-
1 σειρίασις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειρίασις
-
2 σειριάω
II suffer from σειρίασις, Dsc.4.70, Eup.1.9, Alex. Aphr.Pr.1.98; = φλεγμαίνει, καροῦται, Ael.Dion.Fr. 430; σ. τοὺς πόδας, of horses (v. σειρά VI), Hippiatr.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειριάω
-
3 σειρομάστης
A v. σιρ-. [full] σειρόν· τὸ ἀνδρεῖον θέριστρον ([place name] Sicyonian), Hsch.; cf. ζειρά. [full] σειρός, v. σιρός.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σειρομάστης
-
4 σηρικάριος
σηρικάριος, ὁ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σηρικάριος
-
5 τετράσειρον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τετράσειρον
-
6 Σειρήν
Grammatical information: f.Meaning: `Sirene(s)', mythical destructive bird-like creatures (woman-birds), who, in the Od., attract those navigating by with their beautiful chant and kill them (Od.; Nilsson Gr. Rel. I2 228f.), also as des. of various seductive women and creatures (Alcm., E., Aeschin. a.o.); as des. of a wild kind of bees (Arist. a.o.; Gil Fernández Nombres de insectos 214f.).Other forms: (Att. vase-inscr. Σιρ-; s. Kretschmer Glotta 10, 61 f. w. lit.), often pl. - ῆνες, gen. du. - ήνοιιν (Od.). Byforms Σειρην-ίδες (Dor. Σηρην-) pl. (Alcm. a.o.), - άων gen. pl. (Epich. 123, verse-end).Dialectal forms: As 1. member in Myc. se-re-mo-ka-ra-o-re, - a-pi (Mühlestein Glotta 36,152ff.)??; wellfounded doubts by Risch Studi Micenei (Roma 1966) 1, 53 ff. Aura Jorro 255.Derivatives: Σειρήν(ε)ιος `sirene-like' (LXX, Hld.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: As the orig. (appellative) meaning is unknown, only hypotheses are possible. Purely formal (cf. Schwyzer 487) one should connect either σειρά ("the one who grasps, who snares") or Σείριος (as personification of the midday-blaze and the midday-magic), s. Solmsen Wortforsch. 126ff. (w. older lit.; to this Güntert Kalypso 174 f.), where the last idea is preferred. Acc. to others (Brandenstein Kratylos 6, 169 with Tomaschek, Lagercrantz Eranos 17, 101 ff. with diff. interpretations) Thrac.-Phryg. For Pre-Greek-Mediterr. origin e.g. Chantraine Form. 167 (with Cohen); further hypotheses in Brandenstein Festschr. Jul. Fr. Schütz (Graz-Köln 1954) 56 f. -- On the development of the word sirène in French Chantraine Institut de France (Lecture) 1954: 19, 5 f. -- Furnée 172 takes the wild bees for Pre-Greek.Page in Frisk: 2,687-688Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Σειρήν
См. также в других словарях:
Σίρ Αλή — Εμίρης του Αφγανιστάν, που έζησε το 19o αι., γιος του Ντουστ Μωχάμετ. Μετά το θάνατο του πατέρα του (1863), πολέμησε εναντίον των αδελφών του, που διεκδικούσαν το θρόνο και τους νίκησε. Διόρισε το γιο του Γιακούμπ Χαν διοικητή στη Χεράτ, αλλά… … Dictionary of Greek
Σιρ Νταριά — (ο αρχαίος Ιαξάρτης). Ποταμός της Σοβιετικής κεντρικής Ασίας που έχει συνολικό μήκος 2.922 χλμ. (από τις πηγές του Ναρίν) και χύνεται στη λίμνη Αράλη. Σχηματίζεται στην Κοιλάδα της Φεργκάνας από τη συμβολή του Κάρα Νταριά και του Ναρίν και από το … Dictionary of Greek
Νεϊγί-σιρ-Σεν — (Neuilly sur Seine). Πόλη (59.600 κάτ. το 2003) της Γαλλίας. Αποτελεί δυτικό προάστιο του Παρισιού και σημαντικό βιομηχανικό κέντρο. Η πόλη είναι γνωστή από τη συνθήκη που υπογράφηκε στις 27 Νοεμβρίου 1919, από τους Συμμάχους και τη Βουλγαρία την … Dictionary of Greek
Ουζμπεκιστάν — (διεθν. Uzbekistan) Ουζμπεκιστάν Κράτος της κεντρικής Ασίας. Συνορεύει Ν με το Τουρκμενιστάν και με το Αφγανιστάν, Β με το Καζακστάν, Α με την Κιργισία, ΝΑ με το Τατζικιστάν.Η χώρα διαιρείται διοικητικά σε 12 επαρχίες, σε μία αυτόνομη δημοκρατία… … Dictionary of Greek
Λουξεμβούργο — I Κράτος της κεντροδυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α με τη Γερμανία, στα Ν με τη Γαλλία, στα Δ και στα Β με το Βέλγιο.Το έδαφος του Λ. περιλαμβάνεται στα σύνορα που καθορίστηκαν το 1839, όταν η χώρα έχασε το δυτικό τμήμα της, πεδινό κατά το… … Dictionary of Greek
Καζακστάν — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Καζακστάν Παλαιότερη ονομασία: Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία του Καζακστάν (1925 91) Έκταση: 2.717.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 16.741.519 (2002) Πρωτεύουσα: Αστάνα (319.300 κάτ. το 1999)Κράτος της κεντρικής Ασίας.… … Dictionary of Greek
Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Βαν Γκογκ, Βίνσεν — (Vincent Van Gogh, Γκρόοτ Τσούντερτ, Βραβάντη 1853 – Οβέρ σιρ Ουάζ 1890). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία δεκαέξι ετών εργάστηκε στα καταστήματα της Χάγης και του Λονδίνου της εμπορικής εταιρείας έργων τέχνης Γκουπίλ και άρχισε να ζωγραφίζει,… … Dictionary of Greek
Καμπανία - Αρδένες — (Campagne Ardenne). Διοικητικό διαμέρισμα της βορειοανατολικής Γαλλίας (25.606 τ. χλμ., 1.342.363 κάτ. το 2000) με πρωτεύουσα το Σαλόν αν Σαμπάν (46.700 κάτ. το 2003· παλαιότερα ονομαζόταν Σαλόν σιρ Μαρν). Συνορεύει στα ΒΑ με το Βέλγιο, στα Α με… … Dictionary of Greek
Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… … Dictionary of Greek