Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ητικός

См. также в других словарях:

  • τορπιλ(λ)ητικός — ή, ό, Ν [τορπιλ(λ)ητής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τορπιλητή ή στην τορπίλη …   Dictionary of Greek

  • ναυκρατητικός — ναυκρατητικός, ή, όν (Α) αυτός που ταιριάζει σε νίκη τού ναυτικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ναυκράτης + κατάλ. ητικός (πρβλ. ευεργετ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • ογκηθμητικός — ὀγκηθμητικός, ή, όν (Μ) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ογκηθμό, στο γκάρισμα («ὥσπερ ἡμίονος οὔτε χρεμετιστικόν ἐστι οὔτε ὀγκηθμητικόν», Νικ. Βυζ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγκηθμός + κατάλ. ητικός (πρβλ. αριθμ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • οδαξητικός — ὀδαξητικός, ή, όν (Α) αυτός που προκαλεί κνησμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδάξομαι / ὀδαξῶμαι «προκαλώ κνησμό, αισθάνομαι φαγούρα» + κατάλ. ητικός (πρβλ. κιν ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • παραμονητικός — ή, όν, Α αυτός που παραμένει, που διαμένει κάπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < παραμονή + κατάλ. ητικός (πρβλ. συμπαθ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • παρανομητικός — ή, όν, Α επιρρεπής προς την παραβίαση τών νόμων, αυτός που παρουσιάζει την τάση να ενεργεί αντίθετα με τους νόμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρανομῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • περιγενητικός — ή, όν, Α αυτός που έχει την δύναμη να επιβάλλεται και να νικά, υπέρτερος («εἱμαρμένη περιγενητικὴ ἁπάντων», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. περιγεν τού περιγίγνομαι (πρβλ. περιεγενόμην) + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • προβατητικός — ή, όν, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε πρόβατο, προβατήσιος 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ προβατητική εκτροφή προβάτων, προβατοκομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. ητικός (πρβλ. οχλ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • σοβαρητικός — ή, όν, Α (κατά τον Ησύχ.) «σοβαρός, σφοδρός». [ΕΤΥΜΟΛ. < σοβαρός, κατά τα επίθ. σε ητικός (πρβλ. ποι ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • ωφελητικός — ή, όν, Α ωφέλιμος, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠφελῶ + κατάλ. ητικός (πρβλ. βοηθ ητικός)] …   Dictionary of Greek

  • γεννώ — (AM γεννῶ, άω) 1. φέρνω στη ζωή, κάνω παιδιά 2. δημιουργώ, προκαλώ (α. «το γὰρ πολὺ τῆς θλίψεως γεννᾱ παραφροσύνην», Διγ. β. «λήθη τῶν ἰδίων κακῶν θρασύτητα γεννᾷ», Δημόκρ.) μσν. νεοελλ. φρ. «άνθρωπος γεννημένος» κανείς νεοελλ. 1. (για ζώα, πτηνά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»