Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

άριον

См. также в других словарях:

  • Ἄριον — Ἄριος masc acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg Ἄριος masc/fem acc sg Ἄριος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄριον — ἄριοι masc acc sg ἄριοι neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -άριο — (AM άριον) κατάλ. ουδ. ουσιαστικών με επίδοση τόσο στην Αρχαία και Μεσαιωνική όσο και στη Νεοελληνική. Ειδικότερα, στην Αρχαία Ελληνική σχηματίστηκαν υποκοριστικά ουδ. σε άριον από ουσιαστικά με θ. σε αρ + υποκορ. κατάλ. ιον πρβλ. εσχάρα εσχάριον …   Dictionary of Greek

  • -άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… …   Dictionary of Greek

  • -ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… …   Dictionary of Greek

  • επιστολάριο — το 1. σύντομη επιστολή, μικρό γράμμα 2. βιβλίο που περιέχει συλλογή επιστολών κατάλληλων για διάφορες περιστάσεις καθώς και οδηγίες για την αλληλογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα υποκοριστικού άριον (πρβλ. σημειωματ άριον, ανθρωπ άριον] …   Dictionary of Greek

  • ζωδάριον — ζῳδάριον, τό (Α) 1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο 2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. αριον (πρβλ. βιβλι άριον, γλωσσ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • ηθμάριον — ἠθμάριον, τὸ (Α) (στον Ησύχ.) υποκορ. τού ηθμός*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ηθμός, ο «φίλτρο» + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, πλοι άριον] …   Dictionary of Greek

  • ηλάριον — ἡλάριον, τὸ (AM) (υποκορ. τού ήλος) μικρό καρφί, καρφάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ήλ (τού ήλος) + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. βιβλι άριον, ιππ άριον)] …   Dictionary of Greek

  • θεοτοκάριον — Λειτουργικό βιβλίο της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Περιέχει ύμνους για τη Θεοτόκο γραμμένους από 22 υμνογράφους. * * * το (Μ θεοτοκάριον) λειτουργικό βιβλίο που περιέχει πενήντα έξι κανόνες προς τιμήν τής θεοτόκου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεοτόκος + άριον… …   Dictionary of Greek

  • θυρσάριον — θυρσάριον, τὸ (Α) 1. μικρός θύρσος* 2. (για λαχανικά) το μέρος που προεξέχει, η κορυφή. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρσος + άριον (πρβλ. βιβλι άριον, σημειωματ άριον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»