-
1 δευσοποιέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευσοποιέω
-
2 δευσοποιία
δευσοποι-ία, ἡ,A dyeing, Poll.1.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευσοποιία
-
3 δευσοποιός
A deeply dyed, fast, of colours,δ. γίγνεται τὸ βαφέν Pl.R. 429e
, cf.Alex.141.9, D.Chr. 77.4;δ. σπάργανα Diph.72.2
;δ. φάρμακα Luc.Im.16
;δ. καὶ δυσέκνιπτος Ael.NA16.1
: metaph.,δόξα δ. Pl.R. 430a
;πονηρία Din.2.4
;δέος Plu.Alex.74
. Adv.- ῶς Simp.in Cat.253.28
.2 title of play by Apollod. Gel., Suid.3 = βαφεύς, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δευσοποιός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский