-
1 ορισμός
-
2 ὁρισμός
-
3 ὁρισμός
ὁρισμός, ὁ, das Begränzen, die Begränzung, bes. eines Begriffes, Definition, Arist. rhet. 2, 8 u. öfter; Rhett.; Plut. Tib. Graech. 14 u. a. Sp.
-
4 ορισμος
ὅ1) разграничение, размежевание(ὁ. ἀκριβής Arst.)
2) определениеὁ ὁ. τοῦ τί ἐστιν Arst. — определение сущности
3) условие, обязательство, договор(ὁ. καὴ συνθήκη Plut.)
-
5 ὁρισμός
ὁρισμός, ὁ, das Begrenzen, die Begrenzung, bes. eines Begriffes, Definition -
6 ὁρισμός
ὁρισμός, οῦ, ὁ (ὁρίζω; Hippocr. et al.; IMakedD 592, 2 [XIII A.D.] ‘ordinance’; pap, LXX; Philo, Leg. All. 2, 63) lit. ‘marking out by boundaries’, then a fixed course. Heavenly bodies ἐξελίσσουσιν τοὺς ἐπιτεταγμένους αὐτοῖς ὁρ. roll on through their appointed courses 1 Cl 20:3.—DELG s.v. ὅρος. M-M s.v. ὁρίζω. -
7 ορισμός
ο1) определение; дефиниция (книжн.); 2) определение, установление, назначение; 3) распоряжение; приказание; веление (высок.);δεν υπακούω στούς ορισμούς κάποιου — не повиноваться кому-л.;
4) термин;§ στούς ορισμούς σας — я в вашем распоряжении, я к вашим услугам, что прика жете
-
8 ὁρισμός
-οῦ + ὁ N 2 12-0-0-14-1=27 Ex 8,8; Nm 30,3.4.5(bis)περὶ τοῦ ὁρισμοῦ τῶν βατράχων about the agreed time concerning the frogs Ex 8,8 Cf. DORIVAL 1994, 511; LE BOULLUEC 1989, 124 -
9 ορισμός
[оризмос] ουσ α определение, назначение, приказание, повеление. -
10 ὁρισμός
ὁρισ-μός, ὁ,A marking out by boundaries, limitation,οἱ ὁ. τῶν κτήσεων D.H.2.74
;ἀκριβὴς.. οὐκ ἔστιν ὁ., ἕως τίνος.. Arist.EN 1159a4
;ὁ. τοῦ λυπεῖσθαι Hyp.Epit.41
; boundary, (ii A.D.), cf. PAmh.2.97.11(ii A.D.).V vow, ib.Nu.30.3,al., cf. Ph.1.77.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὁρισμός
-
11 ορισμός
tanım, tanımlama -
12 ορισμός
définition -
13 ορισμός
1) definicja (f) rzecz.2) określenie (n) rzecz. -
14 ορισμός
1) definice2) definování -
15 ορισμός
1) appointment2) assignment3) definitionΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ορισμός
-
16 προςδι-ορισμός
προςδι-ορισμός, ὁ, hinzugefügte Begrenzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
-
17 προ-ορισμός
προ-ορισμός, ὁ, vorhergegangene Begränzung, Bestimmung, Sp., bes. Rhett.
-
18 παρ-ορισμός
παρ-ορισμός, ὁ, Ueberschreitung der Gränze, Verletzung des Gränzrechts, Sp.
-
19 περι-ορισμός
περι-ορισμός, ὁ, 1) = περιόρισις; Plut. Num. 16; S. Emp. pyrrh. 3, 80. – 2) bei den Juristen = deportatio.
-
20 δι-ορισμός
δι-ορισμός, ὁ, das Abgränzen, die Bestimmung. Unterscheidung; Plat. Polit. 282 e; Arist. pol. 3, 5, u. Sp., bes. = Erklärung, s. D. L. 5, 43.
См. также в других словарях:
ὁρισμός — marking out by boundaries masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορισμός — ο (ΑΜ ὁρισμός) [ορίζω] (φιλοσ.) πρόταση με την οποία, σε συντομία αλλά και με πληρότητα, δηλώνονται τα ουσιώδη χαρακτηριστικά ενός πράγματος ή ενός φαινομένου, μιας ιδιότητας ή μιας σχέσης, το περιεχόμενο μιας έννοιας ή μιας λέξης, χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek
ορισμός — ο 1. η πράξη και το αποτέλεσμα του ορίζω, προσδιορισμός, καθορισμός: Ορισμός αντικλήτου, αντιπροσώπου. 2. (λογ.), διατύπωση των ουσιαστικών χαρακτηριστικών μιας έννοιας: Η διερεύνηση του βάθους των εννοιών μάς δίνει τους καλούς ορισμούς. 3.… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αφορισμός — Ορισμός, αποφθεγματική γνωμάτευση· η απομάκρυνση, ο αποκλεισμός από την κοινωνία των χριστιανών. Στο πλαίσιο της εκκλησίας, ο α. είναι η αφαίρεση του δικαιώματος να συμμετέχει ο πιστός μαζί με τους άλλους συντρόφους του στις διάφορες λατρευτικές… … Dictionary of Greek
ὁρισμοῖν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοῖς — ὁρισμός marking out by boundaries masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοί — ὁρισμός marking out by boundaries masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμοῦ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμούς — ὁρισμός marking out by boundaries masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμῶ — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁρισμῶν — ὁρισμός marking out by boundaries masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)