-
1 αυγαίς
-
2 αὐγαῖς
-
3 αὐτός
1 emphatic adj., himself, herselfa nom.,Ὀλυμπίᾳ μὲν γὰρ αὐτὸς γέρας ἔδεκτο O. 2.48
ἐπεὶ πολιᾶς εἶπέ τιν' αὐτὸς ὁρᾶν O. 7.62
αὐτὸς ὑπαντίασεν, Τυροῦς ἐρασιπλοκάμου γενεά P. 4.135
ἀπαθὴς δ' αὐτὸς πρὸς ἀστῶν P. 4.297
χαίρων δὲ καὶ αὐτὸς Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω P. 8.56
δέος πλᾶξε γυναῖκας · καὶ γὰρ αὐτὰ ὅμως ἄμυνεν N. 1.50
τὰ δ' αὐτὸς ἀντιτύχῃ, ἔλπεταί τις ἕκαστος ἐξοχώτατα φάσθαι N. 4.91
ἕπομαι δὲ καὶ αὐτὸς ἔχων μελέταν N. 6.54
“εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίειν>” N. 10.84 τετράτῳ δ' αὐτὸς ἐπεδάθη fr. 135.b c. subs.αὐτὰ δέ σφισιν ὤπασε τέχναν Γλαυκῶπις O. 7.50
οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν O. 13.76
Ἰάσων αὐτὸς P. 4.169
Αἰήτᾳ παρ' αὐτῷ P. 4.213
θάνεν μὲν αὐτὸς ἥρως Ἀτρείδας P. 11.31
ἀγάλματ' ἐπ αὐτᾶς βαθμίδος ἑσταότ N. 5.1
ἀνὰ δ' αὐλὸν ἐπ αὐτὰν ὄρσομεν ἱππίων ἀέθλων κορυφάν (Ceporinus: αὐτὸν codd.) N. 9.8c c. pron.κατὰ γαἶ αὐτόν τε νιν καὶ φαιδίμας ἵππους ἔμαρψεν O. 6.14
δέξαι στεφάνωμα τόδ' ἐκ Πυθῶνος εὐδόξῳ Μίδᾳ αὐτόν τέ νιν P. 12.6
d c. reflex. pron. [κόρῳ δ' ἕλεν ἄταν ὑπέροπλον, τάν οἱ πάτηρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον (codd.: ἅν τοι Fennel: ἅν οἱ Hermann) O. 1.57] ἀλλαλοφόνους ἐπάξαντο λόγχας ἐνὶ σφίσιν αὐτοῖς (v. Trypho, fr. 34 de Velsen; Schwyz. 2. 198 (θ)) fr. 163.2 reflex. pron.ὃν πατὴρ ἔχει μέγας ἑτοῖμον αὐτῷ πάρεδρον O. 2.76
καὶ τὰν πατρὸς ἀντία Μήδειαν θεμέναν γάμον αὐτᾷ O. 13.53
χρὴ δὲ κατ' αὐτὸν αἰεὶ παντὸς ὁρᾶν μέτρον P. 2.34
διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (sc. δρῦς) P. 4.265 “ ταὶ δ' ἐπιγουνίδιον θαησάμεναι βρέφος αὐταῖς” ( αὐγαῖς coni. Bergk e Σ paraphr.) P. 9.62 τὸ σὸν αὐτοῦ μέλι γλάζεις (Wil.: τὸ σαυτοῦ, τοσαῦτα codd. Theocriti: τὸ σαυτῷ Ahrens) fr. 97.3 him, her, it pers. pron.ἄταν ἅν τοι πατὴρ ὕπερ κρέμασε καρτερὸν αὐτῷ λίθον O. 1.57
ὁ δ' αὐτῷ πὰρ ποδὶ σχεδὸν φάνη O. 1.73
ἤδη γὰρ αὐτῷ διχόμηνις ὅλον ὀφθαλμὸν ἀντέφλεξε Μήνα O. 3.19
ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ξεινίαις αὐτοὺς ἐποίχονται τραπέζαις O. 3.40
χρὴ τοίνυν πύλας ὕμνων ἀναπιτνάμεν αὐταῖς O. 6.27
δύο δὲ γλαυκῶπες αὐτὸν ἐθρέψαντο δράκοντες O. 6.45
Φοίβου γὰρ αὐτὸν φᾶ γεγάκειν πατρός O. 6.49
νῦν μὲν αὐτῷ γέρας Ἀλκιμέδων (sc. ἐστί) O. 8.65αὐτούς τ' ἀέξοι καὶ πόλιν O. 8.88
σύνδικος δ' αὐτῷ Ἰολάου τύμβος O. 9.98
γλυκὺ γὰρ αὐτῷ μέλος ὀφείλων ἐπιλέλαθ O. 10.3
Τιρύνθιον ἔπερσαν αὐτῷ στρατὸν O. 10.32
δύο δ' αὐτὸν ἔρεψαν πλόκοι σελίνων O. 13.32
τὰ δ' Ὀλυμπίᾳ αὐτῶν ἔοικεν ἤδη πάροιθε λελέχθαι O. 13.101
Σικελία τ' αὐτοῦ πιέζει στέρνα P. 1.19
δόλον αὐτῷ θέσαν Ζηνὸς παλάμαι P. 2.39
καιομένα δ' αὐτῷ διέφαινε πυρά P. 3.44
“ πεύθομαι δ' αὐτὰν ἐναλίαν βᾶμεν” P. 4.38ἀπὸ δ' αὐτὸν ἐγὼ Μοίσαισι δώσω P. 4.67
ἐκ δ' ἄῤ αὐτοῦ πομφόλυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων P. 4.121
αὐτοὺς Ἰάσων δέγμενος P. 4.128
“τὰ μὲν λῦσον, ἄμμιν μή τι νεώτερον ἐξ αὐτῶν ἀναστάῃ κακόν” P. 4.155κάρυξε δ' αὐτοῖς P. 4.200
τελευτὰν κεῖνος αὐταῖς ἡμιθέων πλόος ἄγαγεν P. 4.210
Ἑλλὰς αὐτὰν ἐν φρασὶ καιομέναν δονέοι P. 4.218
κλέψεν τε Μήδειαν σὺν αὐτᾷ (αὐτῷ Σ̆{γρ}. σὺν τῇ Μηδείᾳ θελούσῃ καὶ ἐνεργούσῃ) P. 4.250 πότμου παραδόντος αὐτόν (sc. πλοῦτον) P. 5.3ποτὶ γραμμᾷ μὲν αὐτὰν στᾶσε P. 9.118
ὁ Παρνάσσιος αὐτὸν μυχὸςἀνέειπεν P. 10.8
ὁχάλκεος οὐρανὸς οὔ ποτ' ἀμβατὸς αὐτῷ (Tricl. e Σ: αὐτοῖς codd.) P. 10.27ἔνεπεν· αὐτὸν μὰν σεμνὸν αἰνήσειν νόμον N. 1.69
δῶρα καὶ κράτος ἐξέφαναν ἐγ γένος αὐτῷ N. 4.68
πέταται δ' ἐπί τε χθόνα καὶ διὰ θαλάσσας τηλόθεν ὄνυμ αὐτῶν N. 6.49
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι (i. e. τὸ τῆς γειτνιάσεως ἀγαθόν) N. 7.89θεὸς ἔντυεν αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν ἀμύνειν λοιγὸν Ἐνυαλίου N. 9.36
νίκαν, τὰν λτ;γτ;ενοκράτει Ποσειδάων ὀπάσαις, Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων I. 2.15
ἐπεί τοι οὐκ ἐλινύσοντας αὐτοὺς ἐργασάμαν I. 2.46
αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν I. 4.37
ἄνδωκε δ' αὐτῷ φέρτατος οἰνοδόκον φιάλαν I. 6.39
ἦ γὰρ [α]ὐτῶν μετάστασιν ἄκραν[θῆ]κε (Π̆{S}: ἀνδρ[ῶν] Π̆{ac}) Δ. 4. 40. τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. φοινικορόδοις δἐνὶ λειμώνεσσι προάστιον αὐτῶν Θρ.. 3. κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171. ἁ Μειδύλου δ' αὐτῷ γενεά fr. 190. ]τ' ἐς αὐτόν[ Δ. 4f. 6.4 ὁ αὐτός v. ὁ C. 7. -
4 σύν-ορθρος
σύν-ορθρος, mit dem frühen Morgen, τορὸν γὰρ ἥξει σύνορϑρον αὐγαῖς, zugleich mit den Morgenstrahlen, Aesch. Ag. 245, nach der Lesart der mss., wo man σύναρϑρον geändert hat.
-
5 σελαγέω
σελαγέω, 1) erhellen, erleuchten, bestrahlen. – Pass. σελαγεῖσϑαι, bestrahlt werden, dah. in hellem Glanze stehen, σελαγεῖτο ἀν' ἄστυ πῠρ ἐπιβώμιον, Eur. El. 714; ὄμμα γὰρ αἰϑέρος ἀκάματον σελαγεῖται μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 286; σὺν πεύκαις, 594; auch in hellen Flammen stehen, Ach. 924, κεἴπερ λάβοιτο τῶν νεῶν τὸ πῠρ ἅπαξ, σελαγοῖντ' ἂν εὐϑύς. – 2) intr., leuchten, strahlen, schimmern, χαλκὸν σελαγεῠντα, Opp. Cyn. 1, 210.
