-
1 στάσεις
στά̱σεις, ἵστημιmake to stand: aor subj act 2nd sg (epic doric)στά̱σεις, ἵστημιmake to stand: fut ind act 2nd sg (doric)στάσιςplacing: fem nom /voc pl (attic epic)στάσιςplacing: fem nom /acc pl (attic)στάζωdrop: aor subj act 2nd sg (epic)στάζωdrop: fut ind act 2nd sg -
2 στάσις
A placing, setting, (sc. δικτύων) X.Cyn.2.8, 9.16;τῶν κλιμάκων Plb.5.60.7
; erection of a statue,εἰκόνος IG7.411.34
(Oropus, ii B.C.); στήλης ib.22.654.59 (iii B.C.), 11(4).1023 (Delos, iii B.C.).3 erection, building, PPetr.3p.139 (iii B.C., pl.); = ἐργαστήριον, Hsch.; so perh. in BGU1122.18, 21 (i B.C.).II (ἵστημι A.
IV) weighing,αὕτη 'στὶ λοιπὴ σφῷν στάσις Ar.Ra. 1401
; A 28 (Delph., iv B.C.); στάσις μισθοῦ the paying of the doctor's fee, Hp. Praec.4;ἀπὸ τᾶν κοινᾶν ποθόδων.. ἐπιλυθῆμεν τοὺς ἐρρυτιασμένους στάσι IG42(1).77.13
(Troezen, ii B.C.).B ([etym.] ἵσταμαι) standing, stature, A.Eu.36 (marg.M βάσιν); standing still, stationariness, defined as ἀπόφασις τοῦ ἰέναι, Pl.Cra. 426d; opp. φορά, κίνησις, ib. 437a, 438c, Sph. 250a, 251d, Arist.Metaph. 1025b21, al.; rest, as a category of the intelligible, Plot.6.2.8; opp. ἠρεμία, Id.6.3.27; ὀμμάτων στάσιες fixed stare, Hp.Acut. (Sp.) 6; σ. ὤτων pricking of the ears, Poll.5.61; σ. τῆς γαστρός constipation, Orib.inc. 13.6; [ τοῦ αἵματος] sluggishness, Hp.Acut. (Sp.) 7; τοῦ ἀέρος,= νηνεμία, Thphr.Vent.18, Gal.9.908.2 the place in which one stands or should stand, position, posture, station,ἔχοντες σ. ταύτην ἐς τὴν ἔστημεν Hdt.9.21
; λέβης.. φυλάσσων τὴν ὑπὲρ πυρὸς ς. A.Fr.1; ἰδέσθαι.., τίν' ἔχει ς. E.Fr. 308 (anap.), cf. Ar.Pl. 954;τὴν 'ινοῦς σ. ἑστάναι E.Ba. 925
; τῆς αὐτῆς ἠξιοῦτο ς. D.19.272; σ. ἵππων,= ἱππόστασις, σταθμός, stable, stall, E.Fr. 442;ὄνων ἵππων τε στάσεις Ephipp.18
;τῆς σ. παρασύρων.. τὰς δρῦς Ar.Eq. 527
; κατὰ τὴν σ. δὴ στάντες standing each in his place, Antid.2; of military formation, κατάπυκνος ς. close order, Ascl.Tact.5.1; row,ἀμπέλων Tab.Heracl.2.77
, al., cf. BGU1122.18,21 (i B.C., unless in signf. A. 1.3).b position in relation to the compass,ἡ σ. ἤλλακτο τῶν ὡρέων Hdt.2.26
; ἡ σ. τοῦ νότου καὶ τῆς μεσαμβρίης ibid.; setting of a wind from a quarter, τῶν ἐτησίων ἤδη στάσιν ἐχόντων having set in, Plb.5.5.3; γίνεταί τις ἀνέμου ς. Id.1.48.2, cf. Arist.Mete. 362b33, Thphr.Sign.35 (pl.); v. infr. 111.4.c of planetary connexion, Vett.Val.38.17.d metaph., from a boxer's position, ὥσπερ.. ὁρᾶτε τοὺς πύκτας περὶ τῆς σ. ἀλλήλοις διαγωνιζομένους, οὕτω καὶ ὑμεῖς.. ὑπὲρ τῆς πόλεως περὶ τῆς σ. ( τάξεως codd., but cf. Quint.Inst.3.6.3)αὐτῷ μάχεσθε Aeschin.3.206
: hence, position taken up by a litigant (esp. defendant), Cic. Top.25.93;ἐπ' ἀδίκου σ. ἱστάμενος PRein.18.16
(ii B.C.); issue, σ. ὁρική, νομική, λογική, etc., Hermog.Stat.2, cf. Syrian. in Hermog.2.55 R.3 position, state, condition of a person,ἐν τῇ καλλίονι στάσει εἶναι Pl.Phdr. 253d
; esp. of moral, social, political position,μειρακιώδης Plb.10.33.6
;ἰδιώτου Epict.Ench.48
;φιλοσόφου Arr.Epict.3.15.13
; σ. ἔχειν ἐν τῷ βίῳ ib.1.21.1; state of affairs, Ostr.1151.3 (iii A.D.);ἡ σ. τῆς νόσου Hp.Dieb.Judic.10
, cf. Mochl. 21 (pl.).4 στάσις μελῶν, expld. by Sch. as = στάσιμον (q.v.), Ar. Ra. 1281.III esp. party formed for seditious purposes, faction, Thgn.51, Hdt.1.59,60; ἐπεκράτησε τῇ στάσι ib. 173; αἱ τῶν Μεγαρέων ς. Th.4.71.2 faction, sedition, discord, Thgn.781, Sol.4.19, Democr.245, Th.2.65;οἴκων Pi.N.9.13
