Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

κόρ-η

См. также в других словарях:

  • ημικόριον — ἡμικόριον, τὸ (Α) μισός κόρος, μέτρο ξηρών καρπών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + κόρ ιον (< θ. κορ τού κόρος* + υποκορ. κατάλ. ιον, πρβλ. παιδ ίον)] …   Dictionary of Greek

  • κορεννύω — (ΑM κορεννύω, Α και κορέννυμι και κορέω και κορέσκω [στη νεοελλ. συν. στον μέλλ., αόρ. και παρακμ.]) 1. γεμίζω κάτι όσο το δυνατό περισσότερο, υπερπληρώ «κορέσαι στόμα... ἐμᾱς σαρκός», Σοφ.) 2. προκαλώ σε κάποιον το αίσθημα τού χορτασμού ή… …   Dictionary of Greek

  • κορσός — κορσός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κορμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ σ που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ τής ρίζας κερ (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση σ . Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., τού οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ.… …   Dictionary of Greek

  • λαμαϊσμός — Μορφή του βουδισμού Μαχαγιάνα στο Θιβέτ και στη Μογγολία, διαμορφωμένη υπό την επίδραση τοπικών σαμανικών και μπον πο παραδόσεων. Ο βουδισμός εισήχθη στο Θιβέτ τον 7o αι. από τον βασιλιά Σρον τσαν Γκαμπό· παρά την εχθρότητα του ιθαγενούς κλήρου… …   Dictionary of Greek

  • Hure, die — Die Hure, plur. die n. 1) Im engsten und vielleicht eigentlichen Verstande, eine jede weibliche Person, welche ihren Leib jeder Mannsperson gegen Lohn, oder um Gewinstes willen, Preis gibt; eine offenbare, oder öffentliche Hure. 2) In weiterer… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • PALAMEDES Thebanus — Corinni Iliensis praeceptor, quos ambos ante Homerum de Bello Troiano scripsisse, Suidas refert in παλαμ. et Κόρ. Vide supra Corinnus …   Hofmann J. Lexicon universale

  • -θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • ανάσταση — I Κατά τη διδασκαλία της Εκκλησίας, η Α. είναι το θεμελιώδες γεγονός κατά το οποίο ο Χριστός με τη σταύρωση και την ταφή κατάργησε το κράτος του θανάτου και χάρισε την αιώνια ζωή στο ανθρώπινο γένος. O Θεάνθρωπος ένωσε τη θεία με την ανθρώπινη… …   Dictionary of Greek

  • ζουμίτσιν — ζουμίτσιν, τὸ (Μ) ζουμάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζουμί + μσν. υποκορ. κατάλ. ίτσι(ν) (πρβλ. καλαμ ίτσιν, κορ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • ιματίτσιν — ἱματίτσιν, τὸ (Μ) ένδυμα, ρούχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + κατάλ. ίτσιν (πρβλ. κορ ίτσιν)] …   Dictionary of Greek

  • ιππάσιον — ἱππάσιον, το (Μ) υποκορ. τού ίππος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵππος + υποκορ. κατάλ. άσιον (πρβλ. κορ άσιον, λοιβ άσιον)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»