Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κῡδῐ-άω

См. также в других словарях:

  • κυδίον' — κυδί̱ονα , κυδίων most honoured neut nom/voc/acc comp pl κυδί̱ονα , κυδίων most honoured masc/fem acc comp sg κυδί̱ονι , κυδίων most honoured dat comp sg κυδί̱ονε , κυδίων most honoured nom/voc/acc comp dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύδιον — κύδῑον , κυδίων most honoured masc/fem voc comp sg κύδῑον , κυδίων most honoured neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • θέμερος — θέμερος, έρα, ον (Α) 1. αυτός που έχει στερεές βάσεις, σταθερός 2. (κατά τον Ησύχ.) «βέβαιος, σεμνός, εὐσταθής». [ΕΤΥΜΟΛ. Συγγενές προς τα θεμός*, θέμις*, παρουσιάζει με το τελευταίο την ίδια μορφική αναλογία όπως τα κυδι /κύδος: κυδρός. Κατά μία …   Dictionary of Greek

  • κυδιάνειρα — κυδιάνειρα, ἡ (Α) 1. (συν. για μάχη) αυτή με την οποία δοξάζονται οι άνδρες 2. (για πόλη) η φημισμένη για τους άνδρες της. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος*. Η λ. εμφανίζει θ. κυδι (< κῦδος) + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • ληιάνειρα — ληϊάνειρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ποιοῡσα τοὺς ἄνδρας γυναικῶν ἐρᾱν». [ΕΤΥΜΟΛ. < ληΐς «λεία» + άνειρα (θηλ. τού ἀνήρ), πρβλ. βωτι άνειρα, κυδι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • σωσιάνειρα — ἡ, Μ αυτή που σώζει τους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. τού τύπου τερψίμβροτος* < σῴζω* + άνειρα (< θ. ανερ τής λ. ἀνήρ, ἀνδρός, πρβλ. επικ. ονομ. πληθ. ἀνέρες), πρβλ. κυδι άνειρα] …   Dictionary of Greek

  • κυδίων — κῡδίων , κῦδος glory neut gen pl (doric) κυδί̱ων , κυδίων most honoured masc/fem nom comp sg κῡδίων , κυδιάω bear oneself proudly imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) κῡδίων , κυδιάω bear oneself proudly imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»