-
1 μεδίμνων
μέδιμνοςa medimnus: masc gen pl -
2 μυριάς
Aμυριαδῶν Hdn.
Gr.1.428:— number of 10, 000, myriad, Simon.91, Hdt.2.30, Archim. Aren.3.2, etc.;μ. πρώτη 10
, 000 andμ. δευτέρα 10
, 000 times 10, 000, Dioph.5.8: freq. of countless numbers, E.Ph. 830 (lyr.), etc.;μυριάδες ἐτῶν Phld.Piet.93
; of money (sc. δραχμῶν), Ar.Eq. 829 (anap.), Plu. Cat.Mi.44; of corn (sc. μεδίμνων), Hdt.3.91, D.20.32; also (sc. ἀρταβῶν), POxy.1259.4 (iii A. D.). -
3 τελέω
Aτελέοντες Od.3.262
, cf. 4.776, al.,τελείει 6.234
, 23.161): [dialect] Ep. [tense] impf.τέλεον Il.23.373
, 768;ἐτέλειον 9.456
, 15.593; [dialect] Ion. , Fr. 434;τελέεσκον Q.S.8.213
: [tense] fut.τελέσω Pi.N.4.43
, X.Cyr.8.6.3, ([etym.] δια-) Pl.R. 425e codd., D.21.66 codd. (- τελῶ Cobet in both places), PAvrom.2A9 (i B.C.); [dialect] Ep. also τελέω, Il.8.415, 12.59, Od.2.256, etc.; [dialect] Att. , Ar.Ra. 173, Pl.Prt. 311b: [tense] aor. ([etym.] ἐ)τέλεσα Od.5.390
; [dialect] Ep. τέλεσσα andἐτέλεσσα Il.246
, Il.12.222, 23.543, 559, al. (inf.τελέσσαι Pi.P.3.9
); [dialect] Att.ἐτέλεσα Th.4.78
, etc.: [tense] pf. , ([etym.] δια-) D.18.203:—[voice] Med., [tense] fut. (v. infr.): [tense] aor.ἐτελεσάμην Id.38.18
, etc.; [tense] pf.τετέλεσμαι Inscr.Prien.11.34
(iii B.C.):—[voice] Pass., [dialect] Ep. [tense] impf.ἐτελείετο Il.1.5
: [tense] fut.τελεσθήσομαι Thphr.Char.16.12
; [tense] fut. [voice] Med. in this sense, , Ag.68 (anap.), etc.,τελέεσθαι Il.2.36
,τελεῖσθαι Od.23.284
; part.τελεόμενος Hdt.1.206
,τελεύμενος Id.3.134
: [tense] aor.ἐτελέσθην Od.4.663
, etc.; [dialect] Aeol. inf.τελέσθην Sapph. Supp.1.4
: [tense] pf.τετέλεσμαι Il.18.74
, etc.: [tense] plpf.τετέλεστο 19.242
: Cret. [tense] pf. part.τετελημένος GDI4963
; [dialect] Ion. [ per.] 3pl. [tense] pf. τετέληνται dub. in SIG 1024.22 (Myconus, iii/ii B.C.): ([etym.] τέλος):—fulfil, accomplish, execute, perform, freq. in Poets from Hom. downwds., less freq. in Prose (except in signfs. 11 and 111);τελέσαι ἔργον τε ἔπος τε Od.2.272
, cf. Il.1.108, 523, etc.;τ. φιλοτήσια ἔργα Od.11.246
; μ' ἔφαντο ἄξειν εἰς Ἰθάκην, οὐδ' ἐτέλεσσαν but did it not, 13.212;τ. ἀέθλους 3.262
;πόνον 23.250
;πύματον δρόμον Il.23.373
;ὁδόν Od.2.256
, Mimn. 11; sts. withoutὁδόν, ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν ἤματι τῷ αὐτῷ καὶ ἀπήνυσαν οἴκαδ' ὀπίσσω Od.7.325
;ὁδῷ δὲ τὰ ξυντομώτατα ἐξ Ἀβδήρων ἐς Ἴστρον ἀνὴρ εὔζωνος ἑνδεκαταῖος τελεῖ Th.2.97
; ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἐςΦάρσαλον ἐτέλεσε Id.4.78
; κίνδυνον τελέσσαι perform a dangerous feat, Epich.99; ;δίδυμα κακά A.Th. 782
(lyr.);προστάγματα Pl.Lg. 926a
, cf. d:—[voice] Pass., Hdt.1.206; καὶ εἰ τετελεσμένον ἐστί, = τελεῖσθαι δύναται, Od.5.90, Il.14.196;τετέλεστο δὲ ἔργον 7.465
; αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', 19.242;ἐάνπερ ἐπὶ λόγῳ ἔργα τελῆται Pl. R. 389d
, cf. Plt. 288c;γραφὴ τῶν τετελεσμένων ἔργων PPetr.3p.340
(iii B.C.);τετέλεσται Ev.Jo.19.30
(cf. 28).2 fulfil one's word, τ. ἔπος, μῦθον, ὑπόσχεσιν, Il.14.44, Od.4.776, 10.483;τελέω τὰ πάροιθεν ὑπέστην Il.23.20
; τελέσαι κότον, χόλον, glut one's fury, wrath, 1.82, 4.178: also, grant one the fulfilment or accomplishment of anything, τ. νόον τινί fulfil his wish, 23.149, cf. Od.22.51;τ. ἐέλδωρ Hes.Sc.36
