-
1 Αρμονίας
-
2 Ἁρμονίας
-
3 αρμονίας
ἁρμονίᾱς, ἁρμονίαmeans of joining: fem acc plἁρμονίᾱς, ἁρμονίαmeans of joining: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 ἁρμονίας
ἁρμονίᾱς, ἁρμονίαmeans of joining: fem acc plἁρμονίᾱς, ἁρμονίαmeans of joining: fem gen sg (attic doric aeolic) -
5 ἁρμονία
a mode, key of musicἐξύφαινε, γλυκεῖα, καὶ τόδ' αὐτίκα, φόρμιγξ, Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος N. 4.45
ἀοιδὰν κ[αὶ ἁ]ρμονίαν αὐλ[οῖς ἐ]πεφράς[ατο fr. 140b. 2. met., ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι (sense and construction obscure: perhaps ἁρμονίαν is the object of καταβλέπειν; v. Burton, 184f., Thummer, 24̆{3}. A metaphorical sense seems to be necessary) P. 8.68b pro pers., Harmonia, daughter of Ares and Aphrodite, wife of Kadmos. Ἁρμονίαν γᾶμεν βοῶπιν (sc. Κάδμος) P. 3.91 ὦ παῖδες Ἁρμονίας Ino and Semele P. 11.7 γάμον λευκωλένου Ἁρμονίας ὑμνήσομεν; fr. 29. 6. ]ἔνθα ποθ' Ἁρμονίαν [φ]άμα Κάδμον ὑψη[λαῖ]ς πραπίδες[σι λαχεῖν Δ. 2. 27. -
6 κεράννυμι
κεράνν-ῡμι, also [suff] κερανν-ύω Alc.Com.15, Hyp.Fr.69; [dialect] Ep. [full] κεραίω and [full] κεράω (qq.v.); subj.A : [tense] impf.ἐκεράννυν Luc.VH 1.7
: [tense] fut. κεράσω [ᾰ] Them.Or.27p.340D.: [tense] aor.ἐκέρᾰσα Hp.VM3
, (ἐν-) Pl.Cra. 427c, poet. (lyr.), [dialect] Ep.κέρασσα Od.5.93
, [dialect] Ion.ἔκρησα Hp.Int.35
:—[voice] Med., [tense] aor.ἐκερᾰσάμην Ti.Locr.95e
, [dialect] Ep.κεράσσατο Od.18.423
:—[voice] Pass., [tense] fut. κραθήσομαι [ᾱ] Pl.Ep. 326c, ( συγ-) E. Ion 406: [tense] aor. ἐκράθην [ᾱ] Th.6.5, E. Ion 1016, Pl.Phd. 86c; [dialect] Ion.ἐκρήθην Hp.VM19
; , Ti. 85a, X.An.5.4.29, Phylarch.10J.: [tense] pf.κέκρᾱμαι Pi.P.10.41
, etc.; [dialect] Ion.κέκρημαι Hp. VM13
, Acut.21;κεκέρασμαι Arist.Fr. 549
, D.H.Comp.24, Anacreont. 16.13, etc.: [tense] plpf.ἐκέκρᾱτο Sapph.51.1
:—mix, mingle (diff. from μείγνυμι, v. κρᾶσις):1 mostly of diluting wine with water,κερῶντάς τ' αἴθοπα οἶνον Od.24.364
; ;κέρασον ἄκρατον Ar.Ec. 1123
, cf. Th.6.32: abs., τοῖς θεοῖς εὐχόμενοι κεραννύωμεν let us mix a cup of wine, Pl.Phlb. 61b;ἂν μὴ κεράσῃ τις Antiph.85.2
: c. dat. pers., give to drink, :—Hom. mostly in [voice] Med., ὅτε περ.. οἶνον.. ἐνὶ κρητῆρι κέρωνται mix their wine in the bowl, Il. 4.260, cf. Od.20.253; κρητῆρα κεράσσατο he mixed a bowl, 3.393, 18.423:—[voice] Pass., πῶς οὖν κέκραται [σκύφος]; E.Cyc. 557; κύλιξ ἴσον ἴσῳ κεκραμένη a cup mixed half and half, Ar.Pl. 1132; κεκρ. τρία , cf. AP11.137 (Lucill.).2 temper, cool by mixing, θυμῆρες κεράσασα having mixed (the water) to an agreeable temperature, Od.10.362.3 generally, mix, blend,ἡδονὴν φθόνῳ Pl.Phlb. 50a
;τοῖς ὀνόμασι τὰ ῥήματα Id.Sph. 262c
;νοῦς μετ' αἰσθήσεων κραθείς Id.Lg. 961d
, cf. Ti.l.c.;πίστεως αἰσθήσει κεκραμένης Plot.4.7.15
;ἀγωγὴν ἐξἀμφοῖν κ. Phld.Acad.Ind.p.77
M.; [οὐσία] οὐκ ἀπὸ τῶν ἄκρων κραθεῖσα Jul.Or.4.139a
; of metals, : metaph., temper, regulate, of climates, ὧραι κάλλιστα κεκρημέναι most temperate, Hdt.3.106;ὧραι μετριώτατα κ. Pl.Criti. 111e
;ἔαρ κ. τῇ ὥρᾳ X.Cyn.5.5
; [πλοῦτον] ἀρετᾷ κεκραμένον Pi.P.5.2
; οὐ γῆρας κέκραται γενεᾷ no old age is mingled with the race, i.e.it knows no old age, ib.10.41, cf. O.10(11).104;ἐν ταῖς εὖ κεκρ. πολιτείαις Arist.Pol. 1307b30
; of tempers of mind,ἤθει γεννικωτέρῳ κεκρᾶσθαι Pl.Phdr. 279a
;τοῖς ἤθεσιν.. τούτοις ἡ φύσις κεράννυται Alex. 278b
(iii p.744 K.); of Music,ἁρμονίας ῥυθμοῖς κραθείσας Pl.Lg. 835b
;τῆς εὖ κεκραμένης ἁρμονίας Arist.Pol. 1290a26
;μετρίως κραθῆναι πρὸς ἄλληλα Pl.Phd.
l.c.III Gramm., in [voice] Pass., coalesce by crasis,τὸ ῥῆμα καὶ ὁ σύνδεσμος συναλοιφῇ κερασθέντα D.H.Comp.22
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεράννυμι
-
7 πακτόω
πακτόω, befestigen, fest machen, verschließen; πακτῶσαι ϑύρας, Archil. bei Poll. 10, 27, vgl. 7, 113; μοχλοῖς τὰ προπύλαια, Ar. Lys. 265; δῶμα πάκτου, Soph. Ai. 576. – Dicht verstopfen, πακτοῦσι τὰς ἁρμονίας βύβλῳ, Her. 2, 96; vgl. Ar. Vesp. 128, ἡμεῖς δ' ὅσ' ἦν τετρημένα, ἐνεβύσαμεν ῥακίοισι κἀπακτώσαμεν, wo der Schol. erkl. ἐφράξαμεν, ἐπληρώσαμεν. – Bei Automed. 11, 4 (X, 23), λαίφεα πακτώσας, festbinden.
-
8 τητάω
τητάω, berauben, τινά τινος, VLL., die es auch durch ζητεῖν erklären, desiderare. – Pass. nur praes., Noth leiden, darben, Hes. O. 410; τινός, beraubt werden, ermangeln, einer Sache, φίλων, Pind. N. 10, 78; Soph. Phil. 383 O. C. 1202 u. öfter; χαρμάτων τητώμεϑα, Eur. Or. 1082, u. öfter; ῥυϑμοῦ τε καὶ ὰρμονίας τητώμενα, Plat. Legg. VII, 810 b; Folgende, wie Arist., εὐγενείας eth. 1, 8, 16.
