Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἐᾶσαι

См. также в других словарях:

  • ἐᾶσαι — ἐάω suffer pres ind mp 2nd sg ἐάω suffer pres part act fem nom/voc pl (doric) ἐάω suffer aor inf act (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐάσαι — ἐά̱σᾱͅ , ἐάω suffer pres part act fem dat sg (doric) ἐά̱σαῑ , ἐάω suffer aor opt act 3rd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔασαι — ἔᾱσαι , ἐάω suffer aor imperat mid 2nd sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ναυτικός — ή, ὁ (ΑΜ ναυτικός, ή, όν) [ναύτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πλοίο ή στη ναυτιλία 2. το αρσ. ως ουσ. ο ναυτικός αυτός που εργάζεται σε πλοίο είτε ως απλός ναύτης είτε ως βαθμοφόρος 3. το θηλ. ως ουσ. η ναυτική γνώση και εμπειρία ή… …   Dictionary of Greek

  • προΐημι — Α [ἵημι] 1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.) 2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.) 3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ… …   Dictionary of Greek

  • σχάζω — ΝΜΑ, και σχάω ΜΑ ανοίγω σχισμή, κάνω εντομή νεοελλ. 1. (μτβ.) σχίζω στα δύο, διασπώ («τα επιταχυνόμενα σωματίδια σχάζουν τους πυρήνες τών βομβαρδιζόμενων πυρήνων») 2. (αμτθ.) α) ανοίγω στα δύο, σχίζομαι («τα σύκα άρχισαν να σχάζουν») β) ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»