Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

οἰκείως

См. также в других словарях:

  • οἰκείως — οἰκεί̱ως , οἰκεῖος in adverbial οἰκεί̱ως , οἰκεῖος in masc acc pl (doric) οἰκεί̱ως , οἰκεῖος in adverbial οἰκεί̱ως , οἰκεῖος in masc/fem acc pl (doric) οἰκειόω make imperf ind act 2nd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οικείος — α, ο (ΑΜ οἰκεῑος, α, ον, θηλ. και ος, Α ιων. τ. οἰκήϊος, η, ον) [οίκος] 1. αυτός που ανήκει στον οίκο, στην οικογένεια, οικογενειακός, σπιτικός (α. «λέβης οἰκεῑος», Σοφ. β. «τὰ οἰκεῑα τὰ ἑαυτοῡ» η οικογενειακή, η ιδιωτική περιουσία, το νοικοκυριό …   Dictionary of Greek

  • ELEUSINIA — Inter omnia Graecorum sacra, tanta semper fuit Eleusiniorum religio, ut commune mysteriorum nomen illis veluti proprium ab Auctoribus tribuatur, ideoqueve de iis paulo fusius agendum. Eleusinia vero sic dicta sunt, ab Eleusi Atticae opp. cuius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • προδιατίθημι — ΝΜΑ νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) προδιατεθειμένος, η, ο α) προετοιμασμένος ψυχικά, προϊδεασμένος β) προκατειλημμένος μσν. αρχ. 1. διευθετώ, τακτοποιώ κάτι προηγουμένως 2. προδιαθέτω («προδιατίθημι τινὰ οἰκείως ἔχειν», Ιώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ *… …   Dictionary of Greek

  • συγκεραννύω — ΝΜΑ, και συγκερνώ, άω, και συγκιρνώ, άω, Ν, και συγκιρνῶ, άω, ΜΑ, και συγκεράννυμι και συγκίρνημι και συγκερῶ, άω, Α [κεράννυμι / κεραννύω] 1. αναμιγνύω δύο ή περισσότερα υγρά μεταξύ τους 2. (γενικά) ανακατεύω, αναμιγνύω («οἱ ποιηταὶ... ἤ τῷ… …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • ԲՆԱԿԱՆԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 495 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c մ. φυσικῶς naturaliter, physice որ եւ προσφυῶς apte, convenienter Բնականապէս. բնաւորապէս. բնութեամբ. ʼի բնէ. ըստ բնութեան. ʼի դէպ. *Ի դէմսն շնչէ ... բնականաբար …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԸՆՏԱՆԵԲԱՐ — ( ) NBH 1 0783 Chronological Sequence: Early classical, 6c, 8c, 10c, 12c մ. οἱκείως familiariter γνήσιως genuine Իբրեւ ընտանի. ընտանութեամբ. մերձաւորաբար. ընտանի օրինակաւ. յարմարապէս. ըստ պատշաճի. հարազատաբար. ... *Կամէր ընտանեբար միտ մտանել… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»