Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

φρυαγμός

См. также в других словарях:

  • φρυαγμός — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυαγμός — ὁ, Α [φρυάσσομαι, ω] φρύαγμα …   Dictionary of Greek

  • φρυαγμός — ο το φρύαγμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρυαγμοῦ — φρυαγμός masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρυαγμούς — φρυαγμός masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»