-
1 στόμ'
στόμα, στόμαmouth: neut nom /voc /acc sg -
2 στόμ-αργος
στόμ-αργος, = στόμαλγος, στομαλγής; Aesch. Spt. 429; Soph. El. 597; τὴν σὴν στόμαργον γλωσσαλγίαν, Eur. Med. 525; Suid. erkl. φλυαρός; entweder von ἀργός od. μάργος abzuleiten, od. richtiger als att. Buchstabenvertauschung zu betrachten; vgl. γλώσσαλγος.
-
3 στόμ-αλγος
στόμ-αλγος, = στομαλγής (?).
-
4 στομ-αργέω
στομ-αργέω, = στομαλγέω (?).
-
5 στομ-αργία
στομ-αργία, ἡ, = στομαλγία, Philo.
-
6 στομ-αυλέω
στομ-αυλέω, auf eine besondere, uns unbekannte Art die Flöte spielen, Plat. Crat. 417 e.
-
7 στομ-αλγέω
στομ-αλγέω, eigentl. Mundschmerz haben; übertr., unablässig schwatzen, frech reden (?).
-
8 στομ-αλγία
στομ-αλγία, ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden, Poll. 2, 101.
-
9 στομ-αλγής
στομ-αλγής, ές (vgl. στόμαργος), eigtl. Mundschmerz habend, übertr., unablässig schwatzend, so daß Einem der Mund weh thut; frech, zügellos sprechend (?).
-
10 στομ-ώδης
-
11 στοματικός
A good for the mouth, (sc. φάρμακον) Dsc.3.5, cf. Antyll. ap. Orib.10.36.2, Gal.10.357, 12.14; σ. πτερά for inducing emesis or applying remedies, Herod.[voice] Med.in Rh.Mus.58.87; τὰ ς. (sc. πάθη) affections of the mouth, Dsc.1.87; [full] αἱ ς. (sc. φλεγμοναί) Id.4.37.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στοματικός
-
12 στομάτιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στομάτιον
-
13 στόμωμα
II () hardened iron, steel, Χαλυβδικὸν ς. Cratin. 247, Daimach.4J., cf. LXX Si.34(31).26;τὰ -ώματα ποιοῦσιν οὕτως Arist.Mete. 383a33
, cf. Plu.2.510f, 625b, 693a;ὄξει διαπύρου σιδήρου σ. κατασβέσας Id.Lyc.9
; hard edge or point welded into a blade or shaft, or steel for this purpose, PCair.Zen. 782 (a).6,64, al. (iii B.C.), PPetr.2pp.6,7 (iii B.C.), Arr.Tact.12.2, Ael.Tact.13.2, BGU1028.14 (ii A.D.), PSI10.1125.4 (iv A.D.); steel plates for repair of gates, ταῖς πύλαις.. στομώματα K. KourouniotesἘλευσινιακά 1.190.25
, cf. 29 ([place name] Eleusis).2 λεπὶς στομώματος a scale which flies from hammered iron, Dsc.5.78, Gal.12.416; στόμωμα alone, Dsc.4.48 (dub. l.), Cels. 6.6.5, Plin.HN34.108.3 metaph. of an army (cf.στόμα 111.1b
),τῆς Ἰταλίας τὴν ἐν Ῥώμῃ δύναμιν ὥσπερ σ. προτεταγμένην Plu.2.326b
;οἱονεὶ σ. τῆς δυνάμεως D.S.19.30
: henceσ. εἰς μάχην ἡ ἀρχή Plu.Flam. 2
, cf.3: alsoσ. τοῦ οἴνου Id.2.692d
; τῆς ἀνδρείας ib.988d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμωμα
-
14 στομωμάτιον
στομ-ωμάτιον, τό,=A denticulum aciarium, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στομωμάτιον
-
15 στόμωσις
A hardening of iron, making it into steel, PCair.Zen.782 (a).54 (iii B.C.), Supp.Epigr.4.447.42 (Didyma, ii B.C.);πελέκεως Plu.2.156b
;δεῖσθαι στομώσεως Muson.Fr.18
Ap.97H.;ὁ σίδηρος δέχεται τὴν στόμωσιν Plu.2.73c
; metaph., στόμα πολλὴν ἔχον στόμωσιν a mouth that hath much hardness of tongue, S.OC 795; of the formation of the soul,καθάπερ στομώσει τῇ περιψύξει τοῦ πνεύματος μεταβαλόντος Chrysipp.Stoic.2.222
; strengthening, Dam.Pr. 414.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στόμωσις
-
16 στομωτής
A indurator, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στομωτής
-
17 στομωτός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > στομωτός
-
18 στομαλγέω
στομ-αλγέω, eigentl. Mundschmerz haben; übertr., unablässig schwatzen, frech reden -
19 στομαλγής
στομ-αλγής, ές, eigtl. Mundschmerz habend, übertr., unablässig schwatzend, so daß einem der Mund weh tut; frech, zügellos sprechend -
20 στομαλγία
στομ-αλγία, ἡ, eigtl. Mundschmerz, übertr. Geschwätzigkeit, freches, zügelloses Reden
См. также в других словарях:
στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το … Dictionary of Greek
στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… … Dictionary of Greek
ждать, чтоб жареные голуби в рот летали — Ср. Терпенья у него, прилежности к делу нет. Все думает, что дело то шутки, что ему жареные рябцы сами в рот полетят... Салтыков. Губ. очерки. 6. Неумелые. Ср. Gebratene Tauben, die einem ins Maul fliegen. Ср. Auch fliegen umb (möget ihr glauben) … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона
Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали — Ждать, чтобъ жареные голуби въ ротъ летали. Ср. Терпѣнья у него, прилежности къ дѣлу нѣтъ. Все думаетъ, что дѣло то шутки, что ему жареные рябцы сами въ ротъ полетятъ... Салтыковъ. Губ. Очерки. 6. Неумѣлые. Ср. Gebratene Tauben, die einem ins… … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
κατωθώ — κατωθῶ, έω (Α) ωθώ προς τα κάτω («κὰδ δ ἄρ ἐπὶ στόμ ἔωσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωθῶ (< ὠθῶ), πρβλ. εξ ωθώ, συν ωθώ] … Dictionary of Greek
κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… … Dictionary of Greek
κλινίς — κλινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κλινάριον* 2. (κατά τον Πολυδ., τον Ησύχ. και τον Φώτ.) το κάθισμα τής άμαξας στο οποίο καθόταν η νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + υποκορ. κατάλ. ίς / ίδος (πρβλ. δεσμ ίς, στομ ίς)] … Dictionary of Greek
κοιλιαλγώ — κοιλιαλγῶ, έω (Α) έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ, στομ αλγώ] … Dictionary of Greek
κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… … Dictionary of Greek