Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἱεράκιον

См. также в других словарях:

  • ἱεράκιον — hawk weed neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακίου — ἱεράκιον hawk weed neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακίων — ἱεράκιον hawk weed neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἱερακίῳ — ἱεράκιον hawk weed neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γεράκι — Κοινή ονομασία του γένους ιέραξ (falco), ημερόβιων αρπακτικών πτηνών της οικογένειας των ιερακιδών, που ανήκει στην τάξη των ιερακομόρφων. Τα μεγάλα ζωηρά μάτια των γ. βρίσκονται στις πλευρές της κεφαλής, ενώ το ράμφος τους είναι κοντό, ισχυρό… …   Dictionary of Greek

  • ιεράκιο — (Ηieracium). Γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια των συνθέτων. Σύμφωνα με μια εκδοχή, το όνομά του ετυμολογείται από τη λέξη ιέραξ (γεράκι), επειδή οι αρχαίοι πίστευαν ότι το αρπακτικό αυτό πτηνό δυνάμωνε την όρασή του τρώγοντας τον βλαστό του …   Dictionary of Greek

  • Italienische Ortsnamen — Inhaltsverzeichnis 1 Namensgebende Völker in Italien 1.1 Unbekannte Völker 1.2 Ligurisch 1.3 Keltisch …   Deutsch Wikipedia

  • ιέραξ — Γένος αρπακτικών πουλιών, της οικογένειας των ιερακιδών, γνωστό κυρίως με το όνομα γεράκι (βλ. λ.). * * * ὁ (ΑΜ ἱέραξ, ακος, Α ιων. και επικ. τ. ἴρηξ, δωρ. τ. ἱάραξ) το πτηνό γεράκι («ἴρηξ ὠκύπτερος», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. είδος ψαριού 2. ονομασία… …   Dictionary of Greek

  • ιεράκιν — ἱεράκιν και ἱεράκι και ἱεράκιον, τὸ (Μ) [ιέραξ] το γεράκι …   Dictionary of Greek

  • κοράκι — Κοινή ονομασία πολλών στρουθιομόρφων πτηνών του γένους Corvus, το οποίο περιλαμβάνει συνολικά 39 είδη. Πρόκειται για πτηνά με μαύρο φτέρωμα και ισχυρά πόδια και ράμφος. Όλα τα μέλη του γένους έχουν εξαιρετικές πτητικές ικανότητες και μπορούν να… …   Dictionary of Greek

  • στήριον — Α (κατά τον Ησύχ.) «ἱεράκιον, Σέλευκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. θα πρέπει πιθ. να αναγνωστεί στόριον (< λατ. storea / storia «πλέγμα, ψάθα», πρβλ. στόρι [Ι])] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»