-
1 λέξεις
λέξιςspeech: fem nom /voc pl (attic epic)λέξιςspeech: fem nom /acc pl (attic)λέγω 1lay: aor subj act 2nd sg (epic)λέγω 1lay: fut ind act 2nd sgλέγω 2pick up: fut ind act 2nd sgλέγω 3lay: aor subj act 2nd sg (epic)λέγω 3lay: fut ind act 2nd sg -
2 λέξις
A speech, opp. ᾠδή, Pl.Lg. 816d; λ. ἢ πρᾶξις speech or action, Id.R. 396c; ὁ τρόπος τῆς λ. ib. 400d; τὰ λέξει δηλούμενα orders given by word of mouth, Arr.Tact.27.2.2 diction, style, ἡ ἐνθάδε λ. the style used here (in courts of justice), Pl.Ap. 17d; Μούσης λ. poetical diction, Id.Lg. 795e, cf. Arist.Rh. 1410b28, Po. 1450b13, etc.; περὶ Λέξεως, title of work by Ephorus, Theon Prog. 2.II a single word or phrase, Arist.Rh. 1406b1, Epicur.Nat.28p.4V., al. (pl.), D.T. 633.31, Plb.2.22.1, etc.; even a meaningless word, such as βλίτυρι, Diog.Stoic.3.213;ταῖς λ. κέχρηται ταῖς αὐταῖς Plb.6.46.10
; αὐταῖς λέξεσι or κατὰ λέξιν word for word, D.H.Pomp.2, Plu.2.869d, Ath.11.493d, D.L.2.113; laterἐπὶ λέξεως PLond.5.1713.14
(vi A.D.), Vit.Arist.p.438 Rose, etc.; collectively, κρατῶ καὶ τῆς λ. the very words, Ath.7.275b, cf. Epicur.Nat.28p.15V., Gal.12.403.3 Gramm., a word peculiar in form or signification: hence λέξεις is the older term for a glossary, Ῥοδιακαὶ λέξεις a glossary of Rhodian phrases, Ath.11.485e; cf.γλῶσσα 11.2
. -
3 διλήμματος
δῐ-λήμμᾰτος, ον,A involving two propositions,συλλογισμός Gal.Inst.Log.6.5
: -τον, τό, dilemma, Hermog.Inv.4.6. Adv. - τως Ulp.ad D.3.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διλήμματος
-
4 διογκόω
A distend, blow out,πυρόν Plu.2.676b
;λέξις δ. τὸ στόμα Hermog.Id.1.6
; τὸ ω ¯ καὶ τὸ ᾱ δ. τὸν λόγον ibid., cf. Alex.Aphr.Pr. 1.59:—[voice] Pass., swell or be distended, Hp.Acut.10,28, Plu.Ages.27, Sor.2.37: metaph., to be lifted up, raised to a higher position, Artem. 1.14; to be puffed up, Eun.VSp.478B.; λέξεις διωγκωμέναι (cf. supra) Hermog. l. c.; of a lake, rise, overflow, Plu.Cam.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διογκόω
-
5 διπλόος
Aδιπλέη Hdt.3.42
codd., but διπλήν or- ῆν Id.5.90
, διπλάς or- ᾶς Id.3.28
: [var] contr. always in Trag., exc.διπλόοι A.Fr.39
: (cf. ἁπλόος):—twofold, double, prop. of cloaks and articles of dress, χλαῖνα διπλῆ, = δίπλαξ or διπλοΐς, Il.10.134, Od.19.226; ὅθι.. διπλόος ἤντετο θώρηξ where the cuirass met [the buckle] so as to be double, Il.4.133; τὴν ἐπωμίδα πτύξας διπλῆν having folded it double, Apollod.Car.4: generally,καλύβη διπλῆ διαφράγματι Th.1.133
;διπλόος θάνατος Hdt.6.104
; παῖσον διπλῆν (sc. πληγήν) S.El. 1415;δ. οἰκίδιον
of two stories,Lys.
1.9; διπλῆ ἄκανθα spine bent double by age, E.El. 492; διπλῆ <ῥάχις> X.Eq.1.11;σύμβολον δ.
executed in duplicate,PHib.
1.29 (iii B. C.).2 διπλῇ χερὶ θανεῖν by mutual slaughter, S.Ant.14.4 of fevers in which two paroxysms took place in a given time, δ. ἀμφημερινός, τριταῖος, Gal.7.472, 9.677.5 δ. ἰσότης, = διπλοϊσότης (q. v.), Dioph.p.98T., etc.6 δ. ἄνδρας· τὰ δισύλλαβα ἀνδρῶν ὀνόματα, Hsch.II as [comp] Comp., twice as much, large, etc., ; ; δ. ἢ .. twice as much as.. (v. διπλῇ): c. gen., Id.Ti. 35b; διπλοῦν ὀφείλειν ὅσον .. Lex ap.D.23.28; διπλῷ, = διπλῇ, Pl.Lg. 722b.IV double, doubtful,οὐ γνώμᾳ διπλόαν θέτο βουλάν Pi.N.10.89
;διπλᾶς καὶ ἀμφιβόλους λέξεις Ph.1.302
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διπλόος
-
6 καινοφανής
καινο-φᾰνής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινοφανής
-
7 καινόφωνος
καινό-φωνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καινόφωνος
-
8 κομπηρός
A resounding, λέξεις (in the Dithyramb) Anon.in Rh.177.3, cf. Sch.E.Ph. 600. Adv. -ρῶς Anon.in Rh.161.29
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομπηρός
-
9 κρουματικός
A of or for playing on a stringed instrument,σοφίη AP11.352.2
(Agath.): in a general sense, ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν Suid.s.v. Ὄλυμπος; διάλεκτος κ. style in playing, Plu.2.1138b; λέξεις κρουσματικαί sounds of music, i.e. inarticulate sounds without sense, Plb.3.36.3.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κρουματικός
-
10 κύριος
κύριος [ῡ], α, ον, also ος, ον A.Supp. 732, E.Heracl. 143, Arist.Pol. 1306b20:—Thess. [full] κῦρρος IG9(2).517.20 (Larissa, iii B.C.): ([etym.] κῦρος) (not in Hom.):I of persons, having power or authority over, c. gen.,Ζεὺς ὁ πάντων κ. Pi.I.5(4).53
, cf. P.2.58;ἐμῶν τε καὶ σῶν κ. πιστωμάτων A.Ag. 878
; πρὶν ἄν σε κ. στήσω τέκνων put thee in possession of.., S.OC 1041;κύριοι πολιτείας Antipho 3.1.1
;κ. καταλύσεως Th.4.20
;εἰρήνης καὶ πολέμου X.HG2.2.18
; -ώτατοι τοῦ ἱεροῦ Th.5.53
(but ὁ -ώτατος θεὸς τοῦ ἱεροῦ, of the god to whom a temple is dedicated, OGI90.39 (Rosetta, ii B.C.));τῶν αὑτοὺ κ. Pl.Lg. 929d
, cf. Isoc. 19.34, etc.; θανάτου κ. τινός with power of life and death over, Pl. Criti. 120d;κ. περί τινος Arist.Pol. 1286a24
.2 κύριός εἰμι c. inf., I have authority to do, am entitled to do, A.Ag. 104 (lyr.); οὗτος κ. ὁρκωμοτεῖν (prob. for -ῶν) E.Supp. 1189;κ. ἀπολέσαι, σῶσαι δ' ἄκυροι And.4.9
, cf. Th.5.63, 8.5; - ώτεροι δοῦναι better able to give, Id.4.18;οὐ.. κ. οὔτε ἀνελέσθαι πόλεμον οὔτε καταλῦσαι X.An.5.7.27
;δοῦλοι κ. μαστιγοῦν τοὺς ἐλευθέρους Ephor.29
J.;αἱ ἀρχαὶ κ. κρίνειν Arist. Pol. 1287b16
; also κ. τοῦ μὴ μεθυσθῆναι having power not to.., Id.EN 1113b32: c. acc. et inf.,κ. εἶναι ἢ τοίαν εἶναι [πόλιν] ἢ τοίαν Pl.R. 429b
.3 folld. by a dependent clause,κ. γενέσθαι, ὅντινα δεῖ καταστήσασθαι Is.6.4
.4 c. part., ;κ. ἦν πράσσων ταῦτα Id.8.51
, cf. Plb.6.37.8, 18.37.10;κύριοι ἐόντω συλέοντες Schwyzer 337.13
(Delph.).5 abs., having authority, supreme, τί τῶνδε κυριωτέρους μένεις; A.Supp. 965; -ώτερος σέθεν E.Ba. 505
; ὁ πατὴρ μέχρι τούτου κ. [ἐστι] Arist.Rh. 1402a1; τὸ κ. the sovereign power in a state, Id.Pol. 1281a11, cf. Pl.R. 565a, etc.; τὰ κ. the supreme authorities, D.19.259, Arist.Rh. 1365b27;τὰ τῆσδε τῆς γῆς κ. S.OC 915
; at Athens, κ. ἐκκλησία a sovereign or principal assembly, Ar.Ach.19, Arist.Ath.43.4, IG12.42.22, al., 22.493.8, etc.; ἀγορὰ κ. ib.1298.7.II of things, ὁ τῆς ὥρας τῆς καταρχῆς κ. [ἀστήρ] Serapio in Cat.Cod.Astr.1.99: but usu. abs., authoritative, decisive,δίκαι E.Heracl.
l.c., And.1.88, Pl.Cri. 50b; μῦθος -ώτερος of more authority, E.IA 318 (troch.); -ωτάτη τῶν ἐπιστημῶν [ἡ πολιτική] Arist.Pol. 1282b15;αἱ -ώτεραι ἀρχαί Id.Cael. 285a26
, cf. Metaph. 997a12; [ἡ φρόνησις] τῆς σοφίας κυριωτέρα Id.EN 1143b34
; -ωτέρα ἡ καθόλου [ἀπόδειξις] Id.APo. 86a23;τάραχος ὁ -ώτατος Epicur.Ep.1p.30U.
; of sovereign remedies, -ωτάτη τῶν καθάρσεων Pl.Sph. 230d
; -ωτάτη κένωσις Gal.1.299
; important, principal, κ. δόξαι, of certain doctrines of Epicurus, Phld.Ir.p.86 W.;τὰ -ώτατα μέρη τῆς φύσεως Epicur.Sent.9
; -ώτερα μέρη τοῦ σώματος Philostr.Gym.50
; τὰ -ώτατα the principal organs, Gal.1.385 (but, the most important matters, Epicur.Sent.16);τὸ -ώτατον τῆς Ἐφέσου Philostr.VS1.22.4
: Gramm., κ. τόνος principal accent, D.T.Supp. 674.32.2 opp. ἄκυρος, valid, νόμος, δόγματα, D.24.1, Pl.Lg. 926d; κ. ποιεῖν [τὴν γνῶσιν], opp. ἄκυρον π., D.21.92, cf. 39.15;τὰς συνθήκας κυρίας ποιεῖν Lys.18.15
;ἡ συγγραφὴ ἥδε κ. ἔστω PEleph. 1.14
(iv B.C.); ἔστω τὰ κριθέντα κ. Lexap.D.21.94; soτὰς τῶν ἄλλων δόξας κ. ποιεῖν Pl.Tht. 179b
.3 of times, etc., ordained, appointed,ἡ κυρίη ἡμέρη Hdt.5.50
, cf. 93 (pl.);ἡ κ. τῶν ἡμερέων Id.1.48
, 6.129;κ. ἐν ἡμέρᾳ A.Supp. 732
;τόδε κ. ἦμαρ E.Alc. 105
(lyr.), etc.; κ. μήν, of a woman with child, i.e. the ninth month, Pi.O.6.32; ὅταν τὸ κ. μόλῃ φάος (prob.) the appointed time, A.Ag. 766 (lyr.);κ. μένει τέλος Id.Eu. 544
(lyr.); ἡ κ. [ἡμέρα] D.21.84, cf. Test.ib.93; but αἱ κ. [ἡμεραι], = κριτικαί, Hp.Aff.9.4 legitimate, lawful,ὕπνος πόνος τε, κ. ξυνωμόται A.Eu. 127
, cf. 327; κύρι' ἔχοντες having lawful power, ib. 960 (lyr.).5 ἡ κ. ἀρετή goodness proper, real goodness, Arist.EN 1144b4; [φλοιὸς] ὁ κ. Thphr.HP4.15.1
; Rhet. and Gramm., κ. ὄνομα the real or actual, hence current, ordinary, name of a thing, opp. μεταφορά, γλῶττα, Arist.Rh. 1404b6, 1410b12, Po. 1457b3, cf. D.H. Comp.21, D.L.10.13, etc.; σπάνει κυρίου ὀνόματος for lack of a current term, D.H.Comp.24; - ώτατα ὀνόματα most ordinary terms, ib.3 (hence also κ. ὄνομα proper, personal name, Plb.6.46.10, A.D.Pron. 10.11, al., Hdn.7.5.8; ὄνομα alone in this sense, Diog.Bab.Stoic.3.213); κ. [λέξεις] Phld.Rh.1.181 S.; κατὰ τὸν κ. τρόπον, opp. καταχρωμένη, ib.1.59 S.B Subst. [full] κύριος, ὁ, lord, master,τοῖσι κ. δωμάτων A.Ch. 658
, cf. 689, S.Aj. 734, etc.; ὁ κ. alone, head of a family, master of a house (cf. Sch.Ar.Eq. 965), Antipho 2.4.7, Ar.Pl.6, Arist.Pol. 1269b10;τοὺς κ. τῶν οἰκιῶν PTeb.5.147
(ii B.C.); also, guardian of a woman, Is.6.32, PGrenf.2.15 i 13 (ii B.C.), etc.: generally, guardian, trustee, Is. 2.10, D.43.15, 46.19, Men.Epit.89, etc.b later κύριε, as a form of respectful address, sir, Ev.Jo.12.21, 20.15, Act.Ap.16.30 (pl.), PFay. 106.15 (ii A.D.), etc.2 fem. κυρία, ἡ, mistress, lady of the house, Philem.223, LXXIs.24.2, etc.;κ. τῆς οἰκίας Men.403
: in voc., madam, D.C.48.44; applied to women from fourteen years upwards, Epict. Ench.40. (In later Gr. freq. written [full] κύρα, PGrenf.1.61.4 (vi A.D.), etc.)3 of gods, esp. in the East,Σεκνεβτῦνις ὁ κ. θεός PTeb.284.6
(i B.C.);Κρόνος κ. CIG4521
(Abila, i A.D.);Ζεὺς κ. Supp.Epigr.2.830
(Damascus, iii A.D.);κ. Σάραπις POxy.110.2
(ii A.D);ἡ κ. Ἄρτεμις IG 4.1124
(Tibur, ii A.D.); of deified rulers,τοῦ κ. βασιλέος θεοῦ OGI86.8
(Egypt, i B.C.); οἱ κ. θεοὶ μέγιστοι, of Ptolemy XIV and Cleopatra, Berl.Sitzb.1902.1096: hence, of rulers in general,βασιλεὺς Ἡρώδης κ. OGI415
(Judaea, i B.C.); of Roman Emperors, BGU1200.11 ([place name] Augustus), POxy. 37 i 6 ([place name] Claudius), etc. -
11 λεξικός
λεξικο?λεξικόςXς, ή, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λεξικός
-
12 μεσάζω
A = μεσόω, ὁ μεσάζων τόπος (v.l. νησίζων) D.S.1.32;πότερον ἄρχοιτο τὸ πάθος ἢ μεσάζοι Hp.Ep.18
;νυκτὸς μεσαζούσης LXX Wi. 18.14
;μεσαζούσης ἡμέρας Hdn.7.5.2
; of food, to be half-cooked, Bilabel Ὀψαρτ.p.11.II [voice] Pass., to be inserted in the middle, intervene,αἱ μεσαζόμεναι λέξεις A.D.Synt.270.5
, cf. Conj.255.20; of terms in an arithmetical series, Theol.Ar.39. -
13 μετασκευάζω
A put into another dress ([etym.] σκευή), change the fashion of, transform, ;τὰ ἅρματα εἰς τὸν αὐτὸν τρόπον X.Cyr. 6.2.8
; μ. νόμον amend, Din.1.42; put into a fresh shape,τὰς λέξεις D.H.Comp.6
.II [voice] Med., exchange one's equipment with another, App.Pun.8;μ. εἰς τοὺς ὁπλίτας Jul.Or.2.60a
.2 pack up so as to change one's quarters,τὰ αὑτοῦ παρά τινα X.Eph.5.13
: abs., shift oneself, ἐκ.. εἰς .. Luc.Tox.57, cf. Ach.Tat.3.1.3 clothe oneself differently, οἰκετικαῖς ἐσθήσεσιν μ. disguise oneself in.., Polyaen.6.49: [tense] pf. [voice] Pass., πόθεν μετεσκεύασθε; Philostr.Her.Prooem.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μετασκευάζω
-
14 μικιχιζόμενος
A boy under age, IG5(1).285, al.; ἀπὸ μικιχιζομένων μέχρι μελλειρονείας ib.296: [full] μικιζόμενος is expld. as a male child in his third year, Λέξεις Ἡροδότου in Stein Hdt. ii p.465 (Berol. 1871).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μικιχιζόμενος
-
15 παραλληλίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραλληλίζω
-
16 παρατίθημι
Aπαρατίθω PMag.Par.1.333
, Tab.Defix.Aud. 26.27) ; [ per.] 3sg. παρτιθεῖ, παρατιθεῖ, Od. 1.192, Hdt.4.73 : [tense] impf.- ετίθει Ar.Ach.85
, Eq. 1223 : [tense] aor. [voice] Act. παρέθηκα, [voice] Med. παρεθέμην : [tense] pf. παρατέθεικα : in [dialect] Att. παράκειμαι generally serves as the [voice] Pass. :— place beside,πὰρ δὲ τίθει δίφρον Od. 21.177
, cf. 182 (tm.), Berl.Sitzb. 1927.167 ([place name] Cyrene), etc. ; [εἰκόσι] κόσμον OGI90.40
(Rosetta, ii B. C.).b. freq. of meals, set before, serve up,σφιν δαῖτ' ἀγαθὴν παραθήσομεν Il. 23.810
, cf. 9.90 (tm.) ;ἥ οἱ βρῶσίν τε πόσιν τε παρτιθεῖ Od.1.192
; ; [νῶτα βοὸς] γέρα πάρθεσαν αὐτῷ 4.66
;νῦν οἱ παράθες ξεινήϊα καλά Il.18.408
;ξείνιά τ' εὖ παρέθηκεν 11.779
, cf. Od.9.517 (tm.) ; : c. gen.,τῷ νεκρῷ πάντων παρατιθεῖ Hdt. 4.73
, cf. 1.119 ([voice] Pass.) ;παρετίθεσαν ἐπὶ τὴν τράπεζαν κρέα X.An.4.5.31
; οἱ παρατιθέντες the serving-men, Id.Cyr.8.8.20 ; τὰ παρατιθέμενα meats set before one (with or without βρώματα), ib.2.1.30, 5.2.16 : in Com., Ar.Ach.85, Eq.52,57, Aristomen. 12, etc.; of a sacrificial meal,σκέλος τοῦ πράτου βοὸς παρθέντω τῷ θιῷ IG42(1).41.11
(Epid., v/iv B. C.).c. of a mother, put to the breast, Sor. 1.105.2. generally, provide, furnish, αἲ γὰρ ἐμοὶ.. θεοὶ δύναμιν παραθεῖεν (v.l. περιθεῖεν ) oh that they would place power at my disposal !, Od.3.205 ; π.ἑκάστων τῶν σοφῶν ἀπογεύσασθαι, i. e. π. ἕκαστα τὰ σοφὰ ὥστε ἀπογεύσασθαι αὐτῶν, Pl.Tht. 157c ;π. αὐτοῖς.. ἀναγιγνώσκειν.. ποιήματα Id.Prt. 325e
:—[voice] Med., expose for sale, Arist.HA 622b34.3. place upon,στεφάνους παρέθηκε καρήατι Hes. Th. 577
(nisi leg. περίθηκε).4. lay before one, explain, X.Cyr.1.6.14 ; π. ἔν τισι ὡς οὐ χρή.. POxy. 2110.6 (iv A. D.) ; allege, produce, Is.9.32 ;ὑποδείγματα Phld. Mus. p.79
K.;παραβολὴν π. αὐ τοῖς Ev.Matt. 13.24
:—[voice] Med., v. infr. B. 5.5. put or provide side by side, ὁμοῦ λύπας ἡδοναῖς π. Pl.Phlb. 47a ; παρατεθείσης τῆς ἀπολογίας (sc. τῇ κατηγορίᾳ) Demad.6 ; set side by side, compare,τινά τινι Plu.Demetr.12
.b. Gramm., place side by side, juxtapose (opp. συντίθημι form a compound), A.D.Pron.42.5, al. ([voice] Pass.).6. deposit, = παρακατατίθημι, Charito 8.4 (s.v.l.), v. infr. B. 2.B. [voice] Med., set before oneself, have set before one,ἐπὴν δαΐδας παραθεῖτο Od. 2.105
codd., cf. 19.150, 24.140 ;σκύφος παραθέσθαι E.Cyc. 390
;τράπεζαν Περσικήν Th. 1.130
;σῖτον X.Cyr.8.6.12
; οἱ τὰ εὐτελέστερα παρατιθέμενοι those who fare less sumptuously, Id.Hier.1.20 ; have meat set before others,ἠῶθεν δέ κεν ὔμμιν ὁδοιπόριον παραθείμην Od. 15.506
; provide for oneself, supply oneself with, παρετίθεντο τῶν ἀναγκαίων πρὸς τὸν πόλεμον, ὅσα .. Plu.Per.26.2. deposit what belongs to one in another's hands, give in charge,τοῦ παραθεμένου τὰ χρήματα Hdt.686
. β'; τὴν οὐσίαν ταῖς νήσοις π. X.Ath. 2.16 ;τῶν ἀβακείων ἃ παρεθέμεθα παρ' αὐτῷ PCair.Zen. 71
(iii B. C.), cf. Plb. 3.17.10, PGrenf. 1.14.1 (ii B. C.), etc.; deposit deeds or documents, POxy. 237 iv 38 (ii A. D.), etc.; give a person in charge to,τινὶ ὀρφανόν Arr. Epict.2.8.22
; commend or commit into another's hands,εἰς χεῖράς σου τὸ πνεῦμα Ev.Luc.23.46
