Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐνοίκιον

См. также в других словарях:

  • ἐνοίκιον — ἐνοίκιος in the house masc/fem acc sg ἐνοίκιος in the house neut nom/voc/acc sg ἐνοικέω dwell in imperf ind act 3rd pl (doric) ἐνοικέω dwell in imperf ind act 1st sg (doric) ἐνοικέω dwell in imperf ind act 3rd pl (doric) ἐνοικέω dwell in imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τοὐνοίκιον — ἐνοίκιον , ἐνοίκιος in the house masc/fem acc sg ἐνοίκιον , ἐνοίκιος in the house neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

  • HABITATIO — apud Suet. Iul. c. 38. Annuam etiam habitationem Romaeusque ad bina milia nummûm, in Italia non ultra quingenos sestertios remisit: τὸ ἐνοίκιον est, pensio sc. quae habitationis causâ penditur. Iurisconsulti etiam obventionem vocant. Et quidem A …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ενοικιάζω — και νοικιάζω (Μ ἐνοικιάζω και νοικιάζω [ενοίκιον] 1. παρέχω ως ιδιοκτήτης κάτι με ενοίκιο, εκμισθώνω 2. παίρνω ως ενοικιαστής κάτι με ενοίκιο, μισθώνω 3. (για τα ενοικιαζόμενα) παρέχομαι, δίνομαι σε κάποιον με ενοίκιο …   Dictionary of Greek

  • ενοικιακός — ἐνοικιακός και ἐνοικικός, ή, όν (Μ) [ενοίκιον] κατάλληλος για νοίκιασμα. επίρρ... ἐνοικικῶς με καταβολή ενοικίου, με νοίκι …   Dictionary of Greek

  • επαναβιβάζω — ἐπαναβιβάζω (Α) (μτβ. τού επαναβαίνω) 1. ανεβάζω πάνω σε κάτι 2. αυξάνω την τιμή («ὅστις τολμήσει ἐνοίκιον ἐπαναβιβάσαι») …   Dictionary of Greek

  • εποίκιον — ἐποίκιον, τὸ (Α) 1. αγροικία, εξοχικό σπίτι 2. αγροτικός οικισμός, χωριό. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίκος + υποκορ. κατάλ. ιον (πρβλ. ένοικος ενοίκιον)] …   Dictionary of Greek

  • νοίκι — το ενοίκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοίκιον, ουδ. τού επιθ. ἐνοίκιος, με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • νοικιάζω — ενοικιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοικιάζω < ἐνοίκιον, με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»