Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

σπάργανα

См. также в других словарях:

  • σπάργανα — σπάργανον band for swathing infants neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάργαν' — σπάργανα , σπάργανον band for swathing infants neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπάργανο — το / σπάργανον, ΝΜΑ 1. επιμήκης και φαρδιά λωρίδα υφάσματος με την οποία περιτυλίγουν τα βρέφη, κν. φασκιά 2. στον πληθ. τα σπάργανα το σύνολο τών πανιών με τα οποία συνήθιζαν παλαιότερα να τυλίγουν τα βρέφη, αλλ. πάνες νεοελλ. 1. βιολ. η… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • σπειρώ — όω, ΝΑ συστρέφω κάτι ώστε να σχηματίσει σπείρες, περιελίσσω, κουλουριάζω αρχ. τυλίγω στα σπάργανα. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. με τη σημ. «συστρέφω» και ιδίως στον τ. τής μεσ. φωνής σπειροῦμαι < σπεῖρα, ενώ ο ενεργ. τ. σπείρω με την ειδικότερη σημ. «τυλίγω …   Dictionary of Greek

  • ВОСПИТАНИЕ —    • Educatio.     I. Греческое.          Как во всех отраслях общественной и частной жизни, так и в В. у греков ясно обнаруживается различие отдельных племен. Между тем как в дорическом племени, а особенно в Спарте, где все было направлено к… …   Реальный словарь классических древностей

  • PANNI Infantiae Latinis — quae Graeci σπάργανα, δεσμὰ, ράκη, Latini iterum Cunabula et Incunabula dixêre, i. e. fasciolae, quibus infantes involvi soliti. Sicut enim Cunae lectuli erant illi mobiles, in quibus pueri cubabant; ita cunabula vel incunabula vincula dicta sunt …   Hofmann J. Lexicon universale

  • UNGENDI Ritus — olim frequens admodum. Namque infantem uterô egressum statim lavabant, partim sale, partim aquâ, eâque vel tepidâ, vel fervente, vel frigidâ, quâ Germani etiam legitimum fetum explorârunt, Lacones vinô: Additum apud Graecos oleum in χύτλῳ, de quo …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Κρόνος — I Προελληνική θεότητα. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν ο νεότερος από τους Τιτάνες, γιος του Ουρανού και της Γαίας και πατέρας του Δία. Κατά τη Θεογονία του Ησίοδου, με προτροπή της Γαίας ευνούχισε τον πατέρα του και ανέλαβε ο ίδιος τη διακυβέρνηση …   Dictionary of Greek

  • Ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»