-
1 προσηνεία
-
2 προσηνείᾳ
-
3 προσήνεια
προσήνειαmildness: fem nom /voc sg -
4 προσήνεια
προσήνεια, ἡ,A mildness, softness, προσηνείης εἵνεκεν for the sake of ease or comfort, Hp.Acut.21; μετὰ προσηνείας cj. in Herod.Med. ap. Orib.10.18.5; quietude, Sm.Ec.9.17; of language,ἡ σαφήνεια καὶ ἡ π. τῶν δηλουμένων S.E.M.1.194
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσήνεια
-
5 προσήνεια
affabilityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > προσήνεια
-
6 προσηνείας
προσηνείᾱς, προσήνειαmildness: fem acc plπροσηνείᾱς, προσήνειαmildness: fem gen sg (attic doric aeolic) -
7 προσηνείης
προσήνειαmildness: fem gen sg (epic ionic) -
8 προσήνειαν
προσήνειαmildness: fem acc sgπροσσαίνωfawn upon: aor opt act 3rd pl -
9 προσηνίη
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσηνίη
-
10 προσηνής
Grammatical information: adj.Meaning: `favorable, gentile, sweet' (Emp., Anacr.)Dialectal forms: Dor. προσᾱνήςGreek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > προσηνής
См. также в других словарях:
προσηνείᾳ — προσηνείᾱͅ , προσήνεια mildness fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήνεια — mildness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήνεια — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. προσηνίη Α [προσηνής] ήρεμη και πολιτισμένη συμπεριφορά, πραότητα, καταδεκτικότητα (α. «συμπεριφέρεται πάντα με προσήνεια στους υπαλλήλους του» β. «οὐ γὰρ βίᾳ... ἀλλὰ πειθοῑ καὶ προσηνείᾳ ἡ τῶν ἀνθρώπων σωτηρία κατασκευάζεται» … Dictionary of Greek
προσηνείας — προσηνείᾱς , προσήνεια mildness fem acc pl προσηνείᾱς , προσήνεια mildness fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσηνείης — προσήνεια mildness fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσήνειαν — προσήνεια mildness fem acc sg προσσαίνω fawn upon aor opt act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλοπροσηνής — ές, Α αυτός που φέρεται στους άλλους με προσήνεια. επίρρ... φιλοπροσηνῶς Α με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + προσηνής «πράος, ευγενικός»] … Dictionary of Greek
αβροφροσύνη — η [αβρόφρων] η λεπτότητα στους τρόπους, η ευγένεια συμπεριφοράς, η προσήνεια, η καταδεχτικότητα … Dictionary of Greek
γλυκυθυμία — η (AM γλυκυθυμία) [γλυκύθυμος] η ροπή τής ψυχής προς τα ευχάριστα και τα ηδονικά αρχ. η ήρεμη ψυχική διάθεση, η προσήνεια … Dictionary of Greek
ευπροσήγορος — η, ο (ΑΜ εὐπροσήγορος, ον) αυτὸς που μιλά με φιλικό και ευγενικό τρόπο, ο προσηνής, ο καταδεκτικός. επίρρ... ευπροσηγόρως (Α εὐπροσηγόρως) με ευπροσήγορο τρόπο, φιλοφρόνως, με προσήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + προσ ήγορος] … Dictionary of Greek
ευπροσηγορία — η (ΑΜ εὐπροσηγορία) [ευπροσήγορος] η προσήνεια, η καταδεκτικότητα … Dictionary of Greek