-
6 ΔΥΏ
ΔΥΏ, einhüllen, versenken, vgl. induere, Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 2, 205, fut. δύσω, aor. ἔδῡσα, perf. δέδῡκα, perf. pass. δέδῠμαι, aor. pass. ἐδΰϑην; fast nur in composs.; häufig auch als simpl. das depon. δύομαι, sich einhüllen, sich eintauchen, versinken, hineingehen, fut. δύσομαι, aor. ἔδῡν, perf. δέδῡκα, adj. verb. δῠτέον. Von diesen Formen der Att. Prosa findet sich bei Homer in transitiver Bedeutung gar Nichts; intransitiv vom activ. das particip. δύων Iliad. 21, 232, δύοντα Odyss. 5, 272, das perf. δέδυκεν Iliad. 5, 811. 9, 239 Odyss. 12, 93 und häufig Formen des aor. ἔδυν: 3. sing. ἔδυ und δῠ, ἐδύτην Iliad. 6, 19. 10, 254. 272, ἔδυτε Odyss. 24, 106, 3. plur. ἔδυν Iliad. 11, 263, ἔδυσαν 18, 145, conjunct. δύω, Iliad. 22, 99, δύῃς Iliad. 9, 604, δύῃ, Iliad. 11, 194, optat δύη Odyss. 18, 348. 20, 286, imperat. δῠϑι Iliad. 16, 64, δῦτε Iliad. 18, 140, infin. δῠναι, δύμεναι, Iliad. 6, 185, particip. δύντα Iliad. 19, 308, δύντε Odyss. 22, 201; vom passiv. oder medium bei Homer, intransitiv, praes. δύεται Iliad. 5, 140, imperf. δυέσϑην Odyss. 22, 114, δύοντο, Iliad. 15, 345, fut. δύσομαι Odyss. 12, 383, δύσεαι Iliad. 9, 231, δύσονται Iliad. 7, 298, infin. δύσεσϑαι Odyss. 7, 18, particip. δυσομένου mit Präsensbedeutung Odyss. 1, 24. Diese letztere Form wird jedoch vielleicht besser als Aorist betrachtet; Homer hat nämlich auch sonst von δύω einen aorist. med. nach Analogie der Formen ( ἐ)βήσατο oder (ἐ)βήσετο, ἄξοντο, ὄρσεο, οἶσε, ἄξετε, ἷξον. So bei Homer öfters ἐδύσατο oder ἐδύσετο, δύσατο oder δύσετο, vgl. Scholl. Didym. Iliad. 2, 578 Odyss. 5, 337, δύσαντο Iliad. 23, 739, optat. δῡσαίατο Iliad. 18, 376 var. lect. δύσονται, s. Scholl., imperat. δύσεο Iliad. 16, 129. 19, 36 Odyss. 17, 276. Außerdem findet sich noch die intransitive Iterativform δύσκεν Iliad. 8, 271. – Homerische compp. ἀναδύω, ἐξαναδύω, ὑπεξαναδύω, ἀποδύω, ἐκδύω, ἐνδύω, ἐπιδύω, καταδύω, παραδύω, περιδύω, ὑποδύω. – Hesiod. O. 384 δυσομενάων; bei Hippocr. δυῆναι; Bion. 16, 6 δύεν intransitiv. Vgl. δύνω. – Das deponens δύομαι wird in folgenden Bed. gebraucht: – 1) von Orten, sich hineinbegeben, eindringen; – a) mit dem acc.; εἰ μέν κε πύλας καὶ τείχεα δύω ( aor. II. conj.), wenn ich in das Thor gekommen sein werde, Il. 22, 99; πόλιν Od. 7, 18; νέφεα σκιόεντα ἔδυ ἀστήρ Il. 11, 63; ϑαλάσσης εὐρέα κόλπον, unter, 18, 140; γαῖαν, unter die Erde, d. i. sterben, 6, 19; ἐρεμνὴν γαῖαν ἔδυτε Od. 24, 106; ἀνδρῶν δυσμενέων δῦναι στρατόν Il. 10, 221, eindringen in das Heer der Feinde; ὅμιλον ἀνδρόμεον 11, 537; μάχην 6, 185; πόλεμον 14, 63, wie πολέμου στόμα 19, 313, in den Kampf gehen; δύσεο δὲ μνηστῆρας, gehe unter die Freier, Od. 17, 276. Uebertr., κάματος γυῖα δέδυκεν, Ermattung ist in die Glieder gedrungen, Il. 5, 811; κρατερὴ δέ ἑ λύσσα δέδυκεν 9, 239; Μελέαγρον ἔδυ χόλος 9, 553; vgl. 19, 16; ἄχος κραδίην Od. 18, 348; mit doppeltem accusat. Od. 20, 286 ἄχος κραδίην Ὀδυσῆα; δῠ δέ μιν Ἄρης Il. 17, 210, Ares, d. i. Muth fuhr in ihn. Einzeln so auch Tragg.; αἰϑέρα δῠναι Soph. Ai. 1171; χάσμα χϑονός Eur. El. 1271; κἀμέ τοι ἔδυ φόβος Rhes. 569. – b) mit praepos.; καϑ' ὅμιλον ἔδυ Il. 3, 36; βέλος εἰς ἐγκέφαλον 8, 85; εἰς Ἀίδαο Od. 12, 383; ἐς πόντον, ὑπὸ πόντον, 5, 352. 4, 425; ὑπὸ κῦμα Il. 18, 145; εἴσω ἔδυ ξίφος Il. 16, 340; ἔδυν δόμον Ἄιδος εἴσω 11, 263; δύσκεν εἰς Αἴαντα, duckte sich zum Ajas hinan, um unter dessen Schild Schutz zu suchen, 8, 271; κατὰ σπείους δέδυκεν Od. 12, 93. So auch Folgde; ἐς ἄντρον Aesch. frg. 240, wie Diosc. 11 (VI, 220); πρὸς στόμα Soph. Ant. 1202; ἐς δόμους Eur. Herc. Fur. 873; κατὰ βένϑος Ap. Rh. 4, 967; u. in Prosa; ἐς ϑάλατταν Her. 8, 8; κατὰ γῆς Plat. Tim. 25 d; Phaed. 113 c; εἴς τι εἴσω Phaedr. 247 e; vgl. Tim. 78 d; u. Sp., z. B. Plut. Artax. 8 ἐς μέσα τὰ δεινά, sich mitten in die Gefahr stürzen; ἀκίδες δεδυκυῖαι διὰ φλεβῶν Crass. 25. – 2) von Kleidern, Waffen u. dgl., sich hineinstecken, sie sich anlegen, anthun; χιτῶνα(ς) δῠναι u. δύσασϑαι, Il. 18, 416. 23, 739; τεύχεα δῠναι 6, 340, χροῒ δ' ἔντε' ἐδύσετο Il. 9, 596; δύσετο τεύχεα καλὰ περὶ χροΐ 13, 241; τεύχεα ὤμοιιν, sich die Rüstung um die Schultern legen, 16, 64. Auch ἐς τεύχεα, Od. 22, 201; ἐν τεύχεσσι δύοντο 24, 496; ὅπλοισιν ἔνι Il. 10, 254. 272; ἐν τεύχεσι Ap. Rh. 3, 638. – Uebertr., δύσεο ἀλκήν Il. 19, 36, lege an, d. i. waffne dich mit Kraft. Einzeln auch Folgde, ἀνάγκας λέπαδνον ἔδυ, d. i. er beugte sich unter das Joch, Aesch. Ag. 211; φάρεα Eur. El. 225. – 3) scheinbar absolut, von der Sonne, untergehen, eigtl. unter die Erde, den Okeanos, das Meer, den Horizont gehen, untertauchen; Hom. Odyss. 3, 329 ἠέλιος δ' ἄρ' ἔδυ, Iliad. 18, 241 ἠέλιος μὲν ἔδυ, Odyss. 2, 388 δύσετό τ' ἠέλιος; Odyss. 1, 24 δυσομένου Ὑπερίονος Bezeichnung des Westens; so das particip. praes. activ. vom Abende Iliad. 21, 232, δείελος ὀψὲ δύων, und von einem Sternbilde Odyss. 5, 272, ὀψὲ δύοντα Βοώτην; Hesiod. O. 384 δυσομενάων (Πλη-ιάδων); von Sternen auch Aristot.; vom Monde und den Pleiaden Sappho ap. Hephaest. 65 u. Apostol. V, 98 c (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 679 kr. 52) δέδυκε μὲν ἁ σελάνα καὶ Πληίαδες; vom Monde das imperfect. act, Bion. 16, 6, τάχιον δύεν; Plutarch. Arat. 7 δυομένης (τῆς σελήνης); δύεται ἥλιος Her. 4, 181; πρὸ δύντος ἡλίου 7, 149; δυομένῳ ἡλίῳ Xen. An. 2, 2, 8 entspricht dem δύνοντι 2, 2, 6; Plat. u. Folgende. – Untergehen, zu Grunde gehen, vernichtet werden; eigtl., νῆσος ὑπὸ σεισμῶν δῠσα Plat. Criti. 108 e; übertr., δόμος πρόπας Aesch. Ag. 983; βίου δύντος αὐγαῖς 1094. – Das υ in δύομαι ist des Verses wegen bei sp. Ep. auch lang, z. B. Ap. Rh. 1, 925; Nonn. D. 7, 286.
-
7 μαρμάρεος
μαρμάρεος, flimmernd, schimmernd (vgl. μαρμαίρω), bes. vom Metallglanz; ἄντυξ, Il. 18, 480, αἰγίς, 17, 594; πύλαι, Hes. Th. 811; auch vom ruhigen, spiegelblanken Meere, ἃλς μαρμαρέη, Il. 14, 273; μαρμαρέαις ἐν αὐγαῖς, Ar. Nubb. 287. Vgl. μαρμάρινος, mit dem es bei Sp. auch in der Bdtg glänzend, weiß wie Marmor, od. aus Marmor gemacht, marmorn, übereinstimmt.
-
8 μείρομαι
μείρομαι, perf. ἔμμορα, bei Hom. u. Hes. nur in der 3. Pers. sing. ἔμμορε, welche Form Il. 1, 278 auch als aor. erkl. wird, ohne Grund, vgl. Il. 15, 189 Od. 5, 335. 11, 338; Hes. O. 349 Th. 414. 426; sp. D. haben aber danach gebildet ἐξέμμορον, Nic. Th. 791; ἔμμορες, Ap. Rh. 3, 4; – μεμόρηκα u. per F. pass. s. nachher; – als seinen Antheil empfangen, gew. mit der Nebenbdtg des Gebührenden, ἥμισυ μείρεο τιμῆς, empfange als deinen gebührenden Antheil die Hälfte der Ehre, Il. 9, 616; Sp. auch = durchs Loos vertheilen, nach dem Loose unter sich vertheilen, u. übh. theilen, τριπλόα μείρονται ἀροτήσιον ὥρην, Arat. 1053. – Dah. im perf. (durchs Loos) einer Sache theilhaft sein, οὔποϑ' ὁμοίης ἔμμοοε τιμῆς σκηπτοῦχος βασιλεύς, Il. 1, 278. Sp. D. auch mit dem accus., Ap. Rh. 3, 208. 4, 1749; Nic. Al. 488, der es auch wie τυγχάνω mit dem part. vrbdt, νόημα μεμόρηκε κακῇ ἐσφαλμένον ἄτῃ, Al. 213; in Beziehung auf die Vertheilung der Welt sagt Poseidon ἕκαστος δ' ἔμμορε τιμῆς, Il. 15, 189; Hesych. erkl. die dor. Form ἐμμόραντι durch τετεύχασι. – Das perf. pass. nur in der 3. Pers. sing. εἵμαρται, wie plusqpt. εἵμαρτο, u. im part. εἱμαρμένος, bes. im fem., es ist durch das Loos zugetheilt, durch das Schicksal bestimmt, νῦν δέ με λευγαλέῳ ϑανάτῳ εἵμαρτο ἁλῶναι, Il. 21, 281, wie Od. 24, 34, u. so mit folgdm acc. c. int., 5, 312; Hes. Th. 894; εἱμαρμένα δῶρα ϑεῶν, Theogn. 1027; vgl. Aesch. Ag. 887; u. τοιαῦτ' ἔφραζε πρὸς ϑεῶν εἱμαρμένα τῶν Ἡρακλείων ἐκτελευτᾶσϑαι πόνων, Soph. Tr. 168, das von den Göttern Bestimmte, von den Arbeiten des Herakles; bei Plat. steht in dor. Form γᾶς μεμόρακται πυρός τε, Tim. Locr. 95 a; gew. οὐχ εἵμαρται κακὸν κακῷ φίλον εἶναι Phaedr. 255 b, ἀνάγκη δὴ καὶ εἵμαρται ἢ ἀπολωλέναι Rep. VIII, 566 d; u. am häufigsten im partic., ἐπειδὴ δὲ καὶ τούτοις χρόνος ἦλϑεν εἱμαρμένος γενέσεως Prot. 320 d; ἤδη καὶ ἡ εἱμαρμένη ἡμέρα παρῆν 321 c; εἴπερ εἱμαρμένον εἴη ἀνϑρώποις στασιάσαι Menez. 243 e; καί τινας εἱμαρμένους χρόνους μείνασαι Phaed. 113 a; ἡ εἱμαρμένη, das Schicksal, Verhängniß, ὅταν ἡ εἱμ. καλῇ 115 a, κατὰ τὴν τῆς εἱμαρμένης τάξιν καὶ νόμον Legg. X, 904 c; ὅτι τὴν εἱμαρμένην οὐδ' ἂν εἷς ἐκφύγοι Gorg. 512 e, öfter; τὸν τῆς εἱμαρμένης καὶ τὸν αὐτόματον ϑάνατον περιμένει, Dem. 18, 205; einzeln bei Sp. Dazu adj. verb. εἱμαρτός, s. oben. – Sp. D. haben auch μέμορμαι, im part. μεμορμέναι Κῆρες, Diod. 8 (VII, 700); Lycophr. 430; Antp. Thess. 66 (VII, 286); πάρος ϑάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι, Ap. Rh. 3, 1130; Alex. Aet. 5, 38; E. M. 312, 46, wie Schol. Il. 10, 67, erwähnen den äol. int. μέμορϑαι, wie Phot. erkl. μέμορται durch μεμοίραται. Auch μεμορημένος, Antp. Th. 66 (VII, 286); μεμόρηται, c. partic., Ap. Rh. 1, 646. 973; πυρὸς μεμορημένος αὐγαῖς, ausgesetzt, Nic. Al. 229. – Bei Hesych. steht noch die Glosse ἔμορτεν, ἰσήμορτεν, ἀπέϑανεν. – Bei Arat. 655 ist μειρομένη γονάτων = ἀμειρομένη, getrennt von, beraubt. – Bei Nic. Ther. 402 ist μείρομαί τινος = ἱμείρομαι.
