Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

στομ-

См. также в других словарях:

  • στόμ' — στόμα , στόμα mouth neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. — περὶ τὸ στόμ’ ἐπέτοντο. См. Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • στόμα — (Ανατ.). Το πρώτο τμήμα του πεπτικού συστήματος. Είναι μια κοιλότητα που ορίζεται μπροστά από τα χείλη και πίσω από τον ισθμό του φάρυγγα, δια του οποίου συνεχίζεται στον φάρυγγα. Το σ. διαιρείται από τις οδοντοστοιχίες σ’ ένα εξωτερικό μέρος, το …   Dictionary of Greek

  • στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… …   Dictionary of Greek

  • ждать, чтоб жареные голуби в рот летали — Ср. Терпенья у него, прилежности к делу нет. Все думает, что дело то шутки, что ему жареные рябцы сами в рот полетят... Салтыков. Губ. очерки. 6. Неумелые. Ср. Gebratene Tauben, die einem ins Maul fliegen. Ср. Auch fliegen umb (möget ihr glauben) …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона

  • Ждать, чтоб жареные голуби в рот летали — Ждать, чтобъ жареные голуби въ ротъ летали. Ср. Терпѣнья у него, прилежности къ дѣлу нѣтъ. Все думаетъ, что дѣло то шутки, что ему жареные рябцы сами въ ротъ полетятъ... Салтыковъ. Губ. Очерки. 6. Неумѣлые. Ср. Gebratene Tauben, die einem ins… …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κατωθώ — κατωθῶ, έω (Α) ωθώ προς τα κάτω («κὰδ δ ἄρ ἐπὶ στόμ ἔωσε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωθῶ (< ὠθῶ), πρβλ. εξ ωθώ, συν ωθώ] …   Dictionary of Greek

  • κεράτιο(ν) — το (ΑΜ κεράτιον) 1. (υποκορ. τού κέρας) μικρό κέρατο, κερατάκι («γενέσθαι φυσικῶς καθ ἑκάτερον μέρος τών κροτάφων κεράτια», Διόδ.) 2. ο καρπός τού δέντρου κερωνία, δηλ. το ξυλοκέρατο, το χαρούπι («ἐπεθύμει γεμίσαι τὴν κοιλίαν αὐτοῡ ἀπὸ τῶν… …   Dictionary of Greek

  • κλινίς — κλινίς, ίδος, ἡ (Α) 1. κλινάριον* 2. (κατά τον Πολυδ., τον Ησύχ. και τον Φώτ.) το κάθισμα τής άμαξας στο οποίο καθόταν η νύφη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + υποκορ. κατάλ. ίς / ίδος (πρβλ. δεσμ ίς, στομ ίς)] …   Dictionary of Greek

  • κοιλιαλγώ — κοιλιαλγῶ, έω (Α) έχω πόνο στην κοιλιά, έχω κοιλόπονο («δίδου πιεῑν τὸ ὕδωρ κοιλιαλγοῡντι», Γαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + ἀλγῶ (< ἄλγος), πρβλ. κεφαλ αλγώ, στομ αλγώ] …   Dictionary of Greek

  • κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»