Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἀλέκτορος

См. также в других словарях:

  • Ἀλέκτορος — Ἀλέκτωρ masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλέκτορος — ἀλέκτωρ cock masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λόφιον — λόφιον, τὸ (Α) [λόφος] 1. μικρός λόφος, λοφίσκος 2. (κατά τον Δίον. Θρ.) «λόφιον, τὸ κάλλαιον τοῡ ἀλέκτορος» 3. λοφείον* …   Dictionary of Greek

  • στοίχος — ο / στοῑχος, ΝΑ 1. ευθύγραμμη διάταξη ή παράταξη, σειρά, αράδα, γραμμή (α. «παρατάχθηκαν σε τρεις στοίχους» β. «νῆσοι κατὰ στοῑχον κείμεναι», Θουκ. γ. «ὁ πρῶτος στοῑχος τῶν ἀναβαθμῶν», Ηρόδ.) 2. (δομ.) καθεμιά από τις οριζόντιες σειρές από πέτρες …   Dictionary of Greek

  • ότρα — ὄτρα (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἡ τοῡ ἀλέκτορος οὐρά» …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»