Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

μέλη

См. также в других словарях:

  • μέλη — μέλη, ἡ (Α) είδος ποτηριού. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • μέλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) μέλος limb neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μέλος limb neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλῃ — μέλη fem dat sg (attic epic ionic) μέλω to be an object of care pres subj mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres ind mp 2nd sg μέλω to be an object of care pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλη — Μέλης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλῃ — Μέλης masc dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λαζαριστές — Μέλη μοναχικού τάγματος της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας. Ιδρύθηκε το 1625 από τον άγιο Βικέντιο ντε Πολ (του Παύλου) και αναγνωρίστηκε από τον πάπα Ουρβανό Η’ το 1632, με την ονομασία Εταιρεία των Ιερέων της Ιεραποστολής. Σκοπός του τάγματος των Λ.… …   Dictionary of Greek

  • Ιωαννίτες ιππότες — Μέλη θρησκευτικού ιπποτικού τάγματος, που ιδρύθηκε από τους Σταυροφόρους (1022) στην Ιερουσαλήμ. Ονομάστηκαν έτσι από τον προστάτη άγιό τους, τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, αλλά ήταν ακόμα γνωστοί και ως Tάγμα των Ιπποτών της Ρόδου και αργότερα των… …   Dictionary of Greek

  • δρυΐδες — Μέλη του ανώτατου ιερατείου των αρχαίων Κελτών, οι οποίοι είχαν διαμορφώσει ιδιαίτερη θρησκεία, τον δρυϊδισμό, που βασιζόταν στις δικές τους διδασκαλίες και στις σχετικές με αυτές λατρείες. Οι αναφορές για τους δ. χρονολογούνται τουλάχιστον από… …   Dictionary of Greek

  • πατρίκιοι — Μέλη γνωστών οικογενειών της αρχαίας Ρώμης, μια προνομιούχα τάξη, σε αντιδιαστολή με τους πληβείους. Η σχέση ανάμεσα στους π. και τους πληβείους εξακολουθεί να αμφισβητείται. Κατά μία εκδοχή, οι π. υπήρξαν αρχικά οι μόνοι πολίτες της Ρώμης. Καθώς …   Dictionary of Greek

  • ταινιοφόροι — Μέλη συνομωτικών αγροτικών οργανώσεων, που έδρασαν στην Ιρλανδία τον 19o αι. Είχαν ως έμβλημά τους μια μικρή πράσινη ταινία από ύφασμα από την οποία πήραν και την ονομασία τους. Μέλη του κινήματος των τ. ήταν φτωχοί αγρότες που τους… …   Dictionary of Greek

  • μέλαι — μέλη fem nom/voc pl μέλᾱͅ , μέλη fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»