-
1 ηρεμία
ἠρεμίᾱ, ἠρέμιοςfem nom /voc /acc dualἠρεμίᾱ, ἠρέμιοςfem nom /voc sg (attic doric aeolic)ἠρεμίᾱ, ἠρεμίαrest: fem nom /voc /acc dualἠρεμίᾱ, ἠρεμίαrest: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————ἠρεμίᾱͅ, ἠρέμιοςfem dat sg (attic doric aeolic)ἠρεμίαι, ἠρεμίαrest: fem nom /voc plἠρεμίᾱͅ, ἠρεμίαrest: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ἠρεμία
-
3 ηρεμια
ἠ1) покой, неподвижностьᾧ ἥ κίνησις ὑπάρχει, τούτῳ ἥ ἀκινησία ἠ. Arst. — чему присуще движение, неподвижность того (есть) покой
2) покой, спокойствие, мир(ψυχῆς Plat.)
-
4 ἠρεμία
ἠρεμία, ἡ, Ruhe, Gelassenheit -
5 ηρεμία
η1) спокойствие, безмятежность, покой;ψυχική ηρεμία — душевный покой;
2) тишина; затишье;ηρεμία της νυχτός — тишина ночи;
στο μέτωπο ηρεμία — на фронте затишье;
3) спокой ствие, хладнокровие -
6 ἠρεμία
Βλ. λ. ηρεμία -
7 ἠρεμίᾳ
Βλ. λ. ηρεμία -
8 ηρεμία
[ирэмиа] ουσ θ тишина, спокойствие. -
9 ἠρεμία
ἠρεμ-ία, ἡ,A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph. 202a4;ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph. 988b4
, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46.2 of the mind, quietude,ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def. 412a
, cf. Arist.de An. 406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠ. ὑμῶν leaving you entirely at rest, v. l. for ἐρημίας, D.13.8 ( ἠρεμίη κοίτης is perh. a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11). -
10 ηρεμία
sessizlik, dinginlik, durgunluk -
11 ηρεμία
1) composure2) equanimity3) tranquillityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ηρεμία
-
12 ηρεμίας
ἠρεμίᾱς, ἠρέμιοςfem acc plἠρεμίᾱς, ἠρέμιοςfem gen sg (attic doric aeolic)ἠρεμίᾱς, ἠρεμίαrest: fem acc plἠρεμίᾱς, ἠρεμίαrest: fem gen sg (attic doric aeolic) -
13 ἠρεμίας
ἠρεμίᾱς, ἠρέμιοςfem acc plἠρεμίᾱς, ἠρέμιοςfem gen sg (attic doric aeolic)ἠρεμίᾱς, ἠρεμίαrest: fem acc plἠρεμίᾱς, ἠρεμίαrest: fem gen sg (attic doric aeolic) -
14 ηρεμίαι
ἠρεμίᾱͅ, ἠρέμιοςfem dat sg (attic doric aeolic)ἠρεμίαrest: fem nom /voc plἠρεμίᾱͅ, ἠρεμίαrest: fem dat sg (attic doric aeolic) -
15 ἠρεμίαι
ἠρεμίᾱͅ, ἠρέμιοςfem dat sg (attic doric aeolic)ἠρεμίαrest: fem nom /voc plἠρεμίᾱͅ, ἠρεμίαrest: fem dat sg (attic doric aeolic) -
16 ηρεμίαν
ἠρεμίᾱν, ἠρέμιοςfem acc sg (attic doric aeolic)ἠρεμίᾱν, ἠρεμίαrest: fem acc sg (attic doric aeolic) -
17 ἠρεμίαν
ἠρεμίᾱν, ἠρέμιοςfem acc sg (attic doric aeolic)ἠρεμίᾱν, ἠρεμίαrest: fem acc sg (attic doric aeolic) -
18 ηρεμίη
ἠρέμιοςfem nom /voc sg (epic ionic)ἠρεμίαrest: fem nom /voc sg (epic ionic)——————ἠρέμιοςfem dat sg (epic ionic)ἠρεμίαrest: fem dat sg (epic ionic) -
19 κίνησις
κίνησις, ἡ, das Bewegen, die Bewegung; Plat. Phaedr. 245 d; Ggstz στάσις Soph. 250 a; Ggstz ἠρεμία Arist. Eth. 7, 14; Folgde. Von taktischen Bewegungen, Pol. 10, 21, 22; Aufregung, Aufruhr, Thuc. 3, 75; καὶ ταραχή Pol. 3, 4, 12; öfter bei Sp., wie Hdn.; πολιτειῶν, Staatsumwälzungen, Arist. pol. 2, 8. – Bei Aristipp. u. der kyrenäischen Schule galt κίνησις λεία σαρκός als höchstes Gut. – Bei den Gramm. die Flexion, bes. des Verbums, E. M.; Umlaut des Vocals, Hdn. περὶ μ. λ.
-
20 ημερια
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἠρεμία — ἠρεμίᾱ , ἠρέμιος fem nom/voc/acc dual ἠρεμίᾱ , ἠρέμιος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱ , ἠρεμία rest fem nom/voc/acc dual ἠρεμίᾱ , ἠρεμία rest fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμίᾳ — ἠρεμίᾱͅ , ἠρέμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ἠρεμίαι , ἠρεμία rest fem nom/voc pl ἠρεμίᾱͅ , ἠρεμία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ηρεμία — η 1. ακινησία: Ηρεμία της θάλασσας. 2. αταραξία: Άκουσε με ηρεμία τα θλιβερά μαντάτα. 3. ησυχία, γαλήνη: Βρήκε την ψυχική του ηρεμία. 4. έλλειψη δράσης: Επικράτησε ηρεμία σ όλα τα μέτωπα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ηρεμία — η (AM ἠρεμία) [ήρεμος] 1. ησυχία, αταραξία, ακινησία, γαλήνη 2. ψυχική γαλήνη, ανάπαυση νεοελλ. φυσ. κατάσταση ενός σώματος τού οποίου τα σημεία δεν μεταβάλλουν θέση ως προς ένα σύστημα αναφοράς … Dictionary of Greek
ἠρεμίας — ἠρεμίᾱς , ἠρέμιος fem acc pl ἠρεμίᾱς , ἠρέμιος fem gen sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱς , ἠρεμία rest fem acc pl ἠρεμίᾱς , ἠρεμία rest fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμίαι — ἠρεμίᾱͅ , ἠρέμιος fem dat sg (attic doric aeolic) ἠρεμία rest fem nom/voc pl ἠρεμίᾱͅ , ἠρεμία rest fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμίαν — ἠρεμίᾱν , ἠρέμιος fem acc sg (attic doric aeolic) ἠρεμίᾱν , ἠρεμία rest fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμιῶν — ἠρεμία rest fem gen pl ἠρεμίζω bring to rest fut part act masc nom sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αταραξία — Φιλοσοφική αντίληψη για την ψυχική ηρεμία ως την πιο υψηλή αξία. Ο Δημόκριτος πρεσβεύει ότι το μεγαλύτερο αγαθό είναι η ψυχική ηρεμία που οφείλεται στην απόλαυση, μέσα στα όρια του μέτρου, των ηδονών της ζωής. Οι σκεπτικοί, που αμφέβαλαν για όλα … Dictionary of Greek
δυναμική — (Φυσ.). Η μελέτη της κίνησης των σωμάτων σε συσχετισμό με τις δυνάμεις που επενεργούν σε αυτά ή που ασκούν πίεση σε αυτά. Η δ. είναι ο κλάδος της μηχανικής που μελετά τις κινήσεις των σωμάτων σε σχέση με τα αίτια που τις προκαλούν. Διαφέρει από… … Dictionary of Greek
πεδίο — Στη φυσική, ο χώρος (περιορσμένος ή απεριόριστος) που σε κάθε σημείο του ένα φυσικό μέγεθος έχει μια ορισμένη τιμή, που εξαρτάται γενικά από τη θέση του θεωρούμενου σημείου στον χώρο, ενδεχομένως και από τον χρόνο. Το φυσικό μέγεθος μπορεί να… … Dictionary of Greek