-
1 έσφιγξα
-
2 ἔσφιγξα
-
3 σφιγγω
(fut. σφίγξω, aor. ἔσφιγξα; pass.: aor. ἐσφίγχθην, pf. ἔσφιγμαι)1) сжимать, (в отчаянии) ломать(χεῖρας Batr.)
2) сдавливать, зажимать(τι ἐν δακτύλοισι Anth.)
3) стягивать, прижимать(τέν τρίχα Anth.; ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theocr.)
4) перевязывать(τὰ δράγματα Theocr.)
5) душить, удавливать(ἑαυτὸν ἐκ τοῦ τραχήλου Anth.)
6) делать сжатым, сокращать(τέν φράσιν Plut.)
7) задерживать(τὸν λόγον Plut.)
8) запирать(πύλας Anth.)
9) обматывать, накладывать(πέδην περὴ ποσσί τινι Anth.)
10) охватывать, замыкать, окружать, опоясывать(πάντα Plat.)
ὅ Ὠκεανὸς σφίγγει τέν οἰκουμένην Arst. — Океан окружает землю -
4 σφίγγω
Aσφίγξω AP12.208
(Strat.): [tense] aor.ἔσφιγξα Alex.31
, AP10.75 (Pall.), etc.:—[voice] Med., [tense] aor.ἐσφιγξάμην Hermesian.7.81
, Nonn.D.15.247, al.:—[voice] Pass., [tense] aor.ἐσφίγχθην AP6.331
(Gaet.), ([etym.] ἀπ-) Hp.Mochl.35: [tense] pf.ἔσφιγμαι D.H.7.72
, Luc.Musc. Enc.3; inf. , Philostr.VA2.13: [tense] plpf.συνέσφικτο Procop.Gaz. p.168B.
:—bind tight, bind fast:I of the person or thing bound,ἄρασσε μᾶλλον, σφίγγε A.Pr.58
;σφίγγετ', ἀμαλλοδέται, τὰ δράγματα Theoc.10.44
; κεκρύφαλοι σ. τεὴν τρίχα; AP5.259 (Paul. Sil.);κρημνᾷ ἑαυτὴν σφίγξασα ἐκ τοῦ τραχήλου Luc. Asin.24
;σ. πύλας
shut close,AP
5.293.5 (Agath.); τόκους clutch, ib. 11.289 (Pall.); σ. τὴν φράσιν straiten, abridge, Plu.2.1011e, cf. Demetr.Eloc. 244; πολλῷ χρόνῳ τὸν λόγον σφίγξαντες having severely restrained their utterance, Plu.2.6e:—[voice] Pass.,ἐσφίγγετο πέπλος ζωστῆρι Theoc.7.17
;σ. ὑπὸ τοῦ βρόχου D.S.12.17
;σφιγχθεὶς χέρας APl.4.198
(Maec.);σ. δράκοντι AP6.331
(Gaet.);οὐ κατὰ τοὺς σφῆκας πάνυ ἐσφιγμένοι Luc.Musc.Enc.3
:—also [voice] Med. (in act. sense), Hermesian.7.81, Nonn.D.13.11, al.2 of the thing used in binding, στραγγαλίδας ἐσφίγγετε you tied knots fast, i.e. raised all sorts of difficulties, Pherecr.21;σ. τὴν ἀγκύλην τῆς ἐμβάδος Alex.31
;σφίγξω σοῖς περὶ ποσσὶ πέδην AP5.178
(Mel.); σφίγγουσα τὰ πρὸς τοῖς γόνασι (sc. σπάργανα) Sor.1.84;νεβρίδα στέρνοισι Nonn.D.1.36
;πέπλα.. ἑῷ καρήνῳ Musae.252
;σφιγχθεὶς στέφανος AP12.135
(Asclep.).II bind or hold together,αἰθὴρ σ. περὶ κύκλον ἅπαντα Emp.38.4
;σ. πάντα Pl.Ti. 58a
;ὁ ὠκεανὸς σ. τὴν οἰκουμένην Arist.Mu. 393b9
, cf. Melinno ap.Stob.3.7.12, AP5.293.20 (Agath.).3 tighten up, τὴν ἐκ τῆς μαλακῆς τρίψεως ἀραιότητα ς. Gal.6.91; of astringents, ib.477; σύες.. τοῖς ἄρρεσιν ἐμφερῶς ἐσφιγμέναι sows with firm flesh like boars, Sor.1.30;ὑπὸ τῆς ἐμφύτου θερμασίας ἀναχαλᾶται τῶν ἐσφιγμένων ἕκαστον Id.2.10
.
См. также в других словарях:
ἔσφιγξα — σφίγγω bind tight aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)