-
9 δια-χαλάω
-
10 μέλος
μέλος, τό, 1) das Glied des Leibes bei Menschen u. Thieren, nur im plur.; πλῆσϑεν δ' ἄρα οἱ μέλε' ἐντὸς ἀλκῆς καὶ σϑένεος Il. 17, 211, κατὰ δ' ἱδρὼς ἔῤῥεεν ἐκ μελέων Od. 18, 69, öfter, wie Hes.; κατὰ μέλεα, gliedweis, Glied für Glied, Her. 1, 119, wie τάμον κατὰ μέλη Pind. Ol. 1, 49; ψυχὰς ἀνέπνευσεν μελέων ἀφάτων N. 1, 47; κρεωκοποῦσι δυστήνων μέλη Aesch. Pers. 455; βοᾷ μελέων ἔνδοϑεν ἦτορ 953; λύεταί μου μέλη Eur. Hec. 438, ἀσϑενῶ μέλη Or. 228, γεραιὰ ἐς πέδον τιϑεῖσα μέλη Troad. 1305, öfter; Plat. vrbdt πάντα τὰ τοῦ ϑνητοῦ ζώου μέρη καὶ μέλη, Tim. 76 e, vgl. Legg. VII, 794 d; κάμπτεσϑαι τὰ μέλη Phaed. 98 d; Arist. u. Sp. Auch in späterer Prosa, wie Plut. Coriol. 6. – 2) das Lied (wenn es von derselben Wurzel herkommt, etwa weil es aus Versfüßen, Versen und Strophen gliederweise zusammengesetzt ist) und die Sangweise, Melodie desselben; H. h. 18, 16; Theogn. 759; Pind. öfter, αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος P. 12, 19, ἐγκώμιον ζεῦξαι μέλος N. 1, 7; auch ἐξύφαινε Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος πεφιλημένον, 4, 45, u. κρητῆρα Μοισαίων μελέων κιρνάμεν, I. 5, 2; ἔτευξα τύμβῳ μέλος, Aesch. Spt. 817, öfter; ϑρεομένη μέλη, Suppl. 108; βοῶντος ἄτης τῆςδ' ἐπίσκοπον μέλος, Soph. Ai. 955, wie μέλος γοερόν, Trauergesang, Eur. Hec. 84; μέλος εἰς Τροίαν ἰαχήσω, Troad. 515; ὑμεῖς δὲ ταῖς Μούσαις τι μέλος ὑπᾴσατε, Ar. Ran. 873; Plat. sagt Rep. III, 398 d ὅτι τὸ μέλος ἐκ τριῶν ἐστι συγκείμενον, λόγου τε καὶ ἁρμονίας καὶ ῥυϑμοῦ, vgl. Gorg. 502 c, εἴ τις περιέλοιτο τῆς ποιήσεως πάσης τό τε μέλος καὶ τὸν ῥυϑμὸν καὶ τὸ μέτρον, wo es Melodie bedeutet; bes. von lyrischen Gedichten, vgl. ἐν μέλει ἤ τινι ἄλλῳ μέτρῳ, Rep. X, 607 d, öfter, ueben ᾠδή, II, 379 a stehen ἔπη, μέλη, τραγῳδία neben einander; ἐν μέλει φϑέγγεσϑαι, was melodisch klingt, passend, Soph. 227 d; Gegentheil παρὰ μέλος τι φϑέγγεσϑαι oder εἰπεῖν, was unmelodisch, falsch, abgeschmackt ist, Phil. 28 b Critia. 106 b.
-
11 ἀτραπίζω
ἀτραπίζω, = βαδιζω ἢ ὁδοποιέω; Phereorat. B. A. 460 ἀτρεπίζοντες τὰς ἁρμονίας.
-
12 ἁρμονία
ἁρμονία, ἡ, die Fügung; eigentl. fem. von ἁρμόνιος, welches adject. zu einem wenigstens als Appellat. ungebräuchl. ἅρμων ist; verwandt ἁρμός, ἅρμα, ἄρω. Hom., bei dem nach Scholl. Od. 5, 248 ἁρμονιά zu betonen ist, hat das Wort dreimal: Od. 5, 248 γόμφοισιν δ' ἄρα τήν γε καὶ ἁρμονιῇσιν ἄρασσεν, wahrscheinl. Klammern; 5, 361 ὄφρ' ἂν μέν κεν δούρατ' ἐν ἁρμονιῇσιν ἀρήρῃ, so lange die Balken zusammenhalten; Iliad. 22, 255 τοὶ γὰρ ἄριστοι μάρτυροι ἔσσονται καὶ ἐπίσκοποι ἁρμονιάων, des Vertrages, plur. statt des sing. – Bei den Folg.: Bindungsmittel, τοίχων ἁρμ. δέδεται Antiphil. 27 (IX, 306); die Fugen, τὰς ἁρμονίας ἐπάκτωσαν βίβλῳ Her. 2, 96; Sp., wie D. Sic. 2, 8; Plut.; Fügung, Verhängniß, Διός Aesch. Prom. 550; das richtige Verhältniß aller Theile zum Ganzen, Uebereinstimmung, Proportion, ἡ ἐν σώματι Plat. Rep. IX, 591 d; αἱ ἐν τοῖς φϑόγγοις καὶ ἐν τοῖς τῶν δημιουργῶν ἔργοις πᾶσι Phaed. 86 c; in der Musik, Einklang, Harmonie; Tonart, Λυδία Pind. 4, 45; Folgde. Bei den Rhetoren Wohlklang im Periodenbau, Arist. rhet. 3, 1. ἁρμονικός, ή, όν, die Harmonie betreffend, der Harmonie u. der Musik übh. kundig, Plat. Phaedr. 268 d; Plut. Lyc. et Num. 1; ἡ ἁρμονική, sc. τέχνη, die Theorie der Tonkunst, Arist. metaph. 12. 3.
