Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ταλάντου

См. также в других словарях:

  • ταλάντου — τάλαντον balance neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαντούχου — ταλαντού̱χου , ταλαντοῦχος holding the balance masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαντούχῳ — ταλαντού̱χῳ , ταλαντοῦχος holding the balance masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταλαντιαίος — αία, ον, Α 1. αυτός που έχει αξία ενός ταλάντου («ἕτεροι μὲν οἶκοι ταλαντιαῑοι καὶ διτάλαντοι καταληφθέντες», Δημοσθ.) 2. αυτός που η περιουσία του είναι ένα τάλαντο 3. αυτός που έχει βάρος ενός ταλάντου 4. (για πράξη ή για αγώνα) αυτός τού… …   Dictionary of Greek

  • μνα — (από το ακκαδικό manu). Μονάδα βάρους, την οποία χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι λαοί της ανατολικής Μεσογείου· για τους Βαβυλωνίους και τους Έλληνες αντιστοιχούσε με το 1/60 του ταλάντου. Οι Βαβυλώνιοι είχαν την ελαφρή μ., που αντιστοιχούσε με 502,2… …   Dictionary of Greek

  • Талант мера веса — (τάλαντον, talentum) наивысшая весовая единица в таблице греческих мер (собственно слово τάλαντου означает весы ; затем груз ). Как определенная весовая единица, Т. упоминается уже у Гомера, причем везде взвешиваемым предметом является золото. По …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Талант, мера веса — (τάλαντον, talentum) наивысшая весовая единица в таблице греческих мер (собственно слово τάλαντου означает весы ; затем груз ). Как определенная весовая единица, Т. упоминается уже у Гомера, причем везде взвешиваемым предметом является золото. По …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • MINUTI — apud Romanos, alii aerei, alii argentei. De illis Ael. Lamprid. in Alexandro c. 22. Tantum intra biennium vel prope annum porcinae carnis suit et bubulae, ut quum fuisset octominutalis libra, ad duos unumque utriusque carnis libra redigeretur.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • TALENTUM — Graece τάλαντον, instrumentum proprie, quô ponderabatur, unde illud Homeric. Il. β. v. 636. Διΐ ἀτάλαντος, Iovi aequiparandus: Per tralationem, ipsum pondus. Vox Graecis olim in frequenti usu, qui summas rei pecuniariae Minis et Talentis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αντί — (I) και αντίς πρόθ. (AM ἀντί) 1. (για τόπο) απέναντι, αντίκρυ «στάθηκε αντί στο πέλαγο κι αντί στ άγριο το κύμα» (δημοτ. τραγ.) «μηδ ἀντ ἠελίου τετραμμένος ὀρθὸς ὁμιλεῑν» (Ησίοδ.) 2. σε αντάλλαγμα, σε αντικατάσταση «παρὰ δὲ Ἑρμιονέων νῆσον ἀντὶ… …   Dictionary of Greek

  • προσορίζω — Α 1. περιλαμβάνω εντός τών συνόρων και, κυρίως, προσθέτω μια χώρα στα όρια μιας επικράτειας 2. (το ενεργ. και μέσ.) ορίζω επιπροσθέτως τα όρια ενός πράγματος («προσορίζω χρόνον πένθους», Πλούτ.) 3. (ως αμτβ.) βρίσκομαι κοντά σε έναν τόπο, είμαι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»