Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

σειρ-όω

См. также в других словарях:

  • σείρ — σειρός, ὁ, Α (κατά το λεξ. Σούδα) «ἥλιος». [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τεχνικός τ. τού Σείριος, επινοημένος από τους γραμματικούς] …   Dictionary of Greek

  • OSIRIS — Iovis fil. ex Niobe Phoronei filia. Argivis imperavit: sed subditis subiratus fratri Aegialeo regnum tradidit, profectus in Aegyptum est, quam legibus egregiis instructam, Rex tenuit. Iûs maritus, quae et Isis dicta, varias artes Aegyptios docuit …   Hofmann J. Lexicon universale

  • SIRIUS — I. SIRIUS Thebanorum in Aegypto Regum, iuxta Eratosthenem, undecimus, dictus quasi γ῾ιὸς κόῤῤης, Silius genae; alias Α᾿βάσκαντος, cui nemo invidet: excepit Anoyphen, regnavit ann. 18. ac successorem habuit Chnubum Gneurum, vide Ioh. Marshamum Can …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βασκανία — Η επιβλαβής επήρεια που μπορούν να ασκήσουν ορισμένα άτομα πάνω σε άλλα, είτε με το βλέμμα τους είτε με παράδοξο μορφασμό του προσώπου τους. Η πίστη στη β. είναι πανάρχαια και τη συναντούμε όχι μόνο σε πρωτόγονους λαούς αλλά και σε λαούς με… …   Dictionary of Greek

  • εμφραγμός — ο (AM ἐμφραγμός) έμφραξη, φραγμός (α. «εμφραγμός οχετού» β. «καὶ ἡ μάχη αὐτῶν ἐμφραγμὸς ὠτίων», Σοφ. Σειρ.) …   Dictionary of Greek

  • σπηλάδιον — τὸ, Α μικρή σπηλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπήλαιον + υποκορ. κατάλ. άδιον (πρβλ. σειρ άδιον). Ο τ. έχει γραφτεί σπηλάδιον (αντί τού αναμενόμενου σπηλᾴδιον) αναλογικά προς τα υποκορ. σε άδιον] …   Dictionary of Greek

  • Φιτζέραλντ, Φράνσις Σκοτ — (Fitzerald, Σεντ Πολ, Μινεζότα 1896 – Χόλιγουντ 1940). Αμερικανός συγγραφέας. Γιος ενός κτηματία των Νότιων Πολιτειών και μιας πλούσιας καθολικής Ιρλανδής, γράφτηκε στο φημισμένο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, όπου υπήρχε ένας περίφημος φοιτητικός… …   Dictionary of Greek

  • tu̯ei-2, extended tu̯ei-s- —     tu̯ei 2, extended tu̯ei s     English meaning: to excite, shake, move around; to shimmer     Deutsche Übersetzung: “erregen, hin and her bewegen, schũtteln, erschũttern, also seelisch”     Grammatical information: (s present; to es stem… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»