-
1 σαφηνεία
-
2 σαφηνείᾳ
-
3 σαφήνεια
σαφήνειαclearness: fem nom /voc sg -
4 σαφήνεια
σᾰφήν-εια, ἡ,A clearness, distinctness. Pl.Phdr. 277d; opp. ἀσάφεια, Id.R. 478c;πάσῃ σ. λαβεῖν τι Id.Sph. 254c
;σ. τινός Id.R. 524c
;τῶν χορδῶν Id.Lg. 812d
; τὴν τοῦ στόματος ς. Isoc.15.189; τῶν πραχθέντων τὴν σ. πυθέσθαι to learn the plain truth, Antipho 1.13;σαφηνείᾳ λόγου εἰδώς τι A.Th.67
; clear knowledge,σ. θεοὶ ἔχοντι Alcmaeon 1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαφήνεια
-
5 σαφήνεια
clarityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > σαφήνεια
-
6 σαφηνείας
σαφηνείᾱς, σαφήνειαclearness: fem acc plσαφηνείᾱς, σαφήνειαclearness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 σαφηνείαι
σαφηνείᾱͅ, σαφήνειαclearness: fem dat sg (attic doric aeolic) -
8 σαφήνειαν
σαφήνειαclearness: fem acc sg -
9 προσήνεια
προσήνεια, ἡ,A mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language,ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήνεια
-
10 ἀσάφεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσάφεια
-
11 ἰδέα
A form,ἰδέᾳ καλός Pi.O.10(11).103
, cf. Theoc.29.6;τὴν ἰ. πάνυ καλός Pl.Prt. 315e
;τὴν ἰ. μοχθηρός And.1.100
, cf. Ar.Av. 1000;ἰδέην ὁρέων Hdt.1.80
; opp. χρῶμα, Id.4.109; opp. μέγεθος, Pl.Phd. 109b (pl.);ἡ ἰ. αὐτοῦ ἦν ὡς ἀστραπή Ev.Matt.28.3
, etc.; of the elementary shapes,ἄτομοι ἰδέαι Democr.
ap.Plu.2.1111a codd., cf. Fr. 141 D.; of the four elements, Philistion ap.Anon.Lond.20.25.3 kind, sort,φύλλα τοιῆσδε ἰδέης Hdt.1.203
; φύσιν παρέχονται ἰδέης τοιήνδε [οἱ ποτάμιοι ἵπποι] Id.2.71; ἐφρόνεον διφασίας ἰ. they conceived two modes of acting, Id.6.100, cf. 119; τὰ ὄργι' ἐστὶ τίν' ἰ. ἔχοντά σοι; what is their nature or fashion? E.Ba. 471; ἑτέραν ὕμνων ἰ. Ar.Ra. 384; καινὰς ἰ. εἰσφέρειν new forms of comedy, Id.Nu. 547; τίς ἰ. βουλεύματος; Id.Av. 993; πᾶσα ἰ. θανάτου every form of death, or death in every form, Th.3.81, cf. 83, 2.51;πολλαὶ ἰ. πολέμων Id.1.109
;ἡ ὑπάρχουσα ἰ. τῆς παρασκευῆς Id.4.55
; πᾶσαν ἰδέαν πειράσαντες having tried every way, Id.2.19; τῇ αὐτῇ ἰ. Id.3.62, 6.76; οὐκ ἐν ταῖς αὐταῖς ἰ. not in the same relations, Isoc.3.44: εἰς μίαν τινὰ ἰ. into one kind of existence, Pl.Tht. 184d;ἄλλη ἰ. πολιτείας Id.R. 544c
, etc.;ἀγοραίας.. ἰδέας τοῦ βίου Epicur.Fr. 196
.4 esp. in Rhet., etc., of literary form,ἀμφοτέραις ταῖς ἰδέαις κατεχρήσαντο πρὸς τὴν ποίησιν Isoc.2.48
, cf. 15.47,183; ἡ ἰαμβικὴ ἰ. Arist. Po. 1449b8, cf. 1450b34, Rh.Al. 1425a9, etc.; ἡ ἐν τῷ λέγειν ἰ. Phld. Rh.2.258 S.II in Logic,= εἶδος, class, kind: hence, principle of classification,ἔφησθα.. μιᾷ ἰδέᾳ τά τε ἀνόσια ἀνόσια εἶναι καὶ τὰ ὅσια ὅσια Pl.Euthphr.6d
, cf. Phdr. 265d. Sph. 253d, etc.2 pl. in Platonic Philosophy, ideal forms, archetypes,τὰς.. ἰ. νοεῖσθαι μέν, ὁρᾶσθαι δ' οὔ Id.R. 507b
, cf. 596b,al., Arist.Metaph. 990a34, al., EN 1096a17: also in sg., ἡ τοῦ ἀγαθοῦ ἰ. Pl.R. 508e, al., cf. εἶδος.3 notion, idea,προάγειν τὸν ἀποκρινόμενον ἐπὶ τὴν ἰ. ἀγνοουμένου πράγματος Nausiph.2
. (Written εἰδέα in later Greek, as PGen.16.17 (iii A.D.), v.l. in Ev.Matt.28.3.) -
12 ὑπερβαίνω
A- βήσομαι Heraclit.94
: [tense] aor. 2 ὑπερέβην, [dialect] Ep. [ per.] 3pl.ὑπέρβᾰσαν Il.12.469
:—step over, mount, scale, c. acc.,τεῖχος Il.
l. c.;οὐδόν Od.8.80
; , Th.3.20;γεῖσα τειχέων E.Ph. 1180
; ; ὑ. τοὺς οὔρους cross the boundaries, Hdt.6.108; τὰ ὄρεα, Αἷμον, Id.4.25, Th.2.96; δόμους step over the threshold of the house, E.Med. 382 codd.; (troch., s. v. l.);ὑ. τέγος ὡς τοὺς γείτονας D.22.53
; ὑ. τὴν οἰκίαν τινός, of burglars, PTeb.796.2 (ii B. C.); but more usu. ὑ. εἰς τὴν οἰκίαν ib. 793vi21 (ii B. C.), cf. BGU 1007.10 (iii B. C.), PSI4.396.4 (iii B. C.) (the usage c. gen. is more than dub.; in Hdt.3.54 the best codd. have ἐπέβησαν; in E.Supp. 1049 Kirchhoff restored ὑπεκβᾶσ'; in Ion 220 Herm. supplied βᾱλόν): abs.,ὑ. εἰς τὴν τῶν Θηβαίων X.HG5.4.59
;τῶν [ἡδονῶν] εἰς τὸ ἐπέκεινα ὑ. Pl.R. 587c
; of rivers, overflow, ἐς τὴν χώρην, ἐς τὰς ἀρούρας, Hdt.2.13,14; εἰ ἐθελήσει ὑπερβῆναι ὁ ποταμὸς ταύτῃ ib.99.2 overstep, transgress,μέτρα Heraclit.
l. c.;οὐ θέμιν οὐδὲ δίκαν Pi.Fr.1.5
;νόμους τοὺς Περσέων Hdt.3.83
, cf. S.Ant. 449, al.;τοὺς ὅρκους D.11.2
;τὸν τῶν ἀναγκαίων ὅρον Pl.R. 373d
;τῆς εἱμαρμένης ὅρον IG12(7).53.32
(Amorgos, iii A. D.); τἀληθές exceed the truth, Phld.Po.5.24: abs., transgress, trespass, sin, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ ([dialect] Ep. [tense] aor. subj.)καὶ ἁμάρτῃ Il.9.501
;ὑ. καὶ ἁμαρτάνοντες Pl.R. 366a
, cf. 1 Ep.Thess.4.6.3 pass or go beyond,τοὺς προσεχέας Hdt.3.89
; leave out, omit, Pl.R. 528d, al., Epicur.Ep.3p.63U., Gal.15.592, etc.;ὑ. τι τῷ λόγῳ D.4.38
;ὑ. τὸ σαφὲς εἰπεῖν Id.60.31
; pass over, i. e. leave unmolested, the next heir, Is. 3.57; ὑ. τῆς οὐσίας omit part of it, Arist.APo. 91b27.5 of Time, pass by, elapse,ὑπερβάντων τῶν τῆς συμπαθείας χρόνων Sor.2.41
.II go beyond, ὑπερβὰς ἑβδομήκοντα [ ἔτη] after passing the age of seventy, Pl.Lg. 755b; ὑ. τοῦτο go beyond this, in their demands, Plb.2.15.6; transcend,τὸν νοῦν Plot.6.7.39
: abs., dies ὑπερβαίνοντες supernumerary days in the calendar, Macr.Sat.1.13.10.2 surpass, outdo,πάσῃ παρὰ πάντας ἀνθρώπους ὑ. ἀρετῇ Pl.Ti. 24d
;ὑ. ἢ γνῶσιν σαφηνείᾳ ἢ ἄγνοιαν ἀσαφείᾳ Id.R. 478c
: abs., dub. l. in Thgn. 1015.IV in [tense] pf., to be higher than,δύο [ἐσχάρας] ὑπερβεβηκυίας τὴν ἐν τῷ μεταφρένῳ ἐσχάραν Paul.Aeg.6.44
.B Causal in [tense] aor. 1, put over, ὑπερβησάτω ἐπὶ τὰς δεξιὰς πλευρὰς τὴν κνήμην, as a direction to one mounting a horse, X.Eq.7.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑπερβαίνω
-
13 ὑποβαίνω
A stand under, τὸ ὑποβαινόμενον σκέλος the leg which is stood on, opp. τὸ ἔξω ἀποβαινόμενον (the lame leg which is pointed outwards to relieve it from the weight of the body), Hp.Art.52.3 in [tense] pf., fall under the head of, [τῇ σαφηνεία] ὑποβέβηκε τὸ καθαρὸν καὶ εὐκρινές Hermog.Id.1.1
; ὑποβεβηκώς logically subordinate, low in the descent from the universal to the particular, ὑποβεβηκυῖαι ἰδέαι ibid., cf. Phld.Sign.29, S.E.P.1.39, Sor.1.2, 2.1,6, Aristid. Quint.3.24; πάντα τὰ ὑποβεβηκότα προσεχῶς ὗλαι τῶν ἐπαναβεβηκότων (cf.ἐπαναβαίνω 111.2
) Porph. in Harm.p.197 W.; of numbers, lower in the scale, S.E.M.9.306.III step back, opp. προϊέναι, Gal.Parv.Pil.2;ὑπέβη εἰς τοὐπίσω Hld.2.5
; of a gladiator, Artem.2.32: in [tense] pf., stand further back,πήχεσι δυσὶν ὑποβεβηκότες Ascl.Tact.5.1
, cf. Ael.Tact.14.4, Arr.Tact.12.8.IV metaph.,τεσσεράκοντα πόδας ὑποβὰς τῆς ἑτέρης [πυραμίδος] τὠυτὸ μέγαθος
going40
feet below the like size of the other pyramid, i.e. building it 40 feet lower, Hdt.2.127; ὑ. αὐχήματος descend from boasting, D.H.8.48; τῆς ἀρχαίας εὐδαιμονίας ὑποβεβηκότες fallen from it, J.AJ11.4.2; ὑποβαίνοντι πρὸς τὰ ἄλλα coming down to the details, Thphr.Metaph.27; in Neoplatonism, of the descent (cf.ὑπόβασις 1.2
) from the universal to the particular, from unity to plurality, or from eternity to the world, οἳ (sc. θνητοὶ) τῶν ἡρώων ὑποβεβήκασιν are inferior to.., Hierocl. in CA27p.483M., cf. Moderatus ap.Simp. in Ph.231.5, Porph.Gaur.6.2, Iamb.Comm.Math.8, Simp. in Ph.784.15: also c. acc., fall below,δοκεῖς μοι οὐδένα τῶν πρὸ σοῦ ἐν οὐδενὶ -βεβηκέναι Pl.Chrm. 158b
;τὰ φυσικά.., διὰ τὸ πᾶσαν τὴν.. ἀσώματον οὐσίαν ὑποβεβηκέναι Simp. in Ph.286.13
: abs., to be lower or less,καθάπερ ὑ. τὸ τίμημα Pl.Lg. 775b
; τούτῳ νοσήσαντι ὑπέβη τὰ δεξιά interpol. in Philostr.Gym.41.2 ὑποβάς a little below (in the book), Str.1.2.40, 6.2.4;μικρὸν ὑποβάς Parth.21.3
;ὑποβαίνων ἐρεῖ Hermog. Inv.4.10
; v. ὑποκαταβαίνω 4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ὑποβαίνω
-
14 γαλήνη
Grammatical information: f.Meaning: `stillness of the seaStille' (Od.); also `lead sulphite (Plin.; s. Chantr. RPh. 1965, 203-5).Other forms: Dor. γαλά̄νᾱDerivatives: γαλήνεια ( γαλάνεια) = γαλήνη (Eur.), after σαφήνεια?; not from γαληνής (only Arist. Phgn. 811b 38); γαληναίη (A. R.; cf. ἀναγκαίη beside ἀνάγκη), γαληναῖος (AP). - γαληνός `still' (E.). After the numerous ρο-adjectives (not old r\/n-stem) γαληρός H.; after the adj. in - ερος, γαλερός H.Etymology: γαλήνη, γαλά̄νᾱ, like σελήνη, from *γαλασ-νᾱ from an σ-stem, seen also in γέλως, γελασ-τός etc. and in Aeol. γελήνη (Jo. Gramm. Comp. 3, 1) for *γελᾰ́ννα like σελᾰ́ννα?). Orig. `Heiterkeit', cf. γελεῖν λάμπειν, ἀνθεῖν H. For the ablaut, * glh₂-es-, cf Arm. caɫr `laughter'; s. γελάω. Cf. γλήνη, γλῆνος.Page in Frisk: 1,285-286Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > γαλήνη
См. также в других словарях:
σαφηνείᾳ — σαφηνείᾱͅ , σαφήνεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφήνεια — clearness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφήνεια — η, ΝΑ [σαφηνής] (συν. σχετικά με γραπτό ή προφορικό λόγο) ευκρίνεια, διαύγεια, ενάργεια, καθαρότητα (α. «μίλησε με σαφήνεια και ειλικρίνεια» β. «σαφηνείᾳ λόγου εἰδώς τι», Αισχύλ.) αρχ. σαφής γνώση («σαφήνειαν θεοὶ ἔχοντι», Αλκμ.) … Dictionary of Greek
σαφήνεια — η διαύγεια νοημάτων, καθαρότητα λόγου: Διατύπωσε με σαφήνεια τις απόψεις του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαφηνείας — σαφηνείᾱς , σαφήνεια clearness fem acc pl σαφηνείᾱς , σαφήνεια clearness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφηνείαι — σαφηνείᾱͅ , σαφήνεια clearness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαφήνειαν — σαφήνεια clearness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ακρίβεια — (Φιλοσ.) Η ιδιότητα της ανταπόκρισης του γνωστικού περιεχομένου μιας πρότασης στις απαιτήσεις της τυπικής λογικής. Η α. συνιστά το θεμελιώδες επιστημολογικό γνώρισμα των θετικών επιστημών, επειδή τα πορίσματά τους διατυπώνονται σε μια γλώσσα… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek