Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

λῡπ-έω

См. также в других словарях:

  • Uncial 0171 — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 0171 Text …   Wikipedia

  • Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache …   Deutsch Wikipedia

  • ιχθυηρός — ἰχθυηρός, ά, όν (Α) 1. κατάλληλος να δεχθεί ψάρια 2. ρυπαρός, δυσώδης 3. αυτός που παρασκευάζεται από ψάρια («ἰχθυηρὸν ἔλαιον» Φίλ.) 4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἰχθυηρά πάπ. φόρος στα αλιευόμενα ψάρια 5. φρ. α) «ἰχθυηρός ζωμός» ψαρόσουπα β) «πύλη ἡ… …   Dictionary of Greek

  • λωβηρός — λωβηρός, ά, όν (Α) βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λώβη «κακομεταχείριση, προσβολή» + κατάλ. ηρός (πρβλ. ανθ ηρός, λυπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • οισυπηρός — οἰσυπηρός, ά, όν (Α) αυτός που είναι γεμάτος από οισύπη, λιπαρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οἰσύπη «λιπώδης ουσία που εκκρίνεται από το έριο τών προβάτων» + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός] …   Dictionary of Greek

  • πενθηρός — ά, όν, Α αυτός που ανήκει ή αρμόζει στο πένθος, στη λύπη, ο πένθιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πένθος + κατάλ. ηρός (πρβλ. λυπ ηρός)] …   Dictionary of Greek

  • τρυχηρός — ά, όν, Α 1. (για ενδύματα) πολύ φθαρμένος, κουρελιασμένος 2. βασανιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρῦχος + κατάλ. ηρός* (πρβλ. λυπ ηρός, τολμ ηρός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»