-
9 ἐπι-νωμάω
ἐπι-νωμάω, zutheilen, ξένος δὲ κλήρους ἐπινωμᾷ χάλυβος Σκυϑῶν ἄποικος Aesch. Spt. 709, vgl. Eum. 301; ἄλλα δ' ἐπ' ἄλλοις ἐπενώμα μέγας Ἄρης Soph. Ant. 139; εἰ τάδε σώματα νεκρῶν ὄμματος αὐγαῖς σαῖς ἐπενώμας, wenn du sie durchmusterst, betrachtest, Eur. Phoen. 1564; vgl. ἐπινέμω. – Bei Soph. Phil. 168 οὐδέ τιν' αὑτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾶν erkl. der Schol. ἐξευρίσκειν, ersinnen, herzubringen; Andere erkl. es intrans., hinzukommen, nahen, u. schreiben αὐτῷ.
-
10 ὑπ-ακούω
ὑπ-ακούω (s. ἀκούω), darauf hören, hinhören, ὁ δ' ἐμμαπέως ὑπάκουεν Od. 14, 485; h. Ven. 181; Gehör geben, antworten, Od. 10, 83, vgl. 4, 283; Theocr. 13, 59; einzeln auch in Prosa, Xen. Cyr. 8, 1, 18; – gew. gehorchen, Folge leisten, folgen; Her. 3, 148. 4, 119. 201; τινόξ, 3, 101; Thuc. 4, 56; Xen. Cyr. 8, 1, 20 An. 4, 1, 9; aufmerken auf Etwas, Plat. Theaet. 162 d; in der Bdtg des eigentlichen Gehorchens häufiger c. dat., Ar. Lys. 878; Thuc. oft, vgl. 6, 82; Xen. An. 7, 3, 7. – Bes. von den Thürstehern, welche anpochen hören und die Thür öffnen, Plat. Phaed. 59 e ὁ ϑυρωρός, ὅςπερ εἰώϑει ὑπακούειν, vgl. Crit. 43 a; u. absol., ἡ ἄνϑρωπος ἡ ὑπακούσασα, Dem. 47, 35; Xen. Conv. 1, 11; von Soldaten, die aufgerufen antworten, u. übh. von Solchen, die einem Rufe, einer Aufforderung Folge leisten, dah. δείπνῳ ὑπακούειν, der Aufforderung zu einem Schmause Folge leisten, d. i. zum Schmause kommen, Ath. VI, 247 d; ὑπακούειν αὐγαῖς ἁλίου Pind. Ol. 3, 24, den Sonnenstrahlen ausgesetzt sein, von ihnen beherrscht werden; τοῖς λό-γοις, die Worte verstehen und darauf antworten, Plat. Legg. X, 898 c; selten c. acc. der Sache, τοῦτό γε ὑπήκουσε, Xen. Cyr. 2, 2, 3; – darunter verstehen, Plat. Phil. 31 c; – τὰ πράγματα ὑπακούει μοι, die Sachen fügen sich mir, gehen nach meinen Wünschen von Statten, Hdn. 2, 7, 6. – Bei Thuc. 6, 69 erklären Einige das fut. ὑπακούσομαι für ein pass.
-
11 επινωμαω
1) распределять, раздавать, давать в удел(τὰ λάχη κατ΄ ἀνθρώπους, κλήρους Aesch.)
ἄλλα ἐπ΄ ἄλλοις ἐπενώμα Ἄρης Soph. — каждому (из «семерых против Фив») Арей уготовил особый удел2) обводитьὀμμάτων αὐγαῖς ἐ. τι Eur. — озирать что-л.
3) приводить, находить(παιῶνά τινα κακῶν τινι Soph.)
-
12 συνορθρος
-
13 υπακουω
1) прислушиваться, вслушиваться, внимать Hom.ὑπάκουσον! Eur., (дор. v. l. ὑπάκοισον) Theocr. — послушай!, выслушай!;
ἐγὼν προσηύδων … ὅ δ΄ ἄρ΄ ἐμμαπέως ὑπάκουσεν Hom. — я заговорил …, а он тотчас же стал слушать;ὑ. τινός Arph., Aeschin. и ὑ. τινί Arph., Thuc., Plat., Arst. — слушать кого(что)-л., внимать кому(чему)-л.2) откликаться, отвечатьὁ φύλαξ ἠθέλησε ὑπακοῦσαί τινι Plat. — привратник согласился отворить (досл. ответить) кому-л.;
ὅ ὑπακούσας Xen., Dem. — привратник;ὑπακοῦσαι καλούμενος Dem. — явиться на зов (по вызову)3) слушаться, подчиняться(ὑ. τῶν νόμων Plat. и τοῖς νόμοις Aeschin.)