;τινὰς τῷ Κυρίῳ Act.Ap.14.23
, cf. 20.32, 1 Ep.Pet.4.19 ; commend by a letter of introduction, PGiss.88.5 (ii A. D.).b. store up in one's mind,ἅ τις ὁρᾷ π. παρ' αὑτῷ Plot.4.4.8
.3. venture, stake, hazard,σφὰς γὰρ παρθέμενοι κεφαλάς Od.2.237
; , cf. Tyrt. 12.18.4. apply something of one's own to a purpose, employ it,ὄψιν ἐν τῷ διανοεῖσθαι Pl.Phd. 65e
.5. cite in one's own favour, cite as evidence or authority, π. μῦθον, παράδειγμα, Id.Plt. 275b, 279a ; ἀντίγραφον [ἐπιστολῆς] BGU1004.12 (iii B. C.) ; ἀποδείξεις Wilcken Chr.77.5 (ii A. D.) ;ψήφισμα Plu.2.833e
, cf. D. Chr.17.10, Ath.11.479c, Porph.Abst. 1.3, etc.; mention,ἔννοιάν τινος A.D.Synt.65.9
; ἐκδόσεις π. quote editions, Id.Pron.89.22 : abs., quote instances, ib. 52.7,al.:—rarely in [voice] Act., λέξεις π. D.H.Dem.37, v. l. in Id.Comp.23.6. affix, apply a name,τῷ χωρίῳ ὄνομα Paus. 2.14.4
.7. explain, allege, Wilcken Chr. 20 iii 12 (ii A. D.), etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρατίθημι
-
17 περισπάω
A- σπάσω D.S.20.3
, A.D.Pron.87.15 :—draw off from around, strip off, Isoc.Ep.9.10 ; τὸ χλαμύδιον αὑτοῦ π. D.S.19.9, etc.:—[voice] Med., strip oneself of,τὴν τιάραν X.Cyr.3.1.13
(so also in [voice] Act.,π. τὴν πορφύραν Plu. Aem.23
).II wheel about, of a general, Plb.1.76.5 ; intr. of the troops, Id.3.116.5 ; esp. wheel twice through a right angle, Ascl. Tact.12.6,al. ; of a horse's bit, οὐ πάνυ π. not pulling it violently round, Luc.Merc.Cond.21.III draw off or away, divert, εἰς τοὐναντίον [τὴν πολιτείαν] Arist.Pol. 1307a24 ;τροφὴν εἰς τὸ περικάρπιον Thphr.CP1.16.2
;π. τοὺς Ῥωμαίους Plb.9.22.5
;τὸν πόλεμον Id.1.26.1
; π. τὴν δύναμιν αὐτοῦ draw it away, Plu.Cic.45 ;ἀπὸ τῆς πατρίδος π. τοὺς βαρβάρους D.S.20.3
;τὸν ἐντὸς.. θόρυβον ἐπὶ τοὺς ἔξω πολέμους D.H.6.23
;π. περὶ τὰς ἔξω στρατείας τὸν δῆμον Id.9.43
: —[voice] Pass.,π. ὑπό τινων PStrassb.112.13
(ii B. C.) ;πάντῃ τὰς ὄψεις περισπώμενος Luc. DDeor.30.11
; ἕως τοῦ ἔξω τόπου π. to be drawn away and expanded, opp. συστέλλεσθαι, Arist.Pr. 863a5.3 divert, distract, Plu.2.96b, 16oc ;π. [τὴν διάνοιαν] ἀπό τινος Metrod.Herc.831.4
, cf. Phld.Rh.2.53 S., al., Onos.42.6 :—[voice] Pass., to be distracted or engaged,π. ταῖς διανοίαις Plb. 15.3.4
;ὑπὸ βιωτικῆς χρείας D.S.2.29
, cf. Phld.Po.Herc.994.24, al.;μηδ' ὑφ' ἑνὸς περισπωμένη ἡ πόλις IG22.1304.7
;περί τινος LXX Si.41.2
;περὶ πολλὴν διακονίαν Ev.Luc.10.40
: abs., Plb.4.10.3.4 steal,ἀργυροῦν ἢ χρυσοῦν ἀνάθημα Philostr.Gym.45
:—[voice] Pass., ἅπαντα περιέσπασμαι I have been robbed of all, Men.Epit. 143.5 [voice] Pass., c. inf., to be compelled to do a thing, περιησπάσθην (sic)ἀνενεγκεῖν PUniv.Giss.19.4