-
13 ὅρος
ὅρος, ὁ, ion. u. ep. οὖρος, die G rä nze; ὑπὸ Κυλλάνας ὅροις, Pind. Ol. 6, 77; Tragg., γῆς ἐπ' ἐσχάτοις ὅροις, Aesch. Prom. 669, τὸ μὴ περᾶν ὅρον τόπων, Eum. 901; übertr., πόϑεν ὅρους ἔχεις ϑεσπεσίας ὁδοῦ, Ag. 1125; γῆς δὲ μὴ 'μβαίνῃς ὅρων, Soph. O. C. 401; γῆς πατρᾠας ὅρον ἐκλιπεῖν, Eur. El. 1315, öfter; u. in Prosa, ἐντὸς ὅρων Ἡρακλείων, Plat. Tim. 25 e; bes. Bestimmung eines Begriffes, Definition, = ὁρισμός, Arist. rhet. 2, 8; Plat. def. 414 heißt ὅρος λόγος ἐκ διαφορᾶς καὶ γένους συγκείμενος; so bei Plat. öfter; οὐκ ἄρα οὗτος ὅρος ἐστὶ δικαιοσύνης ἀληϑῆ λέγειν, Rep. I, 331 d; ἢ ὁ αὐτὸς ὅρος ἐστὶ τοῦ βελτίονος καὶ τοῦ κρείττονος, Gorg. 488 c, haben sie denselben Umfang des Begriffs; auch die Gränze, die Schranken, das Maaß, ὑπερβάντες τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον, Rep. II, 373 d; ὅρους ϑέσϑαι τῶν ὠνίων, Legg. VIII, 849 c; vgl. Pol. πάντας τοὺς τῆς πίστεως ὅρους ὑπερβαίνειν, 25, 4, 3; – auch = Verhältniß, ἁρμονίας, Plat. Rep. IV, 443 d, διαστημάτων, Phil. 17 c. – In Athen sind ὅροι die Anschlagetafeln, welche mit Angabe der Schuldforderung an verschuldete, verpfändete Häuser geheftet werden, Harpocr. τὰ ἐπόντα ταῖς ὑποκειμέναις οἰκίαις καὶ χωρίοις γράμματα, ἃ ἐδήλου, ὅτι ὑπόκεινται δανειστῇ; so ὅρους τιϑέναι ἐπὶ τῆς οἰκίας, Is. 6, 37; τίϑησιν ὅρους ἐπὶ τὴν οἰκίαν διςχιλίων, ἐπὶ δὲ τὸ χωρίον ταλάντου, Dem. 31, 1; τοὺς ὅρους ἀπὸ τῆς οἰκίας ἀφαιρεῖ, ib. 3, ἀνεῖλε, ib. 4, ὅρους ἔστησε, ib. 12; διέϑετο ὅρους ἐπιστῆσαι χιλίων δραχμῶν ἐμοὶ τῆς προικὸς ἐπὶ τὴν οἰκίαν, 41, 6, als Hypothek auf das Haus einschreiben oder dieses zum Anschlag bringen lassen.
-
14 ἐκ-πακτόω
ἐκ-πακτόω, hinein-, verstopfen, τὰς ἁρμονίας τῇ βίβλῳ Her. 2, 96.
