-
1 πολύ-καμπτος
πολύ-καμπτος, vielfach gebogen, Poll. 4, 73; auch μέλη, Parmenid. bei Arist. metaph. 3, 5.
-
2 πολύκαμπτος,
πολύ-καμπτος, u. πολυ-καμπής, ές, vielfach gebogen -
3 πολυκαμπής
πολύ-καμπτος, u. πολυ-καμπής, ές, vielfach gebogen
См. также в других словарях:
πολύκαμπτος — ον, Α ο πολυκαμπής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + καμπτός (< κάμπτω), πρβλ. εύ καμπτος] … Dictionary of Greek