(i A. D.).IV Gramm., pronounce a vowel or word with the circumflex, A.D.Pron.33.24, al., Plu.Thes.26, etc.; esp. on the last syllable, Ath.2.52f, etc.;π. τὸν τόνον A.D.Pron.87.15
;τῷ τόνῳ Gal.16.495
; περισπώμεναι [λέξεις] D.H.Comp.11 ; π. [προσῳδία] D.T.630.2, Ph.1.29 ; περισπώμενος [φθόγγος] ib.46.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > περισπάω
-
18 προγράφω
προγράφω [ᾰ],A write before or first,τὰς αἰτίας προὔγραψα πρῶτον Th.1.23
; write before or above, Ep.Eph.3.3;αἱ προγεγραμμέναι λέξεις Hipparch.1.7.5
;κατὰ τὰ -γεγραμμένα PPetr.3p.179
(iii B.C.); before-mentioned,Plu.
2.1018c.2 write as a copy, Poll.4.18.II set forth as a public notice,π. τι ἐν πινακίοις Ar.Av. 450
; π. κρίσιν, δίκην τινί, give notice of a trial, D.47.42, Plu. Cam.11 ([voice] Pass.); appoint or summon by public notice,ἐκκλησίας Aeschin. 2.60
,61; χορηγοὺς π. appoint as choregi, Arist.Oec. 1352a1;π. τινὰ [κληρωθησόμενον τ]ῆς φυλῆς ἣν ἂν βούληται Supp.Epigr.4.183.15
(Halic., iii B.C.);π. τοὺς λειτουργήσοντας IG5(1).1390.73
, cf. 74 ([voice] Pass., Andania, i B.C.);στρατιᾶς κατάλογον Plu.Cam.39
;φρουρᾶς ἡμῖν προγραφείσης D.54.3
;π. ὅσα δεῖ χρηματίζειν τὴν βουλήν Arist. Ath.43.3
; ἀπὸ τίνος ἄρχοντος καὶ ἐπωνύμου μέχρι τίνων δεῖ στρατεύεσθαι ib.53.7; οἷς κατ' ὀφθαλμοὺς.. Χριστὸς προεγράφη was proclaimed or set forth publicly, Ep.Gal.3.1, cf. Supp.Epigr.4.263.13, 15 (Panamara, i A.D.):—[voice] Med.,περὶ ὧν προεγράψατο εἰς τὴν βουλήν Milet.6.43
(iii B.C.), cf. SIG562.3(Paros, iii B.C.), etc.2 give written notice of sale,παρὰ τῇ ἀρχῇ Thphr.Fr.97.1
, cf. Plu.2.205c; sell by auction,ἐν τῷ πραιτωρίῳ τὰ κτήματα D.C.51.4
.3 = Lat. proscribere,π. τινὰς φυγάδας Plb.32.5.12
; οἱ προγεγραμμένοι the proscribed, ib.6.1;οἱ π. ὑπὸ Σύλλα Str.5.2.6
;οἱ προγραφέντες D.C.47.13
;οἱ προγραφέντες ἐπὶ θανάτῳ Plu.Brut.27
: metaph., οἱ προγεγρ. εἰς τοῦτο τὸ κρίμα those whose names have been registered for condemnation, Ep.Jud.4.III write a name at the head of a list,π. τινὰ ἐπὶ τῶν ψηφισμάτων Plu. Demetr.10
; τῆς βουλῆς π... Μάρκον, of the censor, name Marcus princeps senatus, Id.Aem.38, cf. Flam.18:—[voice] Pass.,προγράφεσθαι τοῦ συνεδρίου Id.2.318c
;προγεγραμμένος τῆς βουλῆς Id.TG4
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προγράφω
-
19 προκαταχωρίζω
2 deposit before, of deeds, PTeb.302.23 (i A.D., [voice] Pass.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προκαταχωρίζω
-
20 σπάδιξ
A bough or branch torn off, esp. palmbranch or frond,= βάϊς (cf.σπάθη 7
),σ. φοίνικος Porph.Abst.4.7
: abs., Plu.2.724a: pl. in Lat. spadica (Amm.Marc.24.3.12); applied to other plants, e.g. ; ποΐσω ἀργυρέ[α]ν ς. Supp.Epigr. 4.61 (Centuripae, i (?) A.D., but perh. in signf.11).2 as Adj., palm-coloured, i.e. bay, only Lat. spadix, Verg.G.3.82, Gell.2.26.9.II a stringed instrument like the lyre, with high notes, Nicom. Harm.4, Poll.4.59; condemned by Quintilian as effeminate, Inst.1.10.31.III rind stripped from the root of the πρῖνος, Λέξεις Ἡροδότου in Stein Herodotus ii p.469 (Berol. 1871), cf. Hsch. s.v. σπᾶ.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
λέξεις — λέξις speech fem nom/voc pl (attic epic) λέξις speech fem nom/acc pl (attic) λέγω 1 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 1 lay fut ind act 2nd sg λέγω 2 pick up fut ind act 2nd sg λέγω 3 lay aor subj act 2nd sg (epic) λέγω 3 lay fut ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιγραφή — Λέξεις ή φράσεις χαραγμένες, γραμμένες, ζωγραφισμένες ή τυπωμένες σε ποικίλα υλικά. Οι αρχαίοι πολιτισμοί άφησαν πολυάριθμες ε. δημόσιου ή ιδιωτικού χαρακτήρα: συνθήκες, ψηφίσματα, απογραφές, καταχωρήσεις πωλήσεων, λογαριασμούς, αναθηματικές ε.,… … Dictionary of Greek
γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… … Dictionary of Greek
Α α — (άλφα) το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου. Το α ως πρόθεμα 1. στερητικό δηλώνει έλλειψη, στέρηση και γενικά το αντίθετο από ό,τι δηλώνει το β συνθετικό. Εμφανίζεται με τις εξής μορφές: α / ἀ αρχ. νεοελλ. προ συμφώνου, π.χ. ά γνωστος, ά κακος … Dictionary of Greek
δάνειο — Οτιδήποτε (συνήθως χρηματικό ποσό) κάποιος δίνει ή λαμβάνει, με συμφωνία επιστροφής· ο όρος χρησιμοποιείται κυρίως σε οικονομικές συναλλαγές, αλλά απαντάται επίσης μεταφορικά και σε άλλες περιπτώσεις. (Γλωσσ.) Γλωσσικό δ. καλείται το πέρασμα ενός … Dictionary of Greek
λέξη — η (AM λέξις) 1. το μικρότερο στοιχείο τού προφορικού ή γραπτού λόγου με το οποίο εκφράζεται μια έννοια ή μια σχέση και το οποίο είναι φθόγγος ή αυτοτελές σύνολο φθόγγων (α. «άκλιτη λέξη» β. «μονοσύλλαβη λέξη» γ. «ἡ γὰρ λέξις αὕτη τοῡτο σημαίνει… … Dictionary of Greek
συνωνυμία — Πολύ στενή ομοιότητα στη σημασία ανάμεσα σε δύο διαφορετικές λέξεις που ανήκουν στην ίδια γλώσσα. Αν και στην καθημερινή ομιλία συνήθως δε λαμβάνονται πολύ υπόψη οι ελαφρές διαφορές στη σημασία ανάμεσα στις συνώνυμες λέξεις, το αντίθετο συμβαίνει … Dictionary of Greek
μονοτονικό — Όπως είναι γνωστό, η ελληνική πολιτεία καθιέρωσε το 1982 στη γραφή της νέας ελληνική γλώσσας το μονοτονικό σύστημα, τη χρήση δηλαδή μόνο της οξείας ως συμβόλου που υποδεικνύει τη συλλαβή που τονίζεται. Η απόφαση αυτή στηρίζεται στην ιστορία της… … Dictionary of Greek
-ιος — ια, ιο(ν) η κατάλ. ιος (μαζί με τις επαυξημένες μορφές της) είναι μία από τις παραγωγικότερες τής ελλ. γλώσσας καθ όλη τη διάρκεια τής ιστορίας της. Συγκεκριμένα, μαρτυρούνται συνολικά 2.996 λέξεις σε ιος, εκ τών οποίων 295 είναι κοινές, 2.261… … Dictionary of Greek