-
15 ἜΡΩ
ἜΡΩ, sagen; dazu gehört das ep. praes. εἴρω in der 1. Pers., Od. 2, 162. 13, 7, νημερτέα εἴρω Od. 11, 137 (att. φημί); pass. εἴρεται, Arat. 172. 261; Plat. Crat. 398 d sagt τὸ γὰρ εἴρειν λέγειν ἐστίν; fut. ἐρῶ, ion. u. ep. ἐρέω, ich werde sagen, sprechen, perf. εἴρηκα, u. pass. εἴρημαι, εἴρητο, εἰρημένος, Il. 8, 524 Od. 12, 453; εἰρέαται = εἴρηνται, Her. 4, 181; μῠϑος εἰρημένος ἔστω Il. 8, 524; aor. p. ἐῤῥήϑην, erst spät u. unatt. ἐῤῥέϑην, ion. auch εἰρέϑην, Her., inf. ῥηϑῆναι, fut. pass. ῥηϑήσομαι, seltener εἰρήσομαι, wie οὐ μέν τοι μέλεος εἰρήσεται αἶνος, nicht vergeblich soll dir das Lob gesagt sein, Il. 23, 795; εἰρήσεται ἐν βραχίστοις Pind. I. 5, 56; – οὐδὲ πάλιν ἐρέει, er wird nicht widersprechen, Il. 9, 56; ἔπος, ἀγγελίην, ich werde Botschaft ansagen, 1, 419 u. öfter; φόως ἐρέουσα, um das Licht anzukündigen, Il. 2, 49; ἐπὶ ῥηϑέντι δικαίῳ, wenn etwas Gerechtes gesagt worden, Od. 18, 414; μισϑὸς δέ οἱ ἦν εἰρημένος, war ihm zugesichert, Her. 8, 23. Bei den Attikern in denselben Vrbdgn wie εἶπον; τοιοῦτόν σοι ἐγὼ καὶ μῦϑον καὶ λόγον εἴρηκα Plat. Prot. 328 c; μυριάκις περὶ ἀρετῆς παμπόλλους λόγους εἴρηκα Men. 80 b; bestimmen, festsetzen, χρόνον, ὃν ὁ νόμος εἴρηκε Legg. IX, 879 e; ἐν τῷ ῥηϑέντι χρόνῳ XI, 921 a; mit doppeltem acc., τί δὲ τὸν ἕτερον ἐροῦμεν Soph. 268 b; τί ἐροῠσιν οἱ πολλοὶ ἡμᾶς Crit. 48 a. – Med., – al in der Bdtg des act., εἴρετο δεύτερον αὖτις, sie sagte zum zweitenmale, Il. 1, 513, wie εἴροντο δὲ κήδε' ἑκάστη Od. 11, 542. – bl Sonst ist εἴρομαι ich lasse mir sagen, ich frage, οὔτ' εἴρομαι οὔτε μεταλλῶ Il. 1, 553; φυλακὰς δ' ἃς εἴρεαι 10, 416; ὅς μ' εἴρεαι ἄντην 15, 247; conj. ὅ, ττι κέ σ' εἴρωμαι Od. 8, 549; imper. εἴρεο, 1, 284; auch ἔρειο, Il. 11, 611; εἰρέσϑω, Od. 17, 571; partic. εἰρόμενος, Il. 6, 239 Od. 24, 474; dazu tut. ἐρήσομαι, ion. u. ep. εἰρήσομαι, 7, 237. 19, 46; aor. ήρόμην, inf. ἐρέσϑαι, wie Bekker Od. 1, 405 u. 3, 69 u. öfter, μεταλλῆσαι καὶ ἐρέσϑαι accentuirt (Wolf ἔρεσϑαι); so ist auch ἐρώμεϑα conj. aor., Od. 8, 133, u. ἔροιτο opt. aor., Od. 1, 135 (wo es dem ἀδήσειεν entspricht). 3, 77 (vgl. jedoch Schol. Il. 16, 47); sehr gew. mit indirecten Fragesätzen, ὅττι ἑ κήδοι 9, 402, εἰ, ob, 8, 132 u. sont; ἤρετο ὅ, τι ϑαυμάζοι καὶ ὁπόσοι τεϑνᾶσιν Thuc. 3, 113; τινά, befragen, Il. 1, 332; ϑεῶν εἰρώμεϑα βουλάς Od. 16, 402; auch τινά τι, Einen wonach fragen, τὸ μέν σε πρῶτον ἐγὼν εἰρήσομαι Od. 7, 237; vgl. 3, 243; εἴρετο πάντας παῖδα, er fragte alle nach dem Kinde, Pind. Ol. 6, 49; ἐρήσομαι δὲ τοσόνδε σε Eur. Or. 507; αὐτοὺς τὸ ἐναντίον εἰ ἐροίμεϑα Plat. Prot. 354 a; παρ' ἡμῖν τοὺς πετομένους ἢν ἔρῃ, wenn du bei uns nach ihnen fragst, Ar. Av. 167;. τινὰ περί τινος, Od. 1, 135. 405 u. öfter; τινὰ ἀμφί τι u. ἀμφί τινι, 11, 570. 19, 95; βούλομ' αὐτοὺς ἐρέσϑαι σοῦ κασιγνήτου πέρι Eur. El. 548; οὓς ἔφαμεν περὶ ἁρμονίας ἐρήσεσϑαι Plat. Rep. VII, 531 b; Her. 4, 76; – erfragen, erforschen, τί, Il. 7, 128 Od. 6, 298; τινά, nach Einem fragen, Il. 6, 239. 24, 390. – Vom praes. finden sich noch (wie von ἐρέω) conj., μάντιν ἐρείομεν, wir wollen fragen, Il. 1, 62, opt. ἐρέοιμεν, Od. 4, 192. 11, 229, part. ἐρέων, Il. 7, 128 Od. 21, 31; med. ἐρέεσϑαι, Od. 6, 298. 23, 106, ἐρέοντο, Il. 4, 332. 8, 445, ἐρέωμαι, Od. 17, 509. – Adj. verb. ῥητέον, ῥητός. – Vgl. übrigens ἐρωτάω u. ἐρεείνω.
-
16 αρμονια
ион. ἁρμονίη, эп. ἁρμονιά ἥ1) скрепление, связь(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.; τῶν λίθων Diod.)
2) паз, щель3) скрепа(γόμφοι καὴ ἁρμονιαί Hom.)
4) pl. соглашение, договор(μάρτυροι ἁρμονιάων Hom.)
5) установление, порядок(Διός Aesch.)
6) душевный склад, характер(γυναικῶν Eur.)
7) муз. строй, лад(Λυδίᾳ σὺν ἁρμονίᾳ μέλος Pind.; ἁ. Δώριος Arst.)
8) слаженность, соразмерность(ἐν τῷ σώματι Plat.)
9) стройность, гармония(ἐν τοῖς φθόγγοις καὴ ἔργοις Plat.; τῶν φερομένων ἄστρων Arst.)
-
17 βυβλος
v. l. βίβλος ἥβ. στεφανωτρίς Plut. предполож. — папирус, пригодный для плетения венков
2) волокна папируса3) писчая бумага из папируса4) книга(ἐκ βύβλου καταλέγειν τι Her.)
-
18 εκβαινω
дор. ἐκβάω (fut. ἐκβήσομαι, aor. ἐξέβην, pf. ἐκβέβηκα)1) выходить, высаживаться, сходить(νηός Hom. - in tmesi и ἐκ τῆς νεώς Thuc.; ἀπήνης Aesch.)
πετρης ἐ. Hom. — спуститься со скалы2) выходить, уходить3) восходить, подниматься(πρὸς τὰ ὄρη и ἐπὴ τὸν λόφον Xen.)
4) исходитьτίνος βοέ ἐξέβη νάπους ; Soph. — чей крик послышался из рощи?
5) доходить, достигатьεἰς τοῦτ΄ ἐκβέβηκα ἀλγηδόνος, ὥστε … Eur. — в своей скорби я дошла до того, что …6) выходить за пределы, переступать(γαίας ὅρια Eur.)
ἐκβῆναι τέν ἑλικίαν τινός Plat. — выйти за пределы какого-л. возраста;ἐ. τῆς εἰωθυίας διαίτης Plat. — отойти от привычного образа жизни;ἐ. τὸ μέσον Arst. — превысить средний уровень;ἐ. τῆς λεκτικῆς ἁρμονίας Arst. — отклониться от строя разговорной речи;ἐπανελθεῖν, ὁπόθεν ἐξέβην, βούλομαι Dem. — я хочу вернуться к тому, от чего я (в своей речи) отклонился;ἐξέβην ἄλλοσε Eur. — мои мысли были заняты другим7) нарушать(τὸν ὅρκον, τὰ ἀρχαῖα νομοθετηθέντα Plat.)
8) идти, происходитьἢν τὰ οἰκότα ἐκ τοῦ πολέμου ἐκβαίνῃ Her. — если военные действия будут развиваться нормально;
τοιοῦτον ἐκβέβηκεν Soph. — вот что произошло;τὰ ἐκβησόμενα (πρήγματα) Her., Arst. и τὰ μέλλοντα ἐ. Her. — предстоящие события;τὰ ἐκβαίνοντα Dem., Polyb. — события, происшествия;τὸ τελευταῖον ἐκβάν Dem. — конечный исход, результат9) становиться, делатьсяσοφοῖς ὁμιλῶν κἀυτὸς ἐκβήσῃ σοφός Men. — от общения с мудрыми и сам станешь мудрым10) высаживать (на берег), выгружать(τι Hom.; εἰς γαῖάν τινα Eur.)
-
19 εμπακτοω
-
20 εντηκω
1) в расплавленном виде вливать(μόλιβδον, sc. εἰς τὰς τῶν λίθων ἁρμονίας Diod.; θερμὸν χαλκὸν εἴς τι Plut.)
2) (pf. ἐντέτηκα) глубоко проникать, въедаться(τὸ μῖσος ἐντέτηκέ τινί τινος Soph., Plat.; ἐν ταῖς ψυχαῖς ἐντέτηκεν ἥ δεισιδαιμονία Diod.)
3) pass. (aor. 2 ἐνετάκην) глубоко проникатьсяἐντακῆναι (v. l. ἐκτακῆναι) τῷ φιλεῖν Soph. — сгорать от любви
См. также в других словарях:
.αρμονίας — ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem acc pl ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁρμονίας — Ἁρμονίᾱς , Ἁρμονίη fem acc pl Ἁρμονίᾱς , Ἁρμονίη fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρμονίας — ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem acc pl ἁρμονίᾱς , ἁρμονία means of joining fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλκμέων — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Α. ο Αργείος. Γιος του μάντη Αμφιάραου και της Εριφύλης, αδελφός του Αμφίλοχου. Σκότωσε τη μητέρα του εκτελώντας εντολή του πατέρα του, ο οποίος πριν ξεκινήσει για την εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, που ήξερε πως θα … Dictionary of Greek
Zaharias Karounis — Zaharías Karoúnis Zaharías Karoúnis (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université… … Wikipédia en Français
Zaharías Karoúnis — (en grec : Ζαχαρίας Καρούνης), né le 2 novembre 1980 à Pakia en Laconie, province du Péloponnèse du sud est de la Grèce, est un chanteur grec. Il a étudié à la faculté de théologie de l’université d’Athènes et prépare un doctorat de… … Wikipédia en Français
Σεμέλη — I Αρχαία ελληνική θεότητα, χθόνιας φύσης. Θρακικής πιθανόν καταγωγής, στην Ελλάδα συσχετίστηκε με τη λατρεία του Διονύσου και κατά τη θηβαϊκή παράδοση θεωρήθηκε κόρη του ιδρυτή των Θηβών Κάδμου και της Αρμονίας. Ήταν ερωμένη του Δία και απ’ αυτόν … Dictionary of Greek
μπαρόκ — Η λέξη μπαρόκ, ως όρος χαρακτηρισμού ενός ρυθμού, είχε αρχικά έννοια αρνητική και μειωτική. Μόνο κατά τα τελευταία χρόνια ο Ιταλός γλωσσολόγος Μπρούνο Μιλιορίνι και άλλοι Γάλλοι επιστήμονες κατόρθωσαν να εξακριβώσουν την αρχική έννοια του όρου.… … Dictionary of Greek
συγχορδία — (Μουσ.). Συνήχηση τριών τουλάχιστον ήχων με διαφορετικό τονικό ύψος. Η δομή της σ. και οι σχέσεις της με άλλους ήχους ρυθμίζονται από την αρμονία, που είναι η γραμματική της μουσικής και μελετά τη φύση και τους διάφορους συνδυασμούς σ.: μείζονων… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
δωδεκαφωνία — Σύγχρονη τεχνική μουσικής σύνθεσης που επινόησε και ανέπτυξε o Αυστριακός συνθέτης Άρνολντ Σένμπεργκ (1874 1951), ο οποίος μάλιστα την καθόρισε ως «μέθοδο μουσικής σύνθεσης με δώδεκα φθόγγους, που βρίσκονται σε σχέση μόνο μεταξύ τους». Η δ.… … Dictionary of Greek