Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στιφρός

См. также в других словарях:

  • στιφρός — firm masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφρός — ή, ό / στιφρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και α, Ν συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος (α. «στιφρό πέτρωμα» το πέτρωμα τού οποίου τα συστατικά αποτελούν ομοιόμορφη μάζα β. «σάρκα στιφράν», Αριστοτ. γ. «καυλὸς σαρκώδης καὶ στιφρός», Αριστοτ.) νεοελλ. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

  • στιφρά — στιφρός firm neut nom/voc/acc pl στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc/acc dual στιφρά̱ , στιφρός firm fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφρότερον — στιφρός firm adverbial comp στιφρός firm masc acc comp sg στιφρός firm neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφρόν — στιφρός firm masc acc sg στιφρός firm neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφραί — στιφρός firm fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφροτέρους — στιφρός firm masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφροί — στιφρός firm masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφρούς — στιφρός firm masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφρή — στιφρός firm fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στιφρότερα — στιφρός firm neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»