Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

πολύ-κλητος

См. также в других словарях:

  • πολύκλητος — ον, Α (επικ. τ.) (για τους συμμάχους τών Τρώων) αυτός που έχει προσκληθεί από μακριά («πολύκλητοι δ ἔσαν ἄνδρες», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + κλητός (< καλῶ), πρβλ. απρόσ κλητος, αυτό κλητος] …   Dictionary of Greek

  • νεόκλητος — νεόκλητος, ον (Α) 1. αυτός που προσκλήθηκε πρόσφατα 2. αυτός που προσκλήθηκε με νέο όνομα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + κλητος (< καλῶ), πρβλ. πολύ κλητος] …   Dictionary of Greek

  • κλείτος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Αιγύπτου και σύζυγος της Δαναΐδας Κλείτης, η οποία τον σκότωσε την πρώτη νύχτα του γάμου τους. 2. Γιος του Μαντία, πατέρας του Κοίρανου. Η Ηώ τον ερωτεύτηκε επειδή ήταν πολύ όμορφος και τον έκανε αθάνατο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»