-
1 ἄντος
ἄντος· εὖρος, οἱ δὲ Εὐριπίδης, Hsch. -
2 γίγας,-αντος
ὁ N 3 8-11-11-4-7=41 Gn 6,4(bis); 10,8.9(bis)giant, mighty one (mostly pl.) -
3 ἐλέφας,-αντος
-
4 ἱμάς,-άντος
+ ὁ N 3 0-0-2-1-2=5 Is 5,18.27; Jb 39,10; 4 Mc 9,11; Sir 33,27 -
5 ἀδάμας
-αντος ὁ N 2 0-0-2-0-0=2[/*] Am 7,7.8adamant, i.e. hardest metal, prob. steelCf. BRUNET 1966, 387-395 -
6 ἀνδριάς
A image of a man, statue, Pi.P.5.40, Hdt.1.183, 2.91, Ar. Pax 1183, Th. 1.134, etc.; ; ἀνδριάντ ας γράφειν paint statues, ib. 420c; esp. of portrait-statues,ἀ. εἰκονικός Plu.Lys.1
;ἀ. ὁλοσώματος IG12(7).240
([place name] Amorgos);ἀ. ἔφιππος SIG730.26
([place name] Olbia); of female figures, Ath.10.425f, etc.; of men, opp. ἀγάλματα of the gods, Gorg.Hel.18, Plb.21.29.9; rarely of gods, GDI 5421 ([place name] Delos): prov.,λάλος, οὐκ ἀ. Luc.Vit.Auct.3
;ἀπαθὴς ὡς ἀ. Arr.Epict.3.2.4
;ἀνδριάντος γυμνότερος D.Chr.34.3
: ironically, τὸν καλὸν ἀ., a mother's term of endearment, D.18.129; μακρὸν ἀ. παίζειν, a kind of game, Thphr.Char.27.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνδριάς
-
7 πελεκάν
πελεκάν, - ᾶνοςGrammatical information: m.Meaning: `pelican' (Anaxandr. Com., Arist.).Other forms: Cf. πελεκανός `fulica' Gloss.Derivatives: πελεκᾶς, - ᾶντος m. `green woodpecker' (Ar. Av.); πελεκῖνος m. `pelican' (Ar. Av., Dionys. Av.); more usu. as name of several plants, "axeweed", esp. `Securigera Coronilla' (Hp., Thphr., Dsc.) and architectural technical expression `dovetail' (Ph. Bel., Hero Bel.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Fron πέλεκυς because of the functional resp. outward similarity of the beak, the fruit (Strömberg Pfl.namen 56) etc. with an axe. On the formation: πελεκ-ῖνος like κορακ-ῖνος, σταφυλ-ῖνος, ἀτταγ-ῖνος a.o.; πελεκᾶς as ἀλλᾶς, - ᾶντος (cf. s.v. and Schwyzer 528), so from *πελεκᾰ-Ϝεντ- (Björck Alpha impurum 271; but the formation will not be IE)? Rather with Kretschmer Glotta 14, 101 connected with πελεκάω like e.g. Φείδας: φείδομαι. With πελεκάν cf. esp. the peoples names in - άν ( Άκαρνάν a.o.); on the not-Ion.-Att. form Björck 62 a. 288. - Furnée 320 sompares σπέλεκτος πελεκάν H.Page in Frisk: 2,496-497Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πελεκάν
-
8 ακράαντος
-
9 ἀκράαντος
-
10 Αἴας
Αἴας (Αἴας, -αντος, -αντα, -αν.)a son of Telamon, of Salamis.ἐν Τροίᾳ μὲν Ἕκτωρ Αἴαντος ἄκουσεν N. 2.14
ἀτὰρ Αἴας Σαλαμῖν' ἔχει πατρῴαν N. 4.48
οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε διὰ φρενῶν λευρὸν ξίφος N. 7.26
cf. χρυσέων δ' Αἴας στερηθεὶς ὅπλων φόνῳ πάλαισεν sc. after the contest with Odysseus over Achilles' armour N. 8.27ἴστε μὰν Αἴαντος ἀλκάν I. 4.35
καὶ νῦν ἐν Ἄρει μαρτυρήσαι κεν πόλις Αἴαντος ὀρθωθεῖσα ναύταις ἐν πολυφθόρῳ Σαλαμὶς Διὸς ὄμβρῳ I. 5.48
οὐδ' ἔστιν πόλις ἅτις οὐ Πηλέος ἀίει κλέος οὐδἅτις Αἴαντος Τελαμωνιάδα καὶ πατρός I. 6.26
“ καί νιν ὄρνιχος φανέντος κέκλευ ἐπώνυμον εὐρυβίαν Αἴαντα” (v. ἐπώνυμος.) I. 6.53 ὑπερμενὲς ἀκαμαντοχάρμαν Αἶαν (voc., v. ἀκαμαντοχάρμας) fr. 184.b son of Ileus, of Lokris. Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν (Hermann: Αἰάντειόν τ codd.: Αἰάντεόν τ Boeckh.) O. 9.112 -
11 αἰνογίγας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνογίγας
-
12 αἰνοτάλας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰνοτάλας
-
13 Αἴας
-
14 αὐτοελέφας
A ideal elephant, Alex.Aphr.in Metaph.761.30.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτοελέφας
-
15 Γίγας
Aὑπέρθυμοι Od.7.59
; Κύκλωπές τε καὶ ἄγρια φῦλα Γιγάντων ib. 206; οὐκ ἄνδρεσσιν ἐοικότεςἀλλὰ Γίγασιν 10.120
;γ. γηγενέται Hes.Th. 185
, cf. E.Ph. 128 (lyr.); of Capaneus, A.Th. 424.II as Adj., mighty (γίγαντος· μεγάλου, ἰσχυροῦ, ὑπερφυοῦς, Hsch.),Ζεφύρου γίγαντος αὔρᾳ Id.Ag.692
(lyr.), cf. Eurytus ( PLG3.639). -
16 γιγγραντός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γιγγραντός
-
17 γυπογίγας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γυπογίγας
-
18 εὐλείαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλείαντος
-
19 εὐσήμαντος
εὐσήμ-αντος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐσήμαντος
-
20 εὐύφαντος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐύφαντος
См. также в других словарях:
συγγίγας — αντος, ὁ, Α [γίγας, αντος] αυτός που είναι γίγαντας παράλληλα με κάποιον άλλο … Dictionary of Greek
υπερκύδας — αντος, ὁ, Α υπερένδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. ας, αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας] … Dictionary of Greek
γίγας — ( αντος), ο βλ. γίγαντας … Dictionary of Greek
μεταστάς — άντος, ο αυτός που έχει πεθάνει, ο εκλιπών («ήταν θαυμάσιος άνθρωπος ο μεταστάς»). [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τής μτχ. αορ. β τού μεθίσταμαι] … Dictionary of Greek
πολύτλας — αντος, ὁ, ΜΑ (κυρίως ως προσωνυμία τού Οδυσσέως) αυτός που υπέμεινε πολλά, καρτερικός («τὸν δ αὖτε προσέειπε πολύτλας δῖος Ὀδυσσεύς», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + τλας (< τλῆναι, απαρμφ. τού επικ. αορ. ἔτλαν τού τλῶ, άω)] … Dictionary of Greek
προμεταστάς — άντος, ὁ, Μ αυτός που πέθανε προηγουμένως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. τού αρσ. τής μτχ. αορ. προμεταστάς τού προμεθίστημι] … Dictionary of Greek
στιλβαδάμας — αντος, ο, Ν διαμάντι στρογγυλεμένο και κατεργασμένο με 58 περίπου έδρες, το οποίο πρόκειται να στερεωθεί σε κόσμημα και τού οποίου η καθαρότητα, η διαφάνεια, η λάμψη και το σχήμα καθορίζουν την ποιότητά του, κν. μπριλάντι ή μπριγιάντι ή μπριγιάν … Dictionary of Greek
τοξοδάμας — αντος, ὁ, Α τοξόδαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + δάμας (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. λαο δάμας] … Dictionary of Greek
τραπεζογίγας — αντος, ὁ, Μ αυτός που τρώει πολύ, φαγάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράπεζα + γίγας] … Dictionary of Greek
τριγίγας — αντος, ὁ, Α πελώριος γίγαντας, τρεις φορές γίγαντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι * + γίγας] … Dictionary of Greek
τριξάς — ᾱντος, ὁ, Α σικελικό νόμισμα αξίας τριών χαλκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. triens, entis «είδος νομίσματος» (< tres, tria, πρβλ. τρεις)] … Dictionary of Greek