-
1 εργατινης
-
2 εργατίνης
-
3 ἐργατίνης
-
4 ἐργατίνης
-
5 ἐργατίνης
ἐργατίνης, ὁ, der Arbeiter, u. adj. arbeitsam, tätig; vom Landbauer -
6 ἐργατίνης
A = ἐργάτης, esp. husbandman, Theoc.10.1, A.R.2.376 (pl.) ;ἐ. ἄνδρες Theoc.21.3
, AP11.58 (Maced.) ;βοῦς ἐ. A.R.2.663
(pl.), AP 6.228 ([place name] Adaeus).II c. gen., making a thing or practising an art,μέλιτος ὁ χρυσὸς ἐ. AP5.239
(Maced.); Κύπριδος ib. 274 (Paul. Sil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργατίνης
-
7 συν-εργατίνης
συν-εργατίνης, ὁ, poet. statt συνεργάτης, Leon. Tar. 91 (VII, 295), συνεργ. ἰχϑυβόλων ϑίασος.
-
8 εργατίνα
ἐργατίνᾱ, ἐργατίνηςhusbandman: masc nom /voc /acc dualἐργατίνηςhusbandman: masc voc sgἐργατίνᾱ, ἐργατίνηςhusbandman: masc gen sg (doric aeolic)ἐργατίνηςhusbandman: masc nom sg (epic) -
9 ἐργατίνα
ἐργατίνᾱ, ἐργατίνηςhusbandman: masc nom /voc /acc dualἐργατίνηςhusbandman: masc voc sgἐργατίνᾱ, ἐργατίνηςhusbandman: masc gen sg (doric aeolic)ἐργατίνηςhusbandman: masc nom sg (epic) -
10 εργατινας
-
11 εργατίναι
ἐργατίνηςhusbandman: masc nom /voc plἐργατίνᾱͅ, ἐργατίνηςhusbandman: masc dat sg (doric aeolic) -
12 ἐργατίναι
ἐργατίνηςhusbandman: masc nom /voc plἐργατίνᾱͅ, ἐργατίνηςhusbandman: masc dat sg (doric aeolic) -
13 εργατίνας
ἐργατίνᾱς, ἐργατίνηςhusbandman: masc acc plἐργατίνᾱς, ἐργατίνηςhusbandman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
14 ἐργατίνας
ἐργατίνᾱς, ἐργατίνηςhusbandman: masc acc plἐργατίνᾱς, ἐργατίνηςhusbandman: masc nom sg (epic doric aeolic) -
15 εργατίναις
-
16 ἐργατίναις
-
17 εργατίναισι
-
18 ἐργατίναισι
-
19 εργατίνην
-
20 ἐργατίνην
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εργατίνης — ἐργατίνης, ὁ (AM) 1. εργάτης, γεωργός 2. αυτός που ασκεί μια τέχνη 3. (για τον Χριστό) δημιουργός 4. ως επίθ. εργατικός, δραστήριος. [ΕΤΥΜΟΛ. < εργάτης με κατάλ. ίνης που συνήθως μαρτυρείται στα ανθρωπωνύμια (πρβλ. Αισχ ίνης)] … Dictionary of Greek
ἐργατίνης — husbandman masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναι — ἐργατίνης husbandman masc nom/voc pl ἐργατίνᾱͅ , ἐργατίνης husbandman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναις — ἐργατίνης husbandman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίναισι — ἐργατίνης husbandman masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνην — ἐργατίνης husbandman masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνου — ἐργατίνης husbandman masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνα — ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc nom/voc/acc dual ἐργατίνης husbandman masc voc sg ἐργατίνᾱ , ἐργατίνης husbandman masc gen sg (doric aeolic) ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐργατίνας — ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc acc pl ἐργατίνᾱς , ἐργατίνης husbandman masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] … Dictionary of Greek