Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

παλάμαι

См. также в других словарях:

  • παλάμαι — παλάμη palm of the hand fem nom/voc pl παλάμᾱͅ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παλάμᾳ — παλάμαι , παλάμη palm of the hand fem nom/voc pl παλάμᾱͅ , παλάμη palm of the hand fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φονοσταγής — ές, Μ αυτός που στάζει αίμα προερχόμενο από φόνο («φονοσταγεῑς παλάμαι», Κ. Μανασσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < φόνος + σταγής (< στάζω), πρβλ. αἱμο σταγής] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»