Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

τέτληκα

См. также в других словарях:

  • τέτληκα — τλάω suffer perf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τέτληκ' — τέτληκα , τλάω suffer perf ind act 1st sg τέτληκε , τλάω suffer perf imperat act 2nd sg τέτληκε , τλάω suffer perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τλώ — άω, Α 1. (σχετικά με κόπους, δυσχέρειες, ταλαιπωρίες) υφίσταμαι, υποφέρω, υπομένω 2. απόλ. βαστάζω, κρατώ, αντέχω («τέτλαθι δή, κραδίη», Ομ. Οδ.) 3. (με απρμφ.) τολμώ να κάνω κάτι («οὔτε λόχονδ ἰέναι τέτληκας θυμῷ», Ομ. Ιλ.) 4. (με καλή ή κακή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»