-
1 μυριας
I1) мириада, десять тысяч(μ. ἀνθρώπων Her.)
σίτου δυοκαίδεκα μυριάδες (sc. μεδίμνων) Her. — сто двадцать тысяч медимнов хлеба2) (несметное) множество(μυριάδες ἀναρίθμητοι Plat.)
II(φύστις Aesch.; μυριάδες πόλεις Eur.)
См. также в других словарях:
μεδίμνων — μέδιμνος a medimnus masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξμέδιμνος — ἑξμέδιμνος, ον (Α) αυτός που χωράει ποσότητα έξι μεδίμνων … Dictionary of Greek
θήτες — Κοινωνική τάξη της αρχαίας Αθήνας που την αποτελούσαν ακτήμονες γεωργοί ή εργάτες της Αττικής. Οι θ. δεν ήταν δούλοι, αλλά συντηρούνταν με την εργασία τους προς όφελος ενός κτηματία ή άλλου εργοδότη. Από την εποχή του Σόλωνα, την τάξη των θ.… … Dictionary of Greek
κυψέλη — Ονομασία δώδεκα οικισμών. 1. Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 1.949 κάτ.) της Αίγινας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αιγίνης της νομαρχίας Πειραιώς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 55 μ., 424 κάτ.)… … Dictionary of Greek
πεντακοσιομέδιμνος — ο, ΝΑ συν. στον πληθ. οι πεντακοσιομέδιμνοι (στην αρχαιότητα) ονομασία τής πρώτης από τις τάξεις τών Αθηναίων πολιτών, στις οποίες χώρισε τον πληθυσμό τής Αττικής ο Σόλων και στην οποία ανήκαν όσοι είχαν αγροτικό εισόδημα άνω τών 500 μεδίμνων από … Dictionary of Greek
πεντεμυριομέδιμνος — και πενταμυριομέδιμνος, ον, Μ (για πλοίο) αυτός που έχει χωρητικότητα πέντε μυριάδων μεδίμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέντε μύριοι + μέδιμνος (πρβλ. εξ μέδιμνος)] … Dictionary of Greek
σόλων — Αθηναίος νομοθέτης (γύρω στα 640 γύρω στα 560 π.Χ.). Ανήκε στην αριστοκρατική οικογένεια των Κοδριδών και κατατάσσεται μεταξύ των Επτά Σοφών της αρχαίας Ελλάδας, δηλαδή σ’ ένα μικρό κύκλο εκλεκτών αντρών, που χρησίμευαν στους αρχαίους ως πρότυπα… … Dictionary of Greek
τριακοσιομέδιμνος — ον, Α αυτός που έχει περιουσία η οποία αποφέρει εισόδημα τριακοσίων μεδίμνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακόσιοι + μέδιμνος (πρβλ. πεντακοσιο μέδιμνος)] … Dictionary of Greek