-
1 σειρώ
σειράωbind: pres imperat mp 2nd sgσειράωbind: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)σειράωbind: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)σειράωbind: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)σειράωbind: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)σειράωbind: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)σειρέωempty: pres subj act 1st sg (attic epic doric)σειρέωempty: pres ind act 1st sg (attic epic doric)σειρόωstrain: pres subj act 1st sgσειρόωstrain: pres ind act 1st sg -
2 σειρῶ
σειράωbind: pres imperat mp 2nd sgσειράωbind: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)σειράωbind: pres ind act 1st sg (attic epic ionic)σειράωbind: pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)σειράωbind: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)σειράωbind: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)σειρέωempty: pres subj act 1st sg (attic epic doric)σειρέωempty: pres ind act 1st sg (attic epic doric)σειρόωstrain: pres subj act 1st sgσειρόωstrain: pres ind act 1st sg -
3 σειρόω
A strain, filter, Cleopatra ap. Paul.Aeg.3.2, PFay.134.6 (iv A.D.), Aët.1.102; but σειρώσουσιν is prob. f.l. for στρώσουσιν in Sm.Je.48.12. (Cf. σειρεόω and σειρέω.)II σειρῶ, = cimusso, provide a garment with a border, Dosith. p.435 K.
См. также в других словарях:
σειρώ — (I) όω, Α [σειρά] κατασκευάζω ρούχο με παρυφή. (II) όω, Α βλ. σειρώνω. (III) όω, Α [Σείριος] σειρεῶ* … Dictionary of Greek
σειρῶ — σειράω bind pres imperat mp 2nd sg σειράω bind pres subj act 1st sg (attic epic ionic) σειράω bind pres ind act 1st sg (attic epic ionic) σειράω bind pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) σειράω bind pres ind act 1st sg (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σειρώνω — σειρῶ, όω, ΝΑ στραγγίζω, σουρώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σείριος (βλ. και λ. σουρώνω)] … Dictionary of Greek
σείρωσις — (I) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (Ι)] δέσιμο με σχοινί. (II) ώσεως, ἡ, Α [σειρῶ (ΙΙ)] διήθηση, στράγγισμα … Dictionary of Greek
ασείρωτος — ἀσείρωτος, ον (Α) (για όχημα) αυτό το οποίο τραβούν δύο μόνο άλογα (ζύγιοι ίπποι) δεμένα στον ζυγό, χωρίς τα δύο βοηθητικά («σειραφόρους ίππους») που ήταν δεμένα με σχοινί ή λουρί στον ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σειρωτός < σειρώ ( όω) <… … Dictionary of Greek
σίραιον — τὸ, Α βρασμένος μούστος από σταφύλια ή και από σύκα, το σημερινό πετιμέζι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η άποψη ότι η λ. συνδέεται με τον τ. σιρός μάλλον δεν ευσταθεί. Πιθανότερη φαίνεται η σύνδεσή της με το ρ. σειρῶ «στραγγίζω, αποξηραίνω» (βλ. λ. Σείριος)] … Dictionary of Greek
σειρωτός — ή, όν, Α [σειρῶ (Ι)] δεμένος με σχοινί … Dictionary of Greek
σιρωτής — ὁ, Α σουρωτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σειρῶ, όω «σουρώνω, στραγγίζω» (< Σ[ε]ίριος)] … Dictionary of Greek
σουρώνω — Ν 1. στραγγίζω («σουρώνω τα μακαρόνια») 2. (σχετικά με ύφασμα) σχηματίζω πιέτες, πτυχώνω 3. (αμτβ.) ζαρώνω («σούρωσε το φόρεμα και θέλει σιδέρωμα») 4. μτφ. α) πίνω υπερβολικά, μεθοκοπώ β) εξασθενώ, αδυνατίζω 5. (η μτχ. παθ. παρακμ.) σουρωμένος, η … Dictionary of Greek