-
1 πύθομαι
Grammatical information: v.Meaning: `to putrify, to decay' (Il.).Other forms: only pres.stem except καταπέπυθα κατερρύηκα H.; πύθω, fut. πύσω, aor. πῦσαι ( πύσαι Call.) `cause to rot', both also with κατα- (Il.; on the date of the attestations Wackernagel Unt. 133).Derivatives: Besides πύον, πύος n. `purulence' (Hp., Arist.); as 2. member in σαρκό-πυον n. `the festering of flesh' with - πυώδης (Hp.); adj., e.g. ἔμ-πυος `festering, full of festering ulcers' (Hp., Att.) with ἐμπυό-ομαι `to fester' (Hp.). πυθεδόνες pl. f. `festering ulcers' (hell.; after σηπεδών a.o.). Denominatives w. prefix: ἐκ-, ἐμ-, ἀπο-, δια-πυ-έω (- έομαι), - ίσκομαι (late - ίσκω) `to fester' with - πύ-ησις, - ημα, - ηματικός, - ητικός, - ικός (Hp. a. other medic.); late simplicia: πύ-ησις, - ητικός (Aret., Gal.).Etymology: Beside the θ-enlargement in πύ̄-θομαι, - θω ( βρί-θω, πλή-θω a.o.; Schwyzer 703), which can also be supposed for πύσω, πῦσαι, Sankrit has a yot-present pū́-ya-ti `rot' with the backformation pū́ya- m. n. `festering, pus' (so not identical with πύον), in Balt. a nasalpresent pū-nù and pū-vù (i.e. pų-vù) `id.', in Germ. an isolated ptc. OWNo. fūinn `rotten'. On an unenlarged primary verb go back also the nouns πύον, πύος, which have their closest agreements in Arm. hu, gen. hu-oy (o-st.) `festering blood' and Lat. pūs n. (from *puu̯os or *peu̯os?). Of the very frequent representatives of this goup, which may have its point of departure in an interjection pu `pfui', we mention only Lat. pūteō `rot', pŭter, - tris, - tre `rot', Germ., e.g. Goth. fūls ' rot'; further forms w. rich lit. in WP. 2, 82, Pok. 848f., W.-Hofmann s. pūs, Fraenkel s. pū́ti, Mayrhofer s. pū́yati. To be rejected Specht Sprache 1, 46 (: with `pure' in Lat. pūrus etc. identical). -- Here also 2. πυός `beestings'; s. v.Page in Frisk: 2,621-622Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πύθομαι
-
2 Αἰγιναῖος
Αἰγῑν-αῖος, α, ον, Aeginetan, Cratin.165, al.; ὀβολὸς Αἰ., δραχμὴ Αἰ., etc., Th.5.47, etc.:—also [suff] Αἰγῑν-ητικός, ή, όν, Luc.Tim.57; ἔργα statuesGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Αἰγιναῖος
-
3 αἰσθητικός
A of or for sense-perception, sensitive, perceptive, Pl. Ti. 67a, etc.;ζῷα-κώτερα Thphr.Sens.29
; αἰ. ἀναθυμίασις, of the soul, Zeno Stoic.1.39;τὸ αἰ. [τῆς ψυχῆς] Diog.Oen.Fr.39
; ζωὴ αἰ. Arist.EN 1098a2; quick,γραῦς Alex.65
. Adv. αἰσθητικῶς, ἔχειν to be quick of perception, Arist.EE 1230b37;κινεῖσθαι Arr.Epict.1.14.7
, S.E.M.7.356; αἰ. ἔχειν ἑαυτοῦ, c. part., to be conscious of oneself doing, Ael.VH14.23;αἰ. γιγνώσκειν Procl.in Prm.p.754
S.II of things, perceptible, Plu.2.90b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰσθητικός
-
4 αἰτητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰτητικός
-
5 αὐλητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐλητικός
-
6 αὐξητικός
A growing, of growth,ἡ αὐ. ζωή Arist.EN 1098a1
; ;αὐ. εἰς μῆκος Thphr. HP1.9.1
. Adv.-κῶς, κινεῖσθαι Ph.1.492
.II [voice] Act., promoting growth, c. gen.,σπληνός Hp.Acut.62
;μεγέθους S.E.M.3.24
: abs., ; -κόν, τό, Id.Cael. 310a29.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐξητικός
-
7 αὐχητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐχητικός
-
8 βλαστητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βλαστητικός
-
9 βοηθητικός
A ready or able to help, serviceable, ;τοῖς πένησι Plu.Sol.29
;τῶν δεομένων Diotog.
ap. Stob. 4.7.62; πρός τι so as to keep it off, Arist.Pol. 1267a16; or towards promoting it, Id.HA 515b9: [comp] Comp. -ώτερον, τὸ ἄρρεν τοῦ θήλεος ib. 608b15: [comp] Sup.- ώτατος Iamb.VP25.111
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοηθητικός
-
10 βοητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βοητικός
-
11 βομβητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βομβητικός
-
12 βροντητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βροντητικός
-
13 βρυχητικός
A roaring, bellowing, Tz.ad Lyc.739.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > βρυχητικός
-
14 γεννητικός
A generative, productive,ἡ πρᾶξις ἡ γ. Arist.HA 539b21
;ψυχὴ γ. Id.de An. 416b25
: c. gen., generative or productive of..,τινός Epicur.Ep.1p.11U.
, Arist.GA 726b21, etc.;ὕλην σπέρματος -κήν Epicur.Nat.Herc.908.1
.2 of men or animals, able to procreate, Arist.HA 544b26, de An. 432b24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γεννητικός
-
15 δαπανητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δαπανητικός
-
16 δεητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δεητικός
-
17 δειπνητικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δειπνητικός
-
18 διαιτητικός
A of or for diet: ἡ δ. (sc. τέχνη) dietetics, Hp.Acut.(Sp.)54;τὸ δ. μέρος τῆς ἰατρικῆς Plb.12.25d
.3, Gal.Thras. 33; also of persons, δ. ἰατρός ib.24.III -κόν, τό, decision of an arbitrator, PLips.43.5 (iv A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαιτητικός
-
19 διακολλητικός
διᾰκολλ-ητικός, prob.A f.l. for διακωλυτικός, ἔργα Poll.7.209.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακολλητικός
-
20 διακονητικός
A pertaining to service, Alex. Aphr.de An.59.14.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διακονητικός
См. также в других словарях:
τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη … Dictionary of Greek
ναυκρατητικός — ναυκρατητικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει σε νίκη τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκράτης + κατάλ. ητικός (πρβλ. ευεργετ ητικός)] … Dictionary of Greek
ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] … Dictionary of Greek
οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] … Dictionary of Greek
παραμονητικός — ή, όν, Α αυτός που παραμένει, που διαμένει κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή + κατάλ. ητικός (πρβλ. συμπαθ ητικός)] … Dictionary of Greek
παρανομητικός — ή, όν, Α επιρρεπής προς την παραβίαση τών νόμων, αυτός που παρουσιάζει την τάση να ενεργεί αντίθετα με τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρανομῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
περιγενητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την δύναμη να επιβάλλεται και να νικά, υπέρτερος («εἱμαρμένη περιγενητικὴ ἁπάντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιγεν τού περιγίγνομαι (πρβλ. περιεγενόμην) + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
προβατητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική εκτροφή προβάτων, προβατοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. ητικός (πρβλ. οχλ ητικός)] … Dictionary of Greek
σοβαρητικός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «σοβαρός, σφοδρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός, κατά τα επίθ. σε ητικός (πρβλ. ποι ητικός)] … Dictionary of Greek
ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] … Dictionary of Greek
γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά … Dictionary of Greek