1 σίραμφος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σίραμφος
σιρίασις — άσεως, ἡ, Α βλ. σειρίασις … Dictionary of Greek
σειρίαση — η / σειρίασις, άσεως, ΝΜΑ, και σιρίασις Α [σειριῶ] βαριά μορφή ηλίασης νεοελλ. 1. απότομη προσβολή από νόσο, την οποία απέδιδαν, παλαιότερα, στον αστέρα Σείριο 2. (για ζώο) απότομη εξάντληση … Dictionary of Greek