τῷ ξυμφόρῳ τινος ὑ. Thuc. — подчиняться чьей-л. выгоде, т.е. сообразовываться с чьими-л. интересами;τυπάδι καὴ πληγαῖς ὑπακούουσα ὕλη Plut. — материал, послушный ударам молота4) поддаваться, уступатьὑπακούσαντες τωὐτὸ ἂν ὑμῖν ἐπρήσσομεν Her. — согласившись (с вами), мы исполнили бы вашу просьбу;
τὸ πρᾶγμα ὑπήκουέ μοι Luc. — это мне удалось;ὑ. αὐγαῖς ἀελίου Pind. — подвергаться действию солнечных лучей5) воспринимать, понимать, усваивать6) подразумевать Plat.τοῦ Σοφοκλέους λέγοντος «τυφλὸς Ἄρης» τὸν πόλεμόν ἐστιν ὑπακοῦσαι Plut. под словами Софокла «слепой Арей» нужно разуметь войну
-
14 φλογιζω
1) зажигать, воспламенять(τι NT.)
; pass. горетьφλογιζόμενος Ἅλιος Soph. — пылающее солнце
2) сжигать(βροντᾶς αὐγαῖς τινα Soph.)
-
15 ἀέλιος
ἀέλιος, ἅλιος (ᾶε-, αε-, ᾶ-. ἀελίου, ἀελίου, ἀελίοιο, ἁλίῳ, ἅλιον, ἀέλιον. v. Forssman, 6ff.)a sun μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον ἐν ἁμέρᾳ φαεννὸν ἄστρον. O. 1.5 ὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου (v. 1. ἁλίου.) O. 3.24 “ σθένος ἀελίου χρύσεον λεύσσομεν” P. 4.144αἴθωνι πρὶν ἁλίῳ γυῖον ἐμπεσεῖν N. 7.73
ἀκτὶς ἀελίου, τί πολύσκοπε μήσεαι, ὦ μᾶτερ ὀμμάτων, ἄστρον ὑπέρτατον; Pae. 9.1
ἔλαμψαν δ' ἀελίου δέμας ὅπω[ς Pae. 12.14
τοῖσι μὲν λάμπει μὲν μένος ἀελίου τὰν ἐνθάδε νύκτα κάτω Θρ. 7. 1.b sunshine ἴσαις δὲ νύκτεσσιν αἰεί, ἴσαις δ' ἁμέραις ἅλιον ἔχοντες sc. those who live in the islands of the blessed. O. 2.62εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο N. 4.13
ἐς τὸν ὕπερθεν ἅλιον κείνων ἐνάτῳ ἔτει ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν i. e. to the upper world fr. 133. 2.c day Πυθοῖ τ' ἔχει σταδίου τιμὰν διαύλου θἁλίῳἀμφἑνὶ (v. l. τ' ἀλίῳ.) O. 13.37d frag. ] ἀέλιον δ[ ?fr. 344. 5.e pro pers., Helios, the Sun godτὰν ποντίαν ὑμνέων παῖδ' Ἀφροδίτας Ἀελίοιό τε νύμφαν, Ῥόδον O. 7.14
ἀπεόντος δ' οὔτις ἔνδειξεν λάχος Ἀελίου O. 7.58
Ἀελίου θαυμαστὸς υἱὸς (sc. Aietes.) P. 4.241 μᾶτερ Ἀελίου πολυώνυμε Θεία ( Ἁλίου coni. Morel.: cf. Hes. Theog. 371.) I. 5.1 fig. ἁμέραν παῖδ ἀελίου (v. l. ἁλίου Π.) O. 2.32 test. Σ. Theocr. 2. 10. Πίνδαρός φησιν ἐν τοῖς κεχωρισμένοις τῶν Παρθενείων ὅτι τῶν ἐραστῶν οἱ μὲν ἄνδρες εὔχονται λτ;παργτ;εῖναι Ἥλιον, αἱ δὲ γυναῖκες Σελήνην fr. 104. -
16 αὐγά
1 ray, beamὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
τοῖσιν ἐν δυθμαῖσιν αὐγᾶν φλὸξ ἀνατελλομένα συνεχὲς παννυχίζει I. 4.65
ὁ χρυσὸς ἑψόμενος αὐγὰς ἔδειξεν ἁπάσας N. 4.83
-
17 γυμνός
a of things, bare τούτων ἔδοξεν γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου i. e. without cover of trees O. 3.24 c. gen.,κολεοῦ γυμνὸν τινάσσων φάσγανον N. 1.52
b stripped, without armourΠυθοῖ τε γυμνὸν ἐπὶ στάδιον καταβάντες P. 11.49
ἔν τε γυμνοῖσι σταδίοις σφίσιν ἔν τ' ἀσπιδοδούποισιν ὁπλίταις δρόμοις I. 1.23
-
18 δοκέω
δοκέω (δοκεῖ; δοκέοντα: fut. or ?aor. subj. δόξομεν, fut. [δοκ]ήσεις: aor. ἔδοξε(ν) ἔδοξ(ε), ἔδοξαν; ἐδόκησεν, -αν: pf. pass. δεδόκηται as act.)1 pers.,a seem, be considered, be held c. inf. ἐδόκησαν ἐπ' ἀμφότερα μαχᾶν τάμνειν τέλος (sc. οἱ Κορίνθιοι) O. 13.56 “ἔδοξ[ε γὰρ] τεκεῖν πυρφόρον ἐρι[ (sc. Ἑκάβα) Πα. 8A. 19. c. dat. & inf.,ἔδοξεν αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ἠὺ δ' ἔχοντες σοφοὶ καὶ πολίταις ἔδοξαν ἔμμεν O. 5.16
κνώσσοντί οἱ παρθένος τόσα εἰπεῖν ἔδοξεν O. 13.72
ἐδόκησέν τε ( Ἀντίλοχος)τῶν πάλαι γενεᾷ ὁπλοτέροισιν ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.40
c. inf. & pred. adj.πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ πεδ' ἀφρόνων βίον κορυσσέμεν ὀρθοβούλοισι μαχαναῖς P. 8.74
σφόδρα δόξομεν δαίων ὑπέρτεροι ἐν φάει καταβαίνειν (byz.: δόξωμεν codd.) N. 4.37b expect ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα, πέσε δ ἀδόκητον ἐν καὶ δοκέοντα. ( δοκέοντι coni. Fennel: the Σ also explain ἔνδοξον. cf. Gerber, A. J. Ph. 1963, 182f.) N. 7.31c frag. δοκ]ήσεις οὐ πὰρ σκόπον (eΣ supp. Lobel) fr.6a.g.2 impers., c. inf., it is held good i. e. one decidesεἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
c. dat. & inf.ἔδοξ' ἦρα καὶ ἀθανάτοις, ἐσλόν γε φῶτα καὶ φθίμενον ὕμνοις θεᾶν διδόμεν I. 8.59
-
19 κᾶπος
1 plot of land, garden γυμνὸς αὐτῷ κᾶπος ὀξείαις ὑπακουέμεν αὐγαῖς ἀελίου the Olympic precinct O. 3.24 “ καὶ μέλλεις ὑπὲρ πόντου Διὸς ἔξοχον ποτὶ κᾶπον ἐνεῖκαι” Libya, as the land of Zeus Ammon P. 9.53τῶ σε μὴ λαθέτω, Κυράνα, γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον Ἀφροδίτας ἀειδόμενον P. 5.24
met., of poetry,ἐξαίρετον Χαρίτων νέμοναι κᾶπον O. 9.27
-
20 ὀξύς
a sharpθρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους N. 4.63
[ ὀξυτάτῳ πελέκει (v. l. ὀξυτόμῳ) P. 4.263]b sharp, sharp-eyedἰδοῖσα δ' ὀξεἶ Ἐρινύς O. 2.41
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.62
c met., keen, acute, intenseὀξείαις αὐγαῖς ἀελίου O. 3.24
ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ O. 7.70
Αἴτνα, πάνετες χιόνος ὀξείας τιθήνα P. 1.20
of pain, anguish,ὀξείας δὲ νόσους ἀπαλάλκοι O. 8.85
ὅμως δὲ λῦσαι δυνατὸς ὀξεῖαν ἐπιμομφὰν τόκος O. 10.9
ὀξείαισι πάθαις P. 3.97
ὀξείαις ἀνίαισι τυπείς N. 1.53
ἀπροσίκτων δ' ἐρώτων ὀξύτεραι μανίαι pr. N. 11.48 of mental effort,ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον ὀξείᾳ μελέτᾳ O. 6.37
d piercing of soundἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς N. 9.35
e swift ὀξυτάτων βελέων ( ὠκυτάτων v. l.) P. 4.213f frag.ὀξύτατον[ Pae. 8.91
- 1
- 2
См. также в других словарях:
αὐγαῖς — αὐγή light of the sun fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ancient Greek grammar — is morphologically complex and preserves several features of Proto Indo European morphology. Nouns, adjectives, pronouns, articles, numerals and especially verbs are all highly inflected. This article is an introduction to this morphological… … Wikipedia
επινωμώ — ἐπινωμῶ, άω (Α) [νωμώ] 1. εφαρμόζω πάνω σε κάτι («οὐδέ τιν’ αὐτῷ παιῶνα κακῶν ἐπινωμᾱν», Σοφ.) 2. προσβλέπω σε κάτι, παρατηρώ («σώματα... ὀμμάτων αὐγαῑς ἐπενώμας», Ευρ.) 3. διανέμω («λάχη τὰ κατ’ ἀνθρώπους ὡς ἐπινωμᾷ στάσις ἀμή», Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
πυρσώ — όω, Μ [πυρσός (Ι)] 1. πυρσεύω 2. παθ. πυρσοῡμαι, όομαι εμπνέομαι, φωτίζομαι («ἀνθρώπῳ θείῳ αὐγαῑς πνεύματος πυρσουμένῳ», Κ. Μανασσ.) … Dictionary of Greek
υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… … Dictionary of Greek