i A. D.), al.b φ. ἐργάτου, = latura, perh. a workman's pay, Gloss. (latura is also glossed φόρετρον, ibid.; also onus, sarcina, ibid.).3 bringing forth, productiveness,καρποῦ Thphr.CP3.14.5
; opp. ἀφορία, Pl.R. 546a, cf. Arist.GA 750a23; of animals, Ael.NA17.40;πτηνῶν Gp.1.8.9
.II (from [voice] Pass. φέρομαι) being borne or carried along, motion, of the universe and heavenly bodies.ἡ.. θεία τοῦ ὄντος φ. Pl.Cra. 421b
, cf. Ti. 39b, 81a;ἡ σύμπασα οὐρανοῦ ὁδὸς καὶ φ. Id.Lg. 897c
;ἡ τῶν ἄστρων φ. καὶ ἡλίου Id.Grg. 451c
;ἄστρων φοραί Id.Smp. 188b
;χειρῶν φ. Hp.Prog.4
;σφαίρας φοραί Pl.Lg. 898b
;ἡ φ. καὶ κίνησις Id.Cra. 434c
, Tht. 152d;χρόνος.. μέτρον φορᾶς Id.Def. 411b
; τύχη φ. ἀδήλου εἰς ἄδηλον ibid.; defined by Arist. as = κίνησις κατὰ τόπον, Ph. 243a8, cf. GC 319b32;κίνησίς ποθέν ποι Id.EN 1174a30
;γένεσίς ποθέν ποι Id.Cael. 311b33
;φορᾷ ἰέναι Pl.R. 617b
; κυκλεῖσθαι.. τὴν αὐτὴν φ. ib.a;μίαν φορὰν κινεῖται Id.Plt. 269e
;τό τάχος τῆς φ. Epicur.Ep.1p.10U.
3 rapid motion, rush, πινέτω κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον let him drink half a cotyle at a draught, Hp.Int.35;γαστρὸς φοραί Thphr.Fr.10.3
.4 of persons, impulse,ἡ τοῦ πλήθους φ. Plb.10.4.3
;ἄλογος φ. Id.30.2.4
;ἀκολουθήσομεν ἀλόγως ταῖς τῶν πολλῶν φ. Epicur.Nat. 127
G.;πρὸς τὸν νεωτερισμόν Plu.Galb.4
;παῖς.. φορᾶς μεστός Id.Them.2
;στρατηγὸς μεστὸς φορᾶς Lib.Or.49.19
: pl., ib.1.2; also, forceful flow of narrative, Luc.Dem.Enc.7.b tendency, line of thought or action, κατὰ τὰς φ. τῶν Στωϊκῶν on Stoic lines, Phld.Rh.2.296 S., cf. Id.Herc.1251.19, Luc.Par.29.5 φ. πραγμάτων force of circumstances, D.18.271: forceful quality,ἡ τοῦ οἴνου [ὑγρότης] φ. ἔχει πολλὴν καὶ δύναμιν Plu.2.132e
; φορᾶς σωματικῆς εἰς ἡμᾶς γιγνομένης, of the influences of the stars, Plot.2.3.2; ἄχρις οὗ φ. γένηται, of a favourable wind, Plu.Mar. 37; favour,τοῦ βασιλέως Philostr.VS2.32
.B as a thing, that which is borne, esp.,1 load, freight, burden,μίαν φ. ἐνεγκεῖν Plu.Ant.68
.2 rent, tribute, X.Cyr. 3.1.34: pl., contributions, D.21.101; ; of the contribution to an ἔρανος, Antiph.124.9, Hyp.Ath.11; of contributions in kind, (Milet., v B. C.).3 that which is brought forth, fruit, produce, crop, a large crop,Arist.
Pol. 1259a11, cf. HA 553a22, b23;σίτου φ. καὶ τῶν ἄλλων καρπῶν SIG 589.30
(Magn.Mae., ii B. C.);ἡ τοῦ Νείλου φ. τε καὶ αὔξησις CPHerm. 6.4
(iii A. D.): metaph., φορὰ προδοτῶν a large crop of traitors, D.18.61, D.S.16.54;ῥητόρων Aeschin.3.234
;φ. γάρ τίς ἐστιν ἐν τοῖς γένεσιν ἀνδρῶν
a succession of crops,Arist.
Rh. 1390b25. -
16 φορα
ἥ [φέρω]1) ношение, несениеφορᾶς γέ τοι φθόνησις οὐ γενήσεται Soph. — не будет отказа в том, чтобы понести тебя
2) внесение, взнос(χρημάτων Thuc.; δασμῶν Xen., Plat.)
φέρειν τέν τῆς σωτηρίας φορὰν τῇ πατρίδι Dem. — вносить свой вклад для спасения родины;ψήφου φ. Eur., Plat. — подача голоса, голосование3) плодоношение(τῶν δένδρων Arst.)
4) плодовитость(φ. καὴ ἀφορία Plat.)
5) перемещение, (круго)вращение(τῶν ἄστρων καὴ τοῦ ἡλίου Plat.)
ἥ φ. κίνησις πόθεν ποῖ (ἐστιν) Arst. — перемещение есть движение из одного места в другое;φ. πεττῶν Plat. — движение (ходы) шашечных фигур6) стремительный порыв, напор(ἀνέμου βία καὴ φ. Polyb.)
