-
1 λίμνη
λίμνηpool of standing water: fem nom /voc sg (attic epic ionic)λιμνειfem nom /voc /acc dual (doric aeolic)——————λίμνηpool of standing water: fem dat sg (attic epic ionic)λίμνηι, λιμνειfem dat sg (epic) -
2 λίμνη
λίμνη, ἡ (λείβω, die Alten leiten es falsch von λίαν μένειν, weil es ursprünglich ausgetretenes u. stehen gebliebenes Wasser bedeute), stehendes Wasser, der See, Teich, Il. 2, 711. 865. 21, 317 u. sonst, Pind. u. Folgde, auch in Prosa überall, λίμνη ποτίμου καὶ ϑερμ οῠ ὕδατος, Ken. Hell. 3, 2, 18; auch = Sumpf, Her. 1, 191 u. A.; καϑ' ἕλη καὶ λίμνας καὶ ποταμούς vrbdt Plat. Critia. 114 e; auch ein künstlich gegrabenes Wasserbecken. Her 1, 185. 186. – Bei Hom. auch die See, das Meer, βαϑείης βένϑεσι λίμνης, Il. 13, 32 u. öfter; γαῖαν καὶ βένϑεα λίμνης, Hes. Th. 365; Μηλίδα πὰρ λίμναν, Soph. Trach. 636; Eur. Hipp. 794 u. a. D. – Vgl. noch nom. propr.
-
3 λιμνη
дор. λίμνα ἥ1) стоячая вода, болото, тж. водоем или лиман(ἕλη καὴ λίμναι Plat.)
2) озеро(ἥ λ. Γεννησαρέτ NT.)
3) пруд4) мореβένθεσι λίμνης Hom. — в морской пучине
5) морской заливΜηλίδα πὰρ λίμναν Soph. — в Мединском заливе
-
4 λίμνη
λίμνη, ης, ἡ (Hom. et al.; ins, pap, LXX; GrBar; ApocMos 37; Philo, Aet. M. 147; 148; Jos., Ant. 5, 81) a body of water, smaller than, e.g., the Mediterranean Sea, but not limited to what is ordinarily termed a lake.ⓐ lake of the Lake of Gennesaret (except in Luke, usu. called θάλασσα; s. that entry 2 and cp. יָם) ἡ λ. Γεννησαρέτ Lk 5:1. The abs. ἡ λ. also has this sense (Jos., Vi. 96; 165; 304, Ant. 14, 450) vs. 2; 8:22f, 33.ⓑ pool ἡ λ. τοῦ Δαυίδ the pool of David, acc. to Ox 840, 25 a basin in the temple enclosure used by the priests for bathing (ZNW 9, 1908, 6f; 15, 1914, 338; Unknown Sayings 36–49).② a transcendent lake-like phenomenon, lake (in apocalyptic scenario)ⓐ lake of fire Rv 20:14ab, 15 (cp. JosAs 12:10 ἄβυσσος τ. πυρός) or of fire and brimstone vs. 10; cp. 19:20; 21:8, in which the enemies of God are punished. ApcPt 8:23 sinners are punished in a λίμνη μεγάλη πεπληρωμένη βορβόρου φλεγομένου. On 11:26 s. ἰχώρ. λ. μεγάλη πεπληρωμένῃ πύρου καὶ αἱματος 16:31.ⓑ lake of salvation βάπτισμα ἐν σωτηρίᾳ Ἀχερουσίας λίμνης, ἣν καλοῦσιν ἐν τῷ Ἠλυσίῳ πεδίῳ in the cleansing of the saving (waters) of the Acherusian Lake, as they call the place (alleged to be) in the Elysian Plain ApcPt Rainer 4–6 (ApcMos 37; cp. GrBar 10:2ff).—B. 38. DELG s.v. λειμών C. M-M. -
5 Λιμνη
ἡ Лимна ( гимнасий в Трэзене) Eur. -
6 λίμνη
λίμνη (cf. λείβω, λιμήν): lake, pond, even of a swamp or a marsh, Il. 21.317; also of the sea, Od. 3.1.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > λίμνη
-
7 λίμνη
λίμνη, ἡ, stehendes Wasser, der See, Teich; auch = Sumpf; auch ein künstlich gegrabenes Wasserbecken; auch die See, das Meer -
8 λίμνη
-
9 λίμνη
ἡ λίμνη ['заводь'] озеро, пруд, болото (ср. лиман) -
10 λίμνῃ
Βλ. λ. λίμνη -
11 λίμνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λίμνη
-
12 λίμνη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > λίμνη
-
13 λίμνη
озероλίμνῃΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λίμνη
-
14 λίμνῃ
озереλίμνηΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λίμνῃ
-
15 λίμνη
озеро.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > λίμνη
-
16 λίμνη
болото, озеро -
17 λίμνη
-ης + ἡ N 1 0-0-0-3-2=5 Ps 106(107),35; 113(114),8; Ct 7,5; 1 Mc 11,35; 2 Mc 12,16αἱ τοῦ ἁλὸς λίμναι saltpits 1 Mc 11,35 -
18 λίμνη
[лимни] ουσ θ озеро. -
19 λίμνη
λίμν-η, ἡ,A pool of standing water left by the sea or a river, Il.21.317: hence, marshy lake, mere, distd. from ἕλος, Pl. Criti. 114e, Lg. 824c;Βοιβηΐς λ. Il.2.711
; Γυγαίη ib. 865;Κηφισίς 5.709
;λ. Γοργῶπις A.Ag. 302
; (lyr.), cf. 729, Pers. 871 (lyr.), Hdt.4.86;ἡ Βόλβη λ. Th.4.103
; λ. τροχοειδής, at Delos, Hdt.2.170, cf. A.Eu.9.b also, artificial pool or basin, Hdt.1.185, 191, al., SIG799 ii 3 (Cyzic., i A.D.).2 in Hom. and other Poets, the sea, Il.24.79, Od.3.1;βένθεσι λίμνης Il.13.21
, 32: so in Trag. in lyr.,λίμνᾳ πορφυροειδεῖ A.Supp. 529
;ἐπ' οἶδμα λίμνας S. Fr. 476
, E.Hec. 446;Πόσειδον, ὃς γλαυκᾶς μέδεις.. λίμνας S.Fr. 371
; Μηλίδα πὰρ λ. by the Malian bay, Id.Tr. 636.II Λίμναι, αἱ, (used without the article), a quarter of Athens (once prob. marshy), near the Acropolis, in which stood the Lenaeum, Ar.Ra. 216, Th.2.15, Is.8.35, etc., cf.λιμναῖος 11
. -
20 λίμνη
lac
См. также в других словарях:
λίμνη — pool of standing water fem nom/voc sg (attic epic ionic) λιμνει fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνῃ — λίμνη pool of standing water fem dat sg (attic epic ionic) λίμνηι , λιμνει fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λίμνη — Φυσική κοιλότητα (λεκάνη) της επιφάνειας της Γης, γεμάτη γλυκό ή υφάλμυρο νερό. Όταν μια λ. έχει δημιουργηθεί από την τεχνητή απόφραξη μιας κοιλάδας με φράγμα, τότε ονομάζεται τεχνητή λ. Τα περισσότερα χαρακτηριστικά των λ. (βάθος, αλμυρότητα… … Dictionary of Greek
Λίμνη — Sp Limnė Ap Λίμνη/Limni L Graikija (Euboja) … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λίμνη Μαραθώνος — Ημιορεινός ακατοίκητος οικισμός (υψόμ. 260 μ.) του νομού Αττικής. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της Αττικής, κοντά στη λίμνη του Μαραθώνα. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Καπανδριτίου της νομαρχίας Ανατολικής Αττικής … Dictionary of Greek
Λίμνη Δοϊράνις — Sp Doirãno ẽžeras Ap Доjранско Eзеро/Dojransko Ezero makedoniškai Ap Λίμνη Δοϊράνις/Limni Doïranis graikiškai L Makedonijoje ir Š Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Λίμνη Κορώνιας — Sp Korònijos ẽžeras Ap Λίμνη Κορώνιας/Limni Koronia L ŠR Graikijoje … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
λίμνη — η μεγάλο κοίλωμα του εδάφους που περιέχει γλυκό νερό: Πολλές τεχνητές λίμνες κατασκευάστηκαν για την υδροδότηση μεγάλων πόλεων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αγίου Βασιλείου, λίμνη — Λίμνη (57 τ. χλμ.) της κεντρικής Μακεδονίας στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι γνωστή και ως λίμνη του ΛαγκαδάΚορώνεια. Βρίσκεται σε ύψος 75 μ. πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας και το μεγαλύτερο βάθος της είναι 8,5 μ. Η… … Dictionary of Greek
Βόλβη, λίμνη — Λίμνη (73 τ. χλμ.) του νομού Θεσσαλονίκης, η δεύτερη σε έκταση της χώρας μας, στην περιοχή μεταξύ των ορέων Βερτίσκου και Βόλβης από Β και Χορτιάτη, Χολομώντα και Στρατονικού από Ν, τα νερά των οποίων συγκεντρώνει. Δέχεται επίσης τα πλεονάζοντα… … Dictionary of Greek
Βουλιαγμένης, λίμνη ή λίμνη Ηραίου — Λίμνη (μήκος 2 χλμ., μέγιστο πλάτος 1 χλμ.) στον νομό Κορινθίας. Στην αρχαιότητα, εκτός από την ονομασία της ως λίμνης Ηραίου, λεγόταν και Γοργώτις και Εσχατιώτις. Έχει μέγιστο βάθος 40 μ. και ενώνεται με τη θάλασσα με διώρυγα πλάτους 6 μ. Η… … Dictionary of Greek