Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τᾰλᾰ-

См. также в других словарях:

  • τάλα — Α 1. το φυτό φοίνικας τής Παλμύρας 2. (κατά τον Ησύχ.) «μέγα» …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μονής Αγίου Νεοφύτου (Τάλα Κύπρου) — Το μουσείο λειτουργεί σε πέντε αίθουσες της ανατολικής πτέρυγας της Μονής του Αγίου Νεοφύτου, που βρίσκεται δέκα χιλιόμετρα βορειοδυτικά της Πάφου. Η συλλογή του αποτελείται αφ’ ενός μεν από εκκλησιαστικά κειμήλια, όπως εικόνες, ιερατικά άμφια… …   Dictionary of Greek

  • τάλας — τάλᾱς , τάλας suffering masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • tel-1, telǝ-, tlē(i)-, tlā- —     tel 1, telǝ , tlē(i) , tlā     English meaning: to transport, carry; to bear, suffer     Deutsche Übersetzung: “aufheben, wägen; tragen; ertragen, dulden”     Material: O.Ind. tulü f. “Waage, Gewicht”, tulayati “hebt auf, wägt” (with… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

  • τάλας — αινα, αν, ΝΜΑ, και αιολ. τ. τάλαις και ιων. τ. τάλης θηλ. και τάλας Α άξιος λύπης, δυστυχής, ταλαίπωρος («οἴ γὼ τάλαινα συμφορᾱς κακῆς», Αισχύλ.) μσν. αρχ. (με κακή σημ.) άθλιος, ελεεινός (α. «τρόπον τὸν κακομήχανον τῆς γυναικὸς ὁ τάλας», Πρόδρ.… …   Dictionary of Greek

  • Τάνταλος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Βασιλιάς της Φρυγίας και της Λυδίας, πατέρας του Πέλοπα, του επώνυμου ήρωα της Πελοποννήσου. Ήταν κυρίως γνωστός για το μαρτύριο στο οποίο υποβλήθηκε στον Άδη, όπου τον βασάνιζαν αιώνια η πείνα και η δίψα· ήταν… …   Dictionary of Greek

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… …   Dictionary of Greek

  • τάλαρος — ο, ΝΑ πλεκτό καλάθι από κλαδιά λυγαριάς που χρησιμοποιείται για την αποστράγγιση τυριού νεοελλ. ξύλινο τυροκομικό αγγείο αρχ. 1. (γενικά) καλάθι («πλεκτοῑς ἐν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν», Ομ. Ιλ.) 2. πλεκτό κλουβί για πουλιά 3. φρ. «Μουσέων… …   Dictionary of Greek

  • ταλάφρων — και ταλαίφρων και ταλασίφρων, ονος, ὁ, ἡ, Α 1. αυτός που μπορεί να υπομείνει πολλές ταλαιπωρίες, που αντέχει στις δυσκολίες, καρτερικός 2. στον τ. ταλασίφρων, συν. ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) καρτερόψυχος («ἐφόβησε ταλάφρονά περ πολεμιστήν», Ομ.… …   Dictionary of Greek

  • ταλαίμοχθος — ον, Α ταλαίπωρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταλαι , άλλος τ. τού α συνθετικού ταλα (βλ. λ. τάλας) + μόχθος (για τη μορφή τού α συνθετικού βλ. λ. ταλαίπωρος)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»