φ. τις πραγμάτων Dem. — некое давление обстоятельств, т.е. ход событий;ἥ τοῦ πλήθους φ. Polyb. — настроение толпы;φ. πρὸς τὸν νεωτερισμόν Polyb. — стремление к новшествам;φορᾶς μεστός Plut. — полный рвения, неукротимый7) ноша, груз(φορὰν ἐνεγκεῖν Plut.)
8) урожай, сбор, продукция(ἐλαιῶν Arst.)
9) наплыв, множество(ῥητόρων πονηρῶν Aeschin.; προδοτῶν καὴ δωροδόκων Dem.)
10) группа единомышленников, направление, школа(ἐπὴ ταύτης εἶναι τῆς φορᾶς Sext.)
μάχη φορᾶς ἀντιδόξου Luc. — борьба школ (мнений) -
17 φορά
η1) раз;αότή τη φορά — на этот раз;
άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;
δεύτερη φορά — вторично;
εκείνη τη φορά — в тот раз;
κάθε φορά — всякий раз;
μιά φορά — однажды, один раз;
δυό φορές — дважды;
άλλη μιά φορά — ещё раз;
μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;
πόσες φορές; — сколько раз?;
εκατό φορές — сто раз;
πολλές φορές — много раз;
λίγες φορές — редко;
μερικές φορές — иногда, изредка;
καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;
τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;
2) стремительность, быстрое движение;επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;
3) разбег;άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);
4) направление;φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);
κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;
5) движение, ход;η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;
§ μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;
ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;
φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;
είναι μιά φορ! — вот это да!
-
18 φορά
φορά, ἡ, 1) als Handlung, das Tragen, Bringen, Herbeibringen, Darbringen; bes. – a) das Darbringen eines Tributs, Abbezahlen einer Schuld, παρεστήσατο εἰς χαλεπήν τινα φορὰν δασμοῠ Plat. Legg. IV, 706 b; Xen. Cyr. 8, 6,16; φορὰν φέρειν, beim ἔρανος, Dem. 25, 21. – b) das Abgeben des Stimmtäfelchens bei Wahlen u. sonst, ψήφου, Eur. Suppl. 500; Plat. Legg. XII, 948 e. – c) das Hervorbringen, bes. von Feld- und Baumfrüchten, das Früchtetragen, Plat. Rep. VIII, 546 b, Ggstz ἀφορία, u. so Sp. – d) das Heraustragen eines Todten, das Bestatten, Soph. Trach. 1202. – e) (von φέρομαι) das Dahingetragenwerden, jede schnelle Bewegung; Arist. eth. Nic. 10, 4,3 erklärt übh. κίνησις πόϑεν ποῖ καὶ ταύτης διαφοραί· πτῆσις, βάδισις, ἅλσις; u. so öfter bei Plat., z. B. ἡ ξύμπασα οὐρανοῠ ὁδὸς καὶ φορά Legg. X, 897 c; καὶ κίνησις Crat. 434 c; Lauf, Schwung, ἀκοντίου Antiph. 3 β 4; dah. übh. Ungestüm, Heftigkeit, Gewalt, πραγμάτων Dem. 18, 271; καὶ βία τοῦ ἀνέμου Pol. 1, 48, 2; τοῦ ῥεύματος 4, 43, 3; τοῠ πλήϑους 10, 4,3; auch von den Leidenschaften, s. Jac. Ach. Tat. 761. – 2) als Sache, das Getragene, die Tracht od. Ladung, so Viel man auf ein Mal fortbringen kann, μίαν φορὰν ἐνεγκεῖν Plut. Ant. 68; πινέτω μὴ ἀϑρόον πουλύ, ἀλλὰ κατὰ φορὰν ἡμικοτύλιον, auf ein Mal, Hippocr.; – Tribut, Thuc. 1, 96 Xen. Cyr. 3, 1,34; – das Hervorgebrachte, bes. von Früchten, reichlicher Ertrag, φορᾶς τῆς βαλάνου γενομένης φορὰν καὶ τῶν ϑύννων εἶναι Strab. 3, 2,7 E. – Uebertr. von jeder großen Menge, φορὰ προδοτῶν καὶ δωροδόκων Dem. 18, 61; D. Sic. 16, 54; φαλαγγίων Ael. H. A. 17, 40. – 3) das was fortbewegt, Zug, Plut. Mar. 37. – Nach Poll. 7, 133 bei Ar. auch = κόμιστρον.
-
19 φορίς
φορίς, ίδος, ἡ, = φοράς, zw.
-
20 φθόνησις
φθόνησις, ἡ, das Beneiden, Mißgönnen, übh. = φϑόνος, φορᾶς γέ τοι φϑόνησις οὐ γενήσεται Soph. Tr. 1202.
См. также в других словарях:
φοράς — φορά̱ς , φορά an act fem acc pl φοράς fruitful fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορᾶς — φορά an act fem gen sg (attic doric aeolic) φορεύς bearer masc acc pl (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδα — φοράς fruitful fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδας — φοράς fruitful fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδες — φοράς fruitful fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδι — φοράς fruitful fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδος — φοράς fruitful fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φοράδων — φοράς fruitful fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek
μπούμερανγκ — (boomerang). Αγγλικός όρος που προέρχεται από αυστραλιανή λέξη και προσδιορίζει ένα εκσφενδονιστικό όπλο τυπικό των ιθαγενών της Αυστραλίας, διαδεδομένο επίσης, με μορφές αρκετά διαφορετικές, και σ’ άλλους πρωτόγονους πολιτισμούς. Το μ. εξέπληξε… … Dictionary of Greek