; (lyr.); κατάρας ib. 724 (lyr.); rarely c. inf., οὐδ' ἐτέλεσσε φέρων δόμεναι he succeeded not in.., Il.12.222 (cf.ἀνύω 1.6
):—[voice] Pass., to be fulfilled, 2.36, 330, al.: esp. [tense] pf. part., [μῦθος] τετελεσμένος ἐστί Il.1.388
, cf.h.Ven.26; elsewh. in Hom. only neut.,τὸ δὲ καὶ τετελεσμένον ἔσται Il.1.212
, cf. 8.286, al.:—[voice] Med., τελέσασθαι δίκην bring a suit to issue, D.38.18, cf. 39.18 ([voice] Pass.).3 grant in full, work out,ἀγαθόν τινι, ὅ τι φρεσὶν ᾗσι μενοινᾷ Od.2.34
;νόστον 15.112
; ;τ. λυγρά 18.134
;γῆρας ἄρειον 23.286
;κακὰ κήδεα τ. τινί Il.18.8
, cf. Od.4.699, 18.389, S. Ant.3; θεῶν τελεσάντων (sc. αὐτό) Pi.P.10.49;εὖ τελεῖ θεός A. Th. 35
.4 ὅρκια τελεῖν make an oath effective, Il.7.69: later, execute a legal document, δημόσιος χρηματισμὸς τετελεσμένος δι' ἐπιτηρητῶν ἀγορανομίας Mitteis Chr.200.10 (iii A.D.), cf. POxy.290.22 (i A.D.), etc.5 bring to fulfilment or perfection,ἀρετὰν.. πεπρωμέναν τελέσει Pi.N.4.43
; τ. τινά bless him with perfect happiness, Id.I.6(5).46 (dub.); soτετελεσμένον ἐσλόν Id.N.9.6
;τελεσθεὶς ὄλβος A.Ag. 751
(lyr.): also, bring a child to maturity, bring it to the birth, E.Ba. 100 (lyr.).b with an Adj. added, ἅπαντας ἡ παίδευσις ἡμέρους τελεῖ makes perfectly gentle, Men.Mon.41.6 bring to an end, finish, end, Lyr.Alex. Adesp.21.2
.7 of Time,ὅτε δὴ τρίτον ἦμαρ.. τέλεσ' Ἠώς Od.5.390
; βίον τ. Simon.36, S.Ant. 1114; πολλοὺς τρόχους ἡλίου ib. 1065;τελευτὴν τοῦ βίου Id.Tr.79
; also τ. νοῦσον come to the end of it, Hes. Th. 799:—[voice] Pass.,περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470
, cf. Hes. Th.59; τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν ib. 795; ἐν τοῖς ἔτεσι τοῖς δὶς ἑπτὰ τετελ. Arist.HA 581a14, cf. Metaph. 994a26; of men, come to one's end,οἴμοι.. δεσπότου τελουμένου A.Ch. 875
(s. v.l.).8 sts. intr., like the [voice] Pass., come to an end, be fulfilled, turn out, οὐ γὰρ οἶδ' ὅπῃ τελεῖ ib. 1021, cf. Pers. 225 (troch.), S.El. 1417 (lyr.): later = τελέθω, to be,φύσει τελῶν μνησίκακος Tz.H.2.83
, al.II pay what one owes, what is due,λιπαρὰς τελέουσι θέμιστας Il.9.156
, 298 (unless this means ' will administer good laws'); νῆας.. αἵ κεν τελέοιεν ἕκαστα ἄστε' ἐπ' ἀνθρώπων ἱκνεύμεναι bring supplies of everything, Od. 9.127: generally, pay, present, δῶρα, δωτίνην, Il.9.598, Od.11.352;μισθόν Il.21.457
, Eup.4; ;ἀργύριον.. μισθόν Id.Prt. 311d
;δύο δραχμὰς μισθόν Ar.Ra. 173
: metaph.,τ. ὕμνον Pi.P. 1.79
, 2.13; τ. ψυχὰν Ἀΐδᾳ, i.e. die, Id.I.1.68.b esp. pay tax, duty, toll,φόρον Pl.Alc.1.123a
;τὰ τέλη Cratin.Jun.9.5
, Arist.Ath. 55.3, cf. Pl.Lg. 847b; τ. μετοίκιον pay the tax of a μέτοικος, ib. 850b;ἱππάδα Is.7.39
;θητικόν Arist.Ath.7.4
, Lex ap. D.43.54;ξενικά D.57.34
;συντάξεις Aeschin.3.91
; freq. in Papyri,οἱ τελοῦντες τὰ καθήκοντα εἰς τὸ βασιλικόν PTeb.5.174
(ii B.C.), etc.; τ. σῖτον pay one's contribution of corn, X.HG5.3.21: abs., pay tax, IG12.1.2,3, Hdt.2.109:—[voice] Pass., of money, etc., to be paid, Id.9.93; of persons, to be in receipt of rent,χώραν ἀτέλεστον ἔχουσιν αὐτοὶ τετελεσμένοι D. Prooem.55
