Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

γλώσσ-αργος

См. также в других словарях:

  • χείραργος — ὁ, Α αυτός που δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει το χέρι του, που έχει χέρι παράλυτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + ἀργός (πρβλ. γλώσσ αργος, πόδ αργος)] …   Dictionary of Greek

  • σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»