Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πόδ-ιον

См. также в других словарях:

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • κακκάβιον — κακκάβιον, τὸ (AM) μσν. κακκάβι* αρχ. υποκορ. τού κακκάβη (Ι). [ΕΤΥΜΟΛ. < κακκάβη (Ι) + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. καλάθ ιον, πόδ ιον] …   Dictionary of Greek

  • καμψάκιον — και καψάκιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού κα[μ]ψάκης*) είδος αγγείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμψάκης + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. πόδ ιον, στομάχ ιον] …   Dictionary of Greek

  • κανίσκι — το (AM κανίσκιον, Μ και κανίσκιν και κανίσχιν και κανίσχιον) μικρό, αβαθές καλάθι πλεγμένο με καλάμια ή λυγαριά, πανεράκι, κάνιστρο νεοελλ. μσν. 1. κάνιστρο γεμάτο με δώρα, συνήθως φαγώσιμα 2. πανέρι με διάφορα δώρα που στέλνεται σε επίσημες… …   Dictionary of Greek

  • κανθάριον — το (Α κανθάριον) νεοελλ. βοτ. γένος φαγώσιμων μανιταριών τού αθροίσματος αγαρικώδη αρχ. (υποκορ. τού κάνθαρος*) μικρό ποτήρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάνθαρος + υποκορ. κατάλ. ιον, (πρβλ. καλάμ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καρίδιον — καρίδιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρίς*) γαριδάκι, μικρή γαρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρίς, ίδος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ιμάντ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καρβώνιον — και καρβώνιν, τὸ (Μ) (υποκορ. τού κάρβων*) καρβουνάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρβων + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. λόγ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • καρκίνιον — καρκίνιον, τὸ (Α) (υποκορ. τού καρκίνος*) 1. μικρός κάβουρας 2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα 3. ιατρ. κακοήθης όγκος 4. στον πληθ. τὰ καρκίνια είδος εμβάδων, παντόφλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. μαχαίρ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

  • κιχόριο — ή κιχώριο το (Α κιχόριον) γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην τάξη αστερώδη, οικογένεια σύνθετα και περιλαμβάνει σημαντικά από οικονομική άποψη είδη, όπως είναι τα γνωστά με τις κοινές ονομασίες …   Dictionary of Greek

  • κλυδώνιο(ν) — το (AM κλυδώνιον) νεοελλ. ναυτ. κυματώδης κατάσταση τής θάλασσας ενδιάμεση μεταξύ τού επισάλου και τού κλύδωνα, κν. γερή φουρτούνα (μσν. αρχ.) συμφορά, ταραχή αρχ. 1. μικρός κλύδωνας 2. ανακίνηση, κύμανση 3. ελαφρά θραύση τών κυμάτων στην ακτή.… …   Dictionary of Greek

  • κορασίδιον — κορασίδιον, τὸ (Α) μικρή κόρη, κοπελίτσα, κοριτσάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κορασίς, ίδ ος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ομμάτ ιον, πόδ ιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»