.2 lay out, spend,χρήματα μεγάλα Hdt.3.137
, Pl. Ap. 20a, cf. X.Cyr.8.1.13:—[voice] Pass., to be spent or expended, Hdt.2.125; ἐς τὸ δεῖπνον τετρακόσια τάλαντα τετελεσμένα laid out upon the dinner, Id.7.118; ἕνδεκα μυριάδας μεδίμνων τελεομένας ἐπ' ἡμέρῃ ἑκάστῃ ib. 187, cf. Pl.Lg. 955e.3 since, in many Greek cities, the citizens were distributed into classes acc. to their taxable property, τ. εἴς τινας meant to belong to a class, to be reckoned among, τ. ἐς Ἕλληνας, ἐς Βοιωτούς, belong to the Greeks, the Boeotians, Hdt.2.51, 6.108; εἰς ἀστοὺς τ. become a citizen, S.OT 222; εἰς ἄνδρας τ. come to man's estate, Pl.Lg. 923e; εἰς γυναῖκας ἐξ ἀνδρὸς τ. become a woman instead of a man, E.Ba. 822; ἕκαστος ἡμῶν ὑπό τινα τελεῖ δαίμονα ὃς πάσης ἡμῶν τῆς ζωῆς ἐπάρχει belongs.., Herm. in Phdr.p.93 A.4 from the last sense perh. may be expld. the phrase, κοῖός τις δοκέοι ἀνὴρ εἶναι πρὸς τὸν πατέρα τελέσαι to compare with his father, Hdt.3.34 ( τελέσαι om. cod. E, secl. Hude).III initiate in the mysteries, τινα Pl.Euthd. 277d; ; τυμπανίζειν καὶ τ. Plu.2.60a;τ. τῷ Διονύσῳ Milet.6.23
:—[voice] Pass., to have oneself initiated, Ar.Nu. 258;τετελεσμένος Pl.Phd. 69c
, Berl.Sitzb.1927.169 ([place name] Cyrene), etc.;ἐτέλεις, ἐγὼ δ' ἐτελούμην D.18.265
; Διονύσῳ τελεσθῆναι to be consecrated to Dionysus, initiated in his mysteries, Hdt.4.79; , cf. X.Smp.1.10: c. acc.,Βακχεῖ' ἐτελέσθη Ar.Ra. 357
(anap.);τελέους τελετὰς τελούμενος Pl.Phdr. 249c
, cf. 250b; alsoτ. μεγάλοισι τέλεσι Id.R. 560e
.b in Magic, endow a thing with potency, consecrate it, PMag.Par.1.1744, PMag.Lond.46.242, 121.590, Sch.Ar.Pl. 884.2 metaph., τελεσθῆναι στρατηγός to be formally appointed general, D. 13.19; τετελεσμένος σωφροσύνῃ a votary of temperance, X.Oec.21.12.3 also of sacred rites, perform, , cf. IT 464 (anap.);θυσίαν τοῖς θεοῖς D.S.4.34
, cf. Plu.Thes.16;ὄργια IG14.1183
([place name] Rome), Paus.4.14.1; γάμον, γάμους, Call.Ap.14, Lyc. 1387:— [voice] Pass., Pl.Lg. 775a.4 [voice] Pass., of women, to be married, GDI3721.5,9 ([place name] Cos).
См. также в других словарях:
μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξμέδιμνος — ἑξμέδιμνος, ον (Α) αυτός που χωράει ποσότητα έξι μεδίμνων … Dictionary of Greek
θήτες — Κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας που την αποτελούσαν ακτήμονες γεωργοί ή εργάτες της Αττικής. Οι θ. δεν ήταν δούλοι, αλλά συντηρούνταν με την εργασία τους προς όφελος ενός κτηματία ή άλλου εργοδότη. Από την εποχή του Σόλωνα, την τάξη των θ.… … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek
πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από … Dictionary of Greek
πεντεμυριομέδιμνος — και πενταμυριομέδιμνος, ον, Μ (για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε μυριάδων μεδίμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε μύριοι + μέδιμνος (πρβλ. εξ μέδιμνος)] … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek
τριακοσιομέδιμνος — ον, Α αυτός που έχει περιουσία η οποία αποφέρει εισόδημα τριακοσίων μεδίμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακόσιοι + μέδιμνος (πρβλ. πεντακοσιο μέδιμνος)] … Dictionary of Greek