-
1 πειρατής
πειρᾱτής, πειρατήςbrigand: masc nom sg -
2 πειρατής
-οῦ ὁ N 1 0-0-1-2-0=3 Hos 6,9; Jb 16,9; 25,3pirate, raider; neol.?Cf. KORN 1937, 8-18 -
3 πειρατής
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πειρατής
-
4 πειρατής
pirateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πειρατής
-
5 πειρατά
πειρᾱτά̱, πειρατήςbrigand: masc nom /voc /acc dualπειρᾱτά, πειρατήςbrigand: masc voc sgπειρᾱτά, πειρατήςbrigand: masc nom sg (epic) -
6 πειρατάς
πειρᾱτά̱ς, πειρατήςbrigand: masc acc plπειρᾱτά̱ς, πειρατήςbrigand: masc nom sg (epic doric aeolic) -
7 πειρατή
-
8 πειρατῇ
-
9 πειραταίς
-
10 πειραταῖς
-
11 πειραταί
πειρᾱταί, πειρατήςbrigand: masc nom /voc pl -
12 πειρατού
-
13 πειρατοῦ
-
14 πειρατών
-
15 πειρατῶν
-
16 πειρατέα
πειρατέονone must attempt: neut nom /voc /acc plπειρατέᾱ, πειρατέονone must attempt: fem nom /voc /acc dualπειρατέᾱ, πειρατέονone must attempt: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)πειρᾱτέα, πειρατέοςneut nom /voc /acc plπειρᾱτέα, πειρατήςbrigand: masc acc sg (epic ionic) -
17 πειρατήν
πειρᾱτήν, πειρατήςbrigand: masc acc sg (attic epic ionic) -
18 λῃστής
λῃστ-ής, οῦ, ὁ, [dialect] Ion. [full] ληϊστής, [dialect] Dor. [full] λᾳστής, ([etym.] ληΐς, ληΐζομαι)A robber, pirate, E.Alc. 766, X. Cyr.2.4.23, etc.; opp. κλέπτης, Pl.R. 351c; esp. by sea, buccaneer, later πειρατής, And.1.138, etc.;λῃστοῦ βίον ζῆν Pl.Grg. 507e
; ληϊστὴς κατεστήκεε Καρχηδονίων he began a course of piracies upon them, Hdt.6.17, cf. Th.1.5, 8, 6.4;οἱ λ. αὑτοὺς ποριστὰς καλοῦσιν Arist.Rh. 1405a25
; of irregular troops, IG12(2).526 ([place name] Eresos).II metaph.,λ. ἐναργὴς τῆς ἐμῆς τυραννίδος S.OT 535
;Κύπριδος Lyc. 1143
; λῃστὰ λογισμοῦ, of love, APl.4.198 (Maec.). -
19 πεῖρα
πεῖρα, ας ([dialect] Ion. πεῖρα, acc. πεῖραν, gen. -ης), [dialect] Aeol. [full] πέρρα Choerob. in An. Ox. 2.252: ἡ:—A trial, attempt,π. τοι μαθήσιος ἀρχά Alcm.63
; opp. δόξα, Thgn.571 ; ;πικρὰν πεῖραν τολμήσειν Id.El. 471
;πείρᾳ σφαλῆναι Th. 1.70
; ἢν μὲν ξυμβῇ ἡ π. Id.3.3 ;πείρᾳ θην πάντα τελεῖται Theoc. 15.62
; πεῖραν ἔχοντες being proved, Pi. N. 4.76 ; but πεῖραν ἔχειν τινός to have experience of.., X. Cyr.4.1.5 ; π. τινῶν ἔχειν ὅτι .. Id.An. 3.2.16 ; π. ἔχει τῆς γνώμης involves a trial of your resolution, Th. 1.140 ; πεῖράν τινος λαμβάνειν or λαβεῖν to make trial or proof of.., E. Fr. 691, Isoc. 12.236, Pl. Grg. 448a, X. An.6.6.33, etc. ; also, gain experience of.., ἐν ἑαυτῷ ib. 5.8.15 ;π. λ. τινός, ὅπως ἔχει Pl. Prt. 342a
;π. λ. τινός, εἰ ἄρα τι λέγει Id.Thg. 129d
; πεῖράν τινος διδόναι (cf. Lat. specimen sui edere) Darei Epist. in SIG 22.21, Th. 1.138, Isoc. 3.45 ;π. τῆς δόξης δοῦναι Th. 6.11
;π. ἔργῳ δεδωκέναι D.18.107
, cf. 195 ;π. ἀλλήλων λαμβάνοντες καὶ διδόντες Pl. Prt. 348a
;πεῖραν ποιήσασθαι Th. 1.53
; π. ποιεῖσθαι εἰ .. Id.2.20 ;ταῖς π. βασανίζειν Arist. GA 747a3
;πεῖραν καθεῖναι Ael. VH2.13
, cf. NA1.39 ; π. δέξασθαι undertake, Plu.Pyrrh. 5.2 with Preps., ἀπὸ πείρης by experiment, opp. αὐτόματον, Hdt.7.9.γ ; διὰ πείρας ἰέναι Pl. Ax. 369a
;διὰ π. ἔργων ἐλήλυθε Onos. Praef. 7
; ἀποδοκιμασθῆναι διὰ τῆς π. Arist. Pol. 1341a37 ;ἐς πεῖραν ἤλθομεν φίλων E. Heracl. 309
, etc. ; ἰέναι ἐς τὴν π. τοῦ ναυτικοῦ try an action by sea, Th. 7.21 ; ἀκοῆς κρείσσων ἐς π. ἔρχεται turns out on trial greater than report, Id.2.41 ;ἐκ τῆς π. δῆλον Arist. Pr. 938b38
; Κύρου ἐν πείρᾳ γενέσθαι to have been acquainted with Cyrus, X. An. 1.9.1 ;ἐν π. τέλος διαφαίνεται Pi. N. 3.70
; ἐπὶ πείρᾳ by way of test or trial, Ar. Av. 583 ; ἐπὶ π. δούς on trial, Men. 118 ; π. θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς a contest for.., Pi.N. 9.28.II attempt on or against one, πεῖράν τιν' ἐχθρῶν ἁρπάσαι a means of attacking.., S. Aj. 2 ;τοιοῦδε φωτὸς π. εὖ φυλακτέον A. Th. 499
; esp. attempt to seduce a woman, Plu. Thes. 26, Cim. 1 : abs., attempt, enterprise, A. Pers. 719 (troch.), Th. 3.20 ; πεῖραν ἀφορμᾶν to go forth upon an enterprise, S. Aj. 290 ; cf. πειρατής. (Cf. Lat. experior, peritus.) -
20 ἀρχιπειράτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρχιπειράτης
См. также в других словарях:
πειρατής — πειρᾱτής , πειρατής brigand masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πειρατής — ο, ΝΜΑ [πειρώ / πειρώμαι] ο ληστής τής θάλασσας, αυτός που συλλαμβάνει και ληστεύει εμπορικά πλοία με εξοπλισμένο πλοίο, κουρσάρος («καὶ κατὰ μὲν θάλατταν παραχρῆμα πειρατὰς ἐξέπεμψαν», Πολ.) νεοελλ. αυτός που αποβιβάζεται από πλοίο προσωρινά… … Dictionary of Greek
πειρατής — ο ο ληστής στη θάλασσα, ο κουρσάρος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αλλαμός — Πειρατής και τυχοδιώκτης από την Κρήτη. Συνεργάστηκε με τον κόμη της Μάλτας Ερρίκο Πισκατόρε και τους Γενοβέζους για την κατοχή των ακτών της Κρήτης. Με τη βοήθεια του Α., ο Πισκατόρε κατόρθωσε να υποτάξει τους Κρητικούς και να υποχρεώσει τη… … Dictionary of Greek
πειρατά — πειρᾱτά̱ , πειρατής brigand masc nom/voc/acc dual πειρᾱτά , πειρατής brigand masc voc sg πειρᾱτά , πειρατής brigand masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Peiratis Laganas Zakynthos — Football club infobox clubname = Peiratis Laganas Zakynthos Πειρατής Λαγανά Ζακύνθου nickname = fullname = founded = 2006 ground = Zakynthos, Greece capacity = chairman = manager = league = Zakynthos Football Club Association season = 2006 07… … Wikipedia
πειρατεύω — ΝΜΑ [πειρατής] είμαι πειρατής, ασκώ την πειρατεία ως επάγγελμα, κάνω ληστεία στη θάλασσα νεοελλ. μτφ. κλέβω αρχ. 1. (για ληστοσυμμορία) επιτίθεμαι, εφορμώ εναντίον κάποιου 2. παθ. πειρατεύομαι δέχομαι επίθεση, ληστεύομαι από πειρατές … Dictionary of Greek
προκουρσάριος — ὁ, Μ κουρσάρος, πειρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + κουρσάριος «κουρσάρος, πειρατής»] … Dictionary of Greek
Βετράνο, Λέον — (Leon Vetrano, τέλη 12ου – αρχές 13ου αι.). Γενουάτης πειρατής. Πήρε μέρος στις πειρατικές επιχειρήσεις που οργάνωσε ο πειρατής Γαφόρης στα νησιά και τα παράλια του Αιγαίου (1197) και μετά τη συντριβή του Γαφόρη από τον βυζαντινό αντιναύαρχο… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Ιστορία (Βυζάντιο, Τουρκοκρατία) — ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΠΕΡΙΓΡΑΜΜΑ ΤΩΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ Η ιστορία του Βυζαντίου, μακρόχρονη και περιεκτική σε γεγονότα, παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Οικοδομημένη πάνω στα θεμέλια ενός οργανωμένου και ισχυρού ρωμαϊκού κράτους, κατέληξε σε μια δομή καθαρά… … Dictionary of Greek
Κιντ, Γουίλιαμ — (William Kidd, Γκρίνοκ, Σκοτία 1645 – Λονδίνο 1701). Άγγλος πειρατής, που έμεινε γνωστός ως Κάπτεν Κιντ. Εγκατεστημένος στη Νέα Αγγλία (ΗΠΑ), διακρίθηκε στους αγώνες του εναντίον των Γάλλων στις Αντίλλες και το 1695 διορίστηκε πλοίαρχος με τη… … Dictionary of Greek