Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

παιδικοῖς

См. также в других словарях:

  • παιδικοῖς — παιδικόν of a child neut dat pl παιδικός of a child masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • пыня — м., ж. чванливый, надутый человек , ср. лит. pūnė̃ тупой конец яйца , лтш. puns, pune возвышение, шишка , раunа череп , греч. (лакон.) πουνιάζειν ̇ παιδικοῖς χρῆσθαι (Гесихий), др. инд. рūlаs связка (М.–Э. 3, 128; Буга, РФВ 67, 243). Напротив,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • πουνιάζειν — Α [πούνιον] (κατά τον Ησύχ.) «παιδικοῑς χρῆσθαι» …   Dictionary of Greek

  • πύννος — Α (κατά τον Ησύχ.) «πρωκτός». [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων (με εκφραστικό διπλασιασμό τού ν ) αβέβαιης ετυμολ. Έχει προταθεί η σύνδεση τού τ. με τη λ. πύματος, ενώ κατ άλλη άποψη η λ. συνδέεται με τον τ. πυγή* «οπίσθια» και… …   Dictionary of Greek

  • σιφνιάζω — Α [Σίφνιος] συμπεριφέρομαι σαν Σίφνιος, μιμούμαι τους Σιφνίους («σιφνιάζειν καταδακτυλίζειν διαβέβληνται γὰρ οἱ Σίφνιοι ὡς παιδικοῑς χρώμενοι σιφνιάσαι οὖν τὸ σκιμαλίσαι», Ησύχ.) …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»