, al., cf. Hdt.5.28, al.;σ. ἀντιάνειρα Pi.O.12.16
; σκεπτομένων πόθεν ἡ ς. how the row began, Batr.135; στάσις ἐν ἀλλήλοισιν ὠροθύνετο a contest, A.Pr. 202;ὅστις.. στάσιν ποιέοι περὶ γαδαισίας Berl.Sitzb. 1927.8
([dialect] Locr., v B.C.);εἰς λόγου στάσιν ἐπελθών S.Tr. 1180
;σ. γλώσσης Id.OT 634
;στάσει νοσοῦσα πόλις E.HF34
;τὰς σ. ἐποιοῦντο πρὸς ἀλλήλους Isoc.4.79
;στάσεις παύω X.Mem.4.6.14
; ;πόλιν εἰς στάσιν ἐμβάλλειν X.Mem.4.4.11
;τὴν πόλιν εἰς στάσεις κατέστησαν Lys.25.26
;κατὰ στάσιν ἀποκτείνειν Id.30.13
; opp. πόλεμος, Pl.R. 470b, cf. Phd. 66c, Sol. l.c.;στάσεις καὶ διαστάσεις Arist.Pol. 1296a8
.3 division, dissent,στάσιν ἐνέσεσθαι τῇ γνώμῃ Th.2.20
; οὐδ' ἔνι ς. there's no disputing it, A.Pers. 738 (troch.).4 metaph., τὰν ἀνέμων ς. Alc.18 (unless in signf. B.1.2b);ἀνέμων πνεύματα.. στάσιν ἀντίπνουν ἀποδεικνύμενα A.Pr. 1087
(anap.); σ. κυμάτων Ach. Tat.3.2.IV στάσεις,= τὰ πεφυκότα σπέρματα, Ar.Fr. 859. -
3 στάσις
στάσις, ἡ, 1) das Stellen, Feststellen, Sp. – 2) das Stehen; – a) das Feststehen, Ggstz der Bewegung, ἡ στάσις ἀπόφασις τοῠ ἰέναι βούλεται εἶναι, Plat. Crat. 426 d; Festigkeit, Soph. 249 b; neben βάσις, im Ggstz von φορά, Crat. 437 a; von κίνησις, 251 d; τῆς αὐτῆς στάσεως ἠξιοῠτο τό τε ἀριστεῖον τῆς ϑεοῠ καὶ αἱ τιμωρίαι, Dem. 19, 272; μονὴν καὶ στάσιν ἔχειν, Pol. 4, 41, 4; die Stellung, der Ort, wo man steht, der Standort, ἔχοντες στάσιν ταύτην, ἐς τὴν ἔστημεν, Her. 9, 21. 48; bes. der Ort, Punkt, wo die Himmelsgegenden gelegen sind, στάσις τῶν ὡρέων, τοῠ νότου, τῆς μεσαμβρίης, 2, 26; der Stand, ὡς μήτε σώκειν μήτε μ' ἀκταίνειν στάσιν, Aesch. Eum. 36; τῆς στάσεως παρασύρων, Ar. Equ. 525; des Netzes, Xen. Cyn. 9, 16. – b) der Zustand, die Lage, in der man sich befindet, ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν, Plat. Phaedr. 253 d; κατὰ τὴν ἐξ ἀρχῆς στάσιν ἔμενον, Pol. 2, 68, 7, u. öfter; auch ἀνέμου, Richtung des Windes, 1, 48, 2 u. sonst; – στάσις μελῶν, s. στάσιμος. – c) bes. der Aufstand, Aufruhr, das gesetzwidrige Zusammentreten Mehrerer zu gewaltsamer Durchsetzung ihres politischen Zweckes, Faktion im Staate; ἀντιάνειρα, Pind. Cl. 12, 16, das feindliche einander Gegenüberstehen, der Zwist; Theogn. 51. 779; Her. 1, 39. 60. 173 u. öfter; στάσις τ' ἐν ἀλλήλοισιν ὠροϑύνετο, Aesch. Prom. 200, vgl. Pers. 184 Eum. 933; auch ἐς λόγου στάσιν ἐπελϑεῖν, Wortstreit, Soph. Trach. 1169; στάσει νοσοῠσαν πόλιν, Eur. Hero. Für. 34, u. öfter; Ar. Ran. 359; Thuc. 1, 2. 2, 20 u. öfter; auch die aufrührerische Partei selbst, αἱ τῶν Μεγαρέων στάσεις φοβούμεναι, οἱ μέν –, οἱ δέ –, 4, 71; nach Plat. στάσις ἡ τοῠ φύσει συγγενοῠς διαφορά, Soph. 228 a, vgl. Rep. V, 470 b ἐπὶ τῇ τοῠ οἰκείου ἔχϑρᾳ στάσις κέκληται; neben ἔχϑρα, Polit. 306 b; πόλεμοι καὶ στάσεις, Phaed. 66 c; ἢ φίλους ἢ πόλιν εἰς στάσεις ἐμβάλλειν, Xen. Mem. 4, 6, 14; ἐμφύλιος στάσις καὶ ταραχή, Pol. 1, 71, 7; ἡ πρὸς ἀλλήλους φιλοτιμία καὶ στάσις, 4, 87, 9; ἡ ἐν ἀλλήλοις διαφορὰ καὶ στάσις, 6, 44, 6; στάσεις ποιεῖσϑαι πρός τινα, Isocr. 4, 79, Faktionen machen. – Allgemein, die Schaar, Aesch. Ch. 112. 451 Eum. 301. – 3) das Wägen, Abwiegen, μισϑοῠ, das Bezahlen des Lohnes, Hippocr.
-
4 στάσις
στάσις, εως, ἡ① condition of being in a certain position or state of affairs, existence, occurrence στάσιν ἔχειν be in existence, be standing (Polyb. 5, 5, 3; Plut., Mor. 731b ἔχ. γένεσιν καὶ στάσιν) Hb 9:8 (also prob. is place, position [Hdt. 9, 24 al.; Diod S 12, 72, 10; 13, 50, 9; LXX; En 12:4]). Stability was a dominant concern in administration of a state. If the focus is on the process leading up to establishment of a position, change is a dominant component, hence② movement toward a (new) state of affairs, uprising, riot, revolt, rebellion (opp. ἡσυχία [q.v. 1] civil harmony, peaceful conduct; since Alcaeus 46a, 1 D.2 [ἀνέμων στάσις=tumult of the winds]; Aeschyl., Hdt.; Sb 6643, 18 [88 B.C.]; PLond VI, 1912, 73 [41 A.D.]; Philo; Jos., Ant. 20, 117; Tat. 19, 3; loanw. in rabb.) against the civil authority Mk 15:7; Lk 23:19 (of an uprising: Dio Chrys. 21 [38], 14 γενομένης στάσεως), 25; Ac 19:40. Against the leaders of a Christian congregation 1 Cl 1:1. W. διχοστασία 51:1. But it is difficult to differentiate in 1 Cl betw. this sense and the foll. one, with focus on the component of discord.③ lack of agreement respecting policy, strife, discord, disunion (Diod S 12, 14, 3 στάσεις ἐν τ. οἰκίαις; Appian, Bell. Civ. 4, 45 §193 ἡ Καίσαρος κ. Ἀντωνίου στάσις; IG IV2/1, 687, 13; PStras 20, 10; Jos., Ant. 18, 374 al.; Tat. 16, 3) 1 Cl 46:9. W. ἔρις 3:2; 14:2 (στάσεις). W. ἔρις and σχίσματα 54:2. W. σχίσμα 2:6. W. ζήτησις Ac 15:2. τὴν καταβολὴν τῆς στ. ποιεῖν lay the foundation of the discord 1 Cl 57:1. ἡσυχάζειν τῆς ματαίας στ. cease from that futile dissension 63:1. Specif. of a difference in opinion, dispute (Aeschyl., Pers. 738; Apollon. Paradox. 6 τήν γινομένην στάσιν τοῖς Πυθαγορείοις προειπεῖν; Diog. L. 3, 51; Philo, Rer. Div. Her. 248; Jos., Vi. 143 γίνεται στ.; Tat. 1, 1 al.) Ac 23:7, 10 (Polyaenus, Exc. 40, 3 στάσεως γενομένης). κινεῖν στάσεις (v.l. στάσιν) τισί create dissension among certain people Ac 24:5.—DELG. M-M. TW. Spicq. Sv. -
5 στασις
1) расстановка, устанавливание(τῶν δικτύων Xen.; τῶν κλιμάκων Polyb.)
2) стояние на месте, неподвижность, покой(κίνησις καὴ σ. Arst.)
σ. μελῶν Arph. = τὸ στάσιμον 13) остановкаστάσιν λαμβάνειν Polyb. — останавливаться
4) место стояния, стоянкаἔχειν στάσιν Her. — занимать позицию;
τῆς στάσεως παρασύρειν τὰς δρῦς Arph. — срывать дубы с места5) стойлоσ. ἵππων Eur. — конюшня
6) осанка, вид, внешность(ἥ Ἰνοῦς σ. Eur.)
ἐν τῇ καλλίονι στάσει ὤν Plat. — более красивый с виду7) положение, состояниеἡ σ. τῶν ὡρέων Her. — порядок времен года;
ἥ σ. τῆς μεσαμβρίης Her. — юг;μειρακιώδης σ. Polyb. — юность, юношеский характер8) точка зрения, (философское) направление(ἥ Καρνεάδου σ. Plut.)
9) политическая группировка, партия Her., Thuc.10) восстание, мятеж, раздор(πόλεμοι καὴ στάσεις Plut.; τὰς στάσεις ποιεῖσθαι πρὸς ἀλλήλους Isocr.; στάσει νοσοῦσα πόλις Eur.)
σ. γλώσσης Soph. — пререкания, спор11) несогласие, расхождение(τῇ γνώμῃ Thuc.)
οὐκ ἔνι (= ἔνεστι) σ. Aesch. — разногласия нет12) бушевание(ἀνέμου Polyb.)
σ. ἀντίπνους Aesch. — встречный ветер;ἐτησίων στάσιν ἐχόντων Polyb. — когда непрерывно дуют этесийские ветры13) толпа, народ(σ. ἀκόρετος Aesch.)
-
6 ἐμποιέω
A make in, ἐν δ' αὐτοῖσι (sc. πύργοις)πύλας ἐνεποίεον Il.7.438
, cf. Ar.Ec. 154:—[voice] Med.,Ἑλικῶνι Χοροὺς ἐνεποιήσαντο Hes.Th.7
, cf. PFlor.212.10 (iii A. D.):—[voice] Pass., Χελιδὼν ἦν τις ἐμπεποιημένη introduced by the poet's art, Ar.Av. 1301, v. Sch.3 foist in,ἐς τὰ Μουσαίου ἐ. Χρησμόν Hdt.7.6
; ; simply, insert, opp. ἐξαγρέω, Schwyzer 412.3 ([place name] Elis).II produce or create in,ἡ Χρεία καπήλων.. γένεσιν ἐ. τῇ πόλει Pl.R. 371d
; οἱ Χρηματισταὶ.. πολὺν τὸν κηφῆνα καὶ πτωχὸν ἐ. τῇ πόλει ib. 556a, etc.; δύναμιν (sc. τῇ πόλει) Isoc.9.47.2 of states of mind,ἐπιθυμίαν ἐ. τοῖς Ἀθηναίων ξυμμάχοις ἐς τοὺς Λακεδαιμονίους Th.4.81
;κακόν τι ἐ. ταῖς ψυχαῖς Pl.Phd. 115e
; ἐν αὐτῷ δειλίαν ἐ. Id.R. 590b;ἐλπίδας ἐ. ἀνθρώποις X.Cyr.1.6.19
;ψυχῇ ἐπιστήμην Id.Mem. 2.1.20
;ταραχήν τισι Men.Sam.9
: without a dat., produce, create, μῖσος, λήθην, Pl.R. 351d, Phlb. 63e, D.19.3; ; Χρόνους [ ψηφίς μασι] D.23.93;Χαράν X.Hier.8.4
; ὀργὰς καὶ λύπας ib. 1.28: c. inf. pro acc., ἐ. τινὶ ἀκολουθητέον εἶναι produce in one's mind the persuasion that he must follow, Id.Oec.21.7; folld.by ὡς .., Id.An. 2.6.8.3 of conditions, produce, cause, ὀδύνην, σηπεδόνας, Hp. Acut.16, Aret.SD1.9;φθόρον Th.2.51
;στάσεις Id.1.2
; πολέμους καὶ στάσεις ἡμῖν αὐτοῖς ἐ. Isoc.4.168;Χρόνου διατριβὴν ἐ. Th.3.38
; .III [voice] Med., ἐμποιεῖσθαι, = ἀντιποιεῖσθαι, lay claim to, , cf. AJA16.13 (Sardes, iv/iii B.C.), BGU13.13 (iii A.D.), etc.;τοῦ λαοῦ μου LXXEx.9.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐμποιέω
-
7 πόλεμος
πόλεμος, ὁ (πέλομαι, verwandt ist pello, bellum, eigtl. Getümmel), Kriegsgetümmel, Schlacht, übh. Krieg, Kampf; oft bei Hom., der auch die Form πτόλεμος braucht; bei ihm herrscht, wie bei Hes. die Bdtg Schlacht, bei den Spätern, bes. bei den Att., die Bdtg Krieg im vollen Sinne des Wortes vor; Hom. vrbdt αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη, πόλεμοί τε μάχαι τε, Il. 1, 177, wie ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, 492 u. öfter; auch καὶ φύλοπις, 18, 242; στείχειν εἰς πόλεμον φϑισήνορα, 2, 833; οὐ πολέμοιο δυσηχέος ἐμνώοντο, 686, wie ἐξῆγεν πολέμοιο δυσηχέος 13, 535; πολύδακρυς Ἀχαιῶν, 3, 165, Krieg mit den Achäern, wie ἀνδρῶν, mit Männern, 24, 8 Od. 13, 91; εἶκε πολέμου καὶ δηϊοτῆτος, Il. 5, 348, u. öfter; τεύχεσιν ἐς πόλεμον ϑωρήσσετο δακρυόεντα, 8, 388, u. oft ὁμοίιος; ἐπί τε πτόλεμος τέτατό σφιν ἄγριος, 17, 736; τόσση γὰρ ἔρις πολέμοιο δέδηεν, ib. 253; auch ὁπότε νεῖκος ὀρώρηται πολέμοιο, 13, 271; πολέμοιο γέφυρα, s. dieses; Pind. vrbdt μάχαις πολέμου, Ol. 2, 44; πολέμοιο νέφος, N. 10, 9 (wie Il. 17, 243 u. öfter); auch νιφὰς πολέμοιο, I. 3, 35; χαλκοχάρμας, 5, 26, u. öfter; Tragg.: πόλεμον αἴρεσϑαι νέον, Aesch. Suppl. 337. 928; πολέμου στῖφος παρέχοντες, Pers. 20; Soph. Ant. 150; Streit, σᾷ δυςϑύμῳ τίκτουσ' αἰεὶ ψυχᾷ πολέμους, El. 212; πόλεμον συγγόνῳ ϑέσϑαι, Eur. Or. 13; συνῆψέ μοι ὅσῳ πολέμου κρεῖσσον εἰρήνη, Suppl. 488, u. öfter; Ar. u. in Prosa: πρός τινα, Her. 6, 2; ἐπί τινος, Xen. Hell. 3, 2, 22; ἀσχημοσύνῃ καὶ Ἔρωτι πρὸς ἀλλήλους ἀεὶ πόλεμος, Plat. Conv. 196 a; καὶ στάσις, Rep. V, 470 b; πόλεμοι καὶ στάσεις καὶ μάχαι vrbdn, Phaed. 66 c; πόλεμος ϑεῶν ist das göttliche Strafgericht, Xen. An. 2, 3, 7 u. Folgde; πόλεμον πολεμεῖν, ποιεῖσϑαι, ἄρασϑαι, ἐκφέρειν, ἐπαγγέλλειν u. ä. S. die Verba.
-
8 σύγ-χυσις
σύγ-χυσις, εως, ἡ, Vermischung, Verwirrung, Vernichtung, Vereitlung; ὁρκίων σύγχυσις hieß die erste Hälfte des vierten Buchs der Ilias bei den Gramm., wegen Il. 4, 269; πικρὰ βίου, Eur. Andr. 291; δόμων, 960; ἐπὶ συγχύσει βιοτᾶς, I. A. 551, τῶν σπονδῶν, Thuc. 1, 146, Verletzung, wie Plat. Rep. II. 379 e, νόμων, neben στάσεις, Isocr. 4, 114; Verwirrung, neben ἴλιγγος, Luc. Nigr. 35; νεῶν, Ep. ad. 492 ( Plan. 300); καὶ ταραχή, Pol. 14, 5, 8.
-
9 ταράσσω
ταράσσω, att. - ττω, fut. med. ταράξομαι in der Bdtg des fut. pass., Thuc. 7, 36, wie Xen. Cyr. 6, 1, 43, perf. τέτρηχα (s. unten u. vgl. ϑράσσω), rühren, auf-, durcheinanderrühren, verwirren; Hom. vom Poseidon, σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον, Od. 5, 291, wie ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ὰλός Eur. Troad. 88; ταραχϑεὶς πόντος, 687, das von Stürmen aufgewühlte Meer; σὺν δ' ἴππους ἐτάραξε, Il. 8, 86, er machte die Pferde wild, scheu; οὐ χϑόνα ταράσσοντες, das Land nicht umwendend, pflügend, Pind. Ol. 2, 63; φωνὰν ταρασσέμεν, P. 11, 42, verwirren; κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω, Aesch. Prom. 996; übertr., bestürzt machen, μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ, ταράσσει, Ch. 287; δεινὰ ταράσσει σοφὸς οἰωνοϑέτας, Soph. O. R. 483; pass. bestürzt werden, sein, ταράσσομαι φρένας, Ant. 1082; ὥς μοι ὑφ' ήπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει, Eur. Suppl. 599; τίς σὴν ταράσσει καρδίαν; Bacch. 1320; ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα, Hipp. 969, u. öfter so von den Leidenschaften; γῆν καὶ ϑάλατταν εἰκῆ, Ar. Equ. 429; καὶ κυκᾶν, Ach. 658 Equ. 251; dah. wie κυκᾶν, mischen, φάρμακον, Luc. Lex. 4; vgl. Nic. Th. 665. 936; κύλικα φαρμάκου, Plut. an vit. ad inf. suff. 3; αἵματος τεταραγμένου μέλιτι, Erasistr. bei Ath. VII, 324 a; so auch λαγὸν ταράξας πῖϑι τὸν ϑαλάσσιον, Amips. bei Schol. Ar. Vesp. 480 u. Ath. X, 446 d. In Prosa: πολλά με ταράττει, Plat. Phaed. 103 c; Theaet. 206 a u. öfter; bes. Krieg, Aufruhr erregen, σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας, Soph. Ant. 789; τὴν πόλιν, Ar. Equ. 864; πόλεμον, Plat. Rep. VIII, 567 a; vgl. Dem. 18, 151; ὅτι οὐδὲν δέοι ταράσσεσϑαι, ἀλλὰ νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσϑαι, Xen. Hell. 2, 4, 42; στάσεις καὶ πολέμους, Plut. Cat. min. 22; auch ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί, Them. 5; ein Heer in Verwirrung, Unordnung bringen, Her. 9, 50. 51; auch von Sachen, sie verwirren, τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων, 8, 12; ὁρῶν τοὺς Συρακοσίους ταρασσομένους καὶ οὐ ῥᾳδίως ξυντασσομένους, Thuc. 7, 3; πάντα ταῦτα καϑορῶν ἄνω κάτω ταραττόμενα δεινῶς, Plat. Prot. 361 c; τεταραγμένος τὴν γνώμην, Luc. Scyth. 3. – Bei den Aerzten ταράττειν τὴν κοιλίαν, den Unterleib in Unordnung bringen, d. i. Durchfall verursachen. – Das ep. perf. τέτρηχα hat die intrans. Bdtg in Verwirrung, unruhige Bewegung gerathen, τετρήχει δ' ἀγορή, die Volksversammlung gerieth in unruhige Bewegung, Il. 2, 95; ἀγορὴ τετρηχυῖα, 7, 346; so auch sp. D., wie τετρηχυῖα ϑάλασσα Leon. Tar. 96 (VII, 283). Erst spätere Dichter haben hiernach ein praes. τρήχω gemacht, das aber für jene homerische Form anzunehmen nicht nöthig ist; aus der att. Form ϑρᾱσσω, für ταράσσω, wird regelnmäßig τέτρᾶχα, ion. τέτρηχα, abgeleitet, s. Buttm. Lexil. I p. 210. Damit hängt τρηχύς zusammen.
-
10 δια-πολῑτεία
δια-πολῑτεία, ἡ, Zwist in Beziehung auf Verwaltung des Staats, Cic. ad Att. 9, 4; Plut. de garrul. 15 neben στάσεις.
-
11 μάχη
μάχη, ἡ, Schlacht, Gefecht, Kampf; Hom. κυδιάνειρα, Il. 4, 225, δριμεῖα, 15, 696, καὶ φύλοπις, 13, 789, ἠδὲ πτόλεμος, 536, καὶ δηϊοτής, 7, 290, καὶ ἐνοπή, 16, 246, καὶ ἀνδροκτασίαι, 24, 548, καὶ ὑσμῖναι, Od. 11, 612; μάχην ἐμάχοντο, sie schlugen die Schlacht, Il. 15, 414; ϑήσονται περὶ ἄστυ μάχην, anordnen, 24, 402; ὀρνύμεν, ὀτρύνειν, 9, 353. 12, 277, die Schlacht erregen, u. sonst in verschiedenen Vrbdgn. Auch vom Zweikampf, Il. 7, 263. 11, 255, u. so μάχη Αἴαντος, der Zweikampf mit Ajax, 11, 542, wie Hes. Sc. 361; auch allgemein, Streit, Wortstreit, Zank, wie man Il. 1, 177 deutet, αἰεὶ γάρ τοι ἔρις τε φίλη πόλεμοί τε μάχαι τε. – Oft Pind. u. Tragg.; μάχης ἴδρις, Aesch. Ag. 434, μάχη δορός, 427, μάχην συνάψαι, Pers. 328; φόνοι, στάσεις, ἔρις, μάχαι vrbdt Soph. O. C. 1235; εἰς ἀγῶνα τῷδε συμπεσὼν μάχης, Trach. 20; auch Ἔρως ἀνίκατε μάχαν, Ant. 777; μάχην ποιεῖσϑαι, eine Schlacht liefern, Thuc. u. A.; auch διὰ μάχης ἔρχεσϑαι, Her. 6, 9; u. einfach ὅτε ἡ μάχη ἦν, Plat. Conv. 220 d, μάχης γενομένης, Legg. IX, 869 c; Xen. oft; ἡ ἐν τοῖς ὅπλοις μάχη, Plat. Legg. VIII, 633 d; auch μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσϑαι, Tim. 88 a; μάχην νικᾶν, in der Schlacht siegen, Xen. An. 2, 1, 4, wie Dem. 18, 193 κρατῆσαι τὴν μάχην, wo aber Bekker τῇ μάχῃ aus zwei mss. aufgenommen hat. – Bei Xen. An. 2, 2, 6, ἣν (ὁδὸν) ἦλϑον ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης, steht es für Schlachtfeld, eigtl. von Ephesus bis zur Schlacht marschirten sie 93 Tagereisen, u. nachher ἀπὸ τῆς μάχης ἐλέγοντο εἰς Βαβυλῶνα εἶναι στάδιοι ἑξήκοντα; s. noch 5, 5, 4.
-
12 ὑποῤ-ῥῑπίζω
ὑποῤ-ῥῑπίζω, von unten od. ein wenig fächeln, anfachen, auch übertr., ἐπὶ στάσεις, zu Empörungen aufwiegeln, Appian. B. C. 1, 105.
-
13 ακαταπαυστος
-
14 εμφυλιος
21) соплеменныйοἱ ἐμφύλιοι Plat. — соплеменники, родичи
2) родственный, роднойγῆ ἐ. Soph. — родина;
οἱ ἐμφύλιοι Soph. — родственники, родные (ср. 1);αἷμα ἐμφύλιον Soph. — родня, но тж. Pind., Plat., Plut. убийство родственников3) междоусобный, внутренний(Ἄρης Aesch.; μάχη Theocr.; πόλεμος Polyb., Plut.; στάσεις Plut.)
-
15 περιωθεω
1) вталкивать(εἴσω τέν ἀναπνοήν Plat.)
τὸ περιωσθέν Plat. — нагнетенное, т.е. втянутый воздух2) выталкивать, вытеснять; отвергатьπεριεώσμεθα ἐκ πάντων Thuc. — мы (платейцы), отвергнуты всеми;
μέ περιωσθῶμεν ἐν ὑμῖν Thuc. — чтобы мы не были отвергнуты вами3) угнетать, притеснять(τοὺς ἀνθρώπους Dem.; γίνονται δὲ στάσεις ἐκ τοῦ περιωθεῖσθαι ἑτέρους ὑφ΄ ἑτέρων Arst.)
-
16 πέταλον
1 leaf ] ε πετάλοις ηρ[ (ἠρ[ινοῖς coni. Bury) Δ. 3. 19. fragg. ]φοριᾶν πεταλ[ Πα. 17. b. 26. ]πεταλο[ Θρ. 5b. 4. met., “ μηδὲ Νηρέος θυγάτηρ νεικέων πέταλα δὶς ἐγγυαλιζέτω ἄμμιν” (? a ref. to ἐκφυλλοφορία or πεταλισμός, but cf. Σ, τροπικώτερον δὲ τῶν φιλονεικιῶν τὰς στάσεις) I. 8.42 test., Galen., de puls. diff., 8. 682 ed. Lips., cf. P. Oxy. 221, col. 9. 17, Πίνδαρος ὠκεανοῦ τὰ πέταλα τὰς κρήνας λέγων fr. 326. -
17 προαπόλλυμι
A destroy first, [τὴν πόλιν] αἱ στάσεις -ώλεσαν App.BC4.14
, cf. Plu.Phoc.2.II more freq. in [voice] Pass., with [tense] pf. -όλωλα, to be first destroyed, perish before or first, Antipho 5.67, Th.5.61, 6.77; μὴ ἡ ψυχὴ προαπολλύηται (from ; : c. gen.,ὀλίγῳ τῶν ἄλλων προαπολεῖσθαι Lys.2.24
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προαπόλλυμι
-
18 συναπολαύω
A share in the enjoyment, Arist.HA 623a24, EE 1244b18; τινος of a thing, D.S. 9.20, Luc.Musc.Enc.8, Diog.Oen.1, Supp.Epigr.4.259 ([place name] Panamara); τινι with a person, Them.Or.4.57d, etc.2 share in the good or evil of..,τὸ ἀσύμμετρον.. οὐ σ. τῶν μερῶν Arist.Pr. 883a15
; in bad sense, αἱ στάσεις συναπολαύειν ποιοῦσι τὴν ὅλην πόλιν make it suffer with them, Id.Pol. 1303b32; σ. νόσου, τοῦ κακοῦ, Them.Or.1.7b, Max. Tyr.18.9;τῆς ἀναθυμιάσεως Gal.18(2).74
; cf.ἀπολαύω 11.1
.3 simply, share in, have somewhat of, τινος Thphr.CP6.8.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συναπολαύω
-
19 φιλονικία
φῐλονῑκ-ία, ἡ,A love of victory, rivalry, contentiousness, mostly in bad sense,φ. ἕνεκα τῆς αὐτίκα Th.1.41
, cf. 3.82;φ. ἀνόητος Democr.237
;φ. ἢ φιλοτιμίας ἕνεκα Pl.Lg. 860d
, cf. Alc.1.122c;ἐκ μέθης καὶ φιλονικίας Lys.3.43
;διὰ στάσιν καὶ τὴν πρὸς ἀλλήλους φ. Id.33.4
;εἰς πόλεμον καταστᾶσαι πρὸς ἀλλήλας καὶ φ. Isoc.12.158
;ἡ πρὸς ἀλλήλους ἔρις καὶ φ. D.9.14
, cf. Pl.Ti. 88a;ἀλλά τίς με φ. εἴληφεν πρὸς τὰ εἰρημένα Id.La. 194a
;ὑπὸ τῆς πρὸς τἀμὰ ἔργα φ. X.Cyr.8.7.12
;οὐ φιλονικίᾳ γε ἐρωτῶ Pl.Grg. 515b
;ἐάν τις φιλονικίᾳ κριθῇ.. δρᾶν, τεθνάτω Id.Lg. 938c
; εἰς τοσοῦτον φιλονικίας ἐλθεῖν πρὸς τὴν πόλιν, ὥστε .. Id.Mx. 243b;ἐγένετο φ. ἐν αὐτοῖς τὸ τίς αὐτῶν δοκεῖ εἶναι μείζων Ev.Luc.22.24
: pl.,φ. καὶ φιλοτιμίαι Pl.R. 548c
, cf. Ti. 90b, D.18.246;περὶ ὁπόσων ἂν ἐγγένωνται ἀνθρώποις φ. X.Cyr.2.1.22
;αἱ περὶ τὰς χορηγίας φ. Isoc. 7.53
;φ. καὶ στάσεις Arist.Pol. 1308a31
.2 in good sense, competition, emulation, emulous eagerness,ἔστω τούτων.. κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φ. Pl.Lg. 834c
;φ. αὐτοῖς ἔμβαλλε X.Cyr.7.1.18
; φιλονικίας ἐμποιεῖν περὶ τῶν καλῶν ἔργων ib.8.2.26;φ. ἐνέβαλε πρὸς ἀλλήλους τισί Id.Ages.2.8
; esp. in the games,πολλὴ φ. ἐγίγνετο X.An.4.8.27
, cf. Lac.4.2;διὰ φιλονικίαν Id.Hier.9.6
;τῶν ἐργατῶν φ. πρὸς ἀλλήλους καὶ φιλοτιμία Id.Oec.21.10
, cf. SIG685.12,36 (Magn. Mae., ii B. C., found in Crete).—On the form φιλονεικία, v. φιλόνικος fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλονικία
-
20 ἀνοδία
ἀνοδία, ἡ,A a road that is no road,ὁδὸν ἢ κυριώτερον εἰπεῖν ἀνοδίαν Ph.2.156
, al.;ἐρήμην ἀνοδίαν ἑαντοῖς συντεμεῖν Porph.Chr.1
; mostly in dat. ἀνοδίᾳ, ἀνοδίαις, through places with no roads, Plb.5.13.6, 4.57.8, D.S.19.5, Plu.2.508d, cf. Mar.37.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
στάσεις — στά̱σεις , ἵστημι make to stand aor subj act 2nd sg (epic doric) στά̱σεις , ἵστημι make to stand fut ind act 2nd sg (doric) στάσις placing fem nom/voc pl (attic epic) στάσις placing fem nom/acc pl (attic) στάζω drop aor subj act 2nd sg (epic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
αστασίαστος — η, ο (AM ἀστασίαστος, ον) 1. αυτός που δεν ταράζεται από στάσεις, ο ειρηνικός 2. εκείνος που δεν προκαλεί ή δεν επιτρέπει στάσεις ή εξεγέρσεις νεοελλ. όποιος γίνεται δεκτός χωρίς διαφωνίες των ειδικών («ερμηνεία αστασίαστη») αρχ. ο νομοταγής … Dictionary of Greek
γιόγκα — Ένα από τα έξι ορθόδοξα συστήματα της ινδικής φιλοσοφίας, κατά το οποίο, μαζί με τις θεωρητικές απόψεις, κατέχει πρωταρχική σπουδαιότητα η τεχνική για την κυριαρχία του πνεύματος και του σώματος. Ο όρος γ. προέρχεται από τη σανσκριτική λέξη yuj,… … Dictionary of Greek
κατατονία — Έντονη κινητική διαταραχή που συνοδεύει συνήθως τη σχιζοφρένεια. Περιλαμβάνει ανώμαλες κινήσεις και στάσεις και διακρίνεται σε υπερκινητική και υποκινητική μορφή. Στα χαρακτηριστικά της κ. συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη έκφρασης του προσώπου, η… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μιμητισμός — Η ικανότητα πολλών ζώων και φυτών να παίρνουν μορφές, χρώματα, στάσεις, χαρακτηριστικά άλλων ειδών ή αντικειμένων του εξωτερικού περιβάλλοντος. Η μίμηση αυτή ενεργεί ως προστατευτικό καμουφλάρισμα, όταν συντελεί στην προστασία από τις επιθέσεις… … Dictionary of Greek
στάση — η / στάσις, εως, ΝΜΑ 1. το να σταματά κάποιος ή κάτι, το να στέκεται ακίνητος, το σταμάτημα, η ακινησία (α. «στάση δέκα λεπτών» β. «οὐχ εὑρίσκει... στάσιν τῆς ἀναβάσεως», Γρηγ. Ναζ.) 2. άρνηση υπακοής στους νόμους ή στις αρχές, εξέγερση, ανταρσία